Χμμμμ...
Στην αρχαία ελλάδα είχαμε κλασσική περίπτωση "ένα έθνος, πολλά κράτη" με σημερινή ορολογία...
Οι ελληνικοί "κρατικοί σχηματισμοί (πόλεις- κράτη, βασίλεια, συμπολιτείες, αμφικτυονίες) είχαν συναίσθηση της κοινής εθνοτικής καταγωγής (ουκ ολίγοι θεσμοί το αποδεικνύουν, από τους ολυμπιακούς αγώνες έως το μαντείο των δελφών και από τη γλώσσα έως τη θρησκεία) αλλά καθένας κοιτούσε και την πάρτη του δικού του "κράτους"...Ιστορικό ανάλογο έχουμε στη μεσαιωνική ιταλία και στα γερμανικά κρατίδια μέχρι που βρέθηκε ένας Γκαριμπάλντι και ένας Βίσμαρκ και τους ένωσε σε ένα κράτος...
Στο δε ελληνικό εμφύλιο, ειδικά στην τελευταία του φάση, δεν θα τον χαρακτήριζα εμφύλιο αλλά έναν μίνι βαλκανικό αφού οι δυνάμεις του δσε αποτελούνταν κυρίως από σλαβόφωνους...
Ως συνήθως ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ…
Υπάρχει κι άλλη άποψη :
Η έννοια του «έθνους»
Άρθρο του Νάσου Θεοδωρίδη, Νομικού
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μπορεί να διαγνώσει κανείς μέσα στην ιστορία του ανθρώπινου βίου πολλά πραγματικά είδη συμφερόντων (π.χ. ατομικό, γενικό, συλλογικό, ταξικό, δημόσιο, κλαδικό, συντεχνιακό, κλπ), αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ορθολογικό να ισχυριστεί κανείς ότι υφίσταται αυτοτελής «έννοια εθνικού συμφέροντος», όπως διατυμπανίζει αναληθώς η κυρίαρχη εθνικιστική προπαγάνδα. Ουδέποτε είναι δυνατόν να ταυτίζονται εκ των προτέρων τα συμφέροντα ποικίλων και κοινωνικά ετερόκλητων ομάδων που αυθαίρετα έχουν «ενταχτεί» από την κρατική εξουσία σε ένα «έθνος-κράτος» (και μάλιστα χωρίς να ερωτηθούν έπ’ αυτού, αφού η υπηκοότητα τους προκύπτει συνήθως αυτοδικαίως από το ΤΥΧΑΙΟ γεγονός της γέννησης τους σε ένα συγκεκριμένο τόπο).
Μια λεγόμενη «εθνική νίκη» (υπό την έννοια της επίτευξης κάποιου στόχου) δεν μπορεί να αντανακλάται συνολικά και αυτόματα στα επιμέρους μέλη μιας κοινότητας. Για παράδειγμα, η ανάληψη και η διεξαγωγή μιας Ολυμπιάδας ΔΕΝ αποτελεί «εθνική νίκη» για τον κάτοικο μιας περιοχής που πλήττεται περιβαλλοντικά από τις όποιες τσιμεντένιες κατασκευές που λαμβάνουν χώρα μέσα στα πλαίσια ενός τέτοιου δήθεν «εθνικού στόχου». Η προσχώρηση και αποχώρηση ενός προσώπου σε και από μια εθνοπολιτισμική ομάδα πρέπει να γίνεται ελεύθερα, δηλαδή να είναι προϊόν της δικής του ελεύθερης βούλησης.
Η γλώσσα, η θρησκεία και η κουλτούρα πρέπει να νοούνται ως «επίκτητα στοιχεία», που δεν συνεπάγονται αυτομάτως την υποχρεωτική ένταξη κάποιου προσώπου στην ομάδα «έθνος», εάν δεν υπάρχει ρητή και σαφής δική του δήλωση της σχετικής του βούλησης. Κάποιος μπορεί κάλλιστα να μιλάει την κυρίαρχη εθνική γλώσσα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η γλώσσα αυτή καθορίζει απαράβατα την εθνική του συνείδηση. Για παράδειγμα, οι γερμανόφωνοι Αλσατοί της Γαλλίας νιώθουνε Γάλλοι και όχι Γερμανοί. Ούτε η θρησκεία πρέπει να εκλαμβάνεται ως καθοριστικός παράγοντας προσδιορισμού της εθνικής συνείδησης, αφού πρέπει να νοείται ως ιδιωτική πνευματική υπόθεση του κάθε προσώπου.
Αλλά ούτε και η κουλτούρα είναι ΕΠΑΡΚΕΣ στοιχείο για να δεσμεύσει κάποιο πρόσωπο στο ζυγό μιας υποχρεωτικής εθνικής ταυτότητας (με κρατική προσταγή), διότι ο καθένας έχει δικαίωμα να οικοδομεί και να αποδομεί διαρκώς τη δική του πολιτισμική ταυτότητα άλλοτε δεχόμενος και άλλοτε απορρίπτοντας κάποιο από τα ποικίλα πολιτισμικά ρεύματα που διατρέχουν την οικουμένη (π.χ. ένα άτομο μπορεί να επιλέξει να έχει «δυτικές» συνήθειες στον τρόπο διατροφής, παράλληλα με «ανατολικές» προτιμήσεις στη λογοτεχνία, κλπ). Μόνο αποδεκτό στοιχείο πρέπει να είναι η ΕΛΕΥΘΕΡΗ δήλωση ενός προσώπου ότι ΕΠΙΘΥΜΕΙ να ανήκει σε μια εθνοπολιτισμική ομάδα. Άρα η παραδοσιακή ψευδοεπιστημονική ρήση ότι το «έθνος» (ως έννοια) είναι αναγκαστικά το άθροισμα των παραπάνω τριών στοιχείων (γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα), και η οποία διδάσκεται κατά κόρον στα ελληνικά σχολεία υπό μορφή πλύσης εγκεφάλου, ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό κριτήριο προσδιορισμού της «εθνικής ταυτότητας», αφού όλα τα κατά καιρούς προβαλλόμενα κριτήρια έχουν εν τέλει υποκειμενικό υπόβαθρο και είναι ευάλωτα σε σχετικοποίηση, πράγμα που αναιρεί εντελώς την ίδια την ουσία του ισχυρισμού ότι υφίσταται κάποιος δήθεν αναλλοίωτος πυρήνας μιας τάχα αρχέγονης «εθνικής ταυτότητας».
Όπως λέγει και ο φιλόσοφος Μπένεντικτ Άντερσον, τα έθνη αποτελούν μια «φαντασιακή κατασκευή». Συνήθως, τα διάφορα κράτη είναι εκείνα που δημιούργησαν την έννοια του «έθνους» για ευνόητους λόγους αναγόμενους στην εσωτερική τους ομογενοποίηση που επιτρέπει την ευκολότερη επιβολή της εκάστοτε κρατικής εξουσίας στους «υπηκόους» της. Τα «έθνη» δεν είναι προαιώνια και αναλλοίωτα, όπως ψευδώς ισχυρίζεται η κάθε εθνικιστική ιδεολογία, αλλά δημιουργήθηκαν για λόγους πρακτικούς, διοικητικούς και οικονομικούς, όπως π.χ. η διευκόλυνση στην εξάπλωση του εμπορίου και η δυνατότητα άσκησης φορολογικής και στρατολογικής πολιτικής εκ μέρους του κράτους.
Είναι γεγονός ότι στη χαραυγή του ο πρώιμος εθνικισμός είχε προοδευτικό περιεχόμενο, γιατί βοήθησε στην απαλλαγή των κοινωνιών από την καταπιεστική συγκεντρωτική φεουδαρχία. Πολύ σύντομα όμως, κυρίως μέσω της κατασκευής του περίφημου «έθνους-κράτους» (19ος αιώνας), ο εθνικισμός άρχισε να παίζει έναν βαθύτατα αντιδραστικό και ανελεύθερο ρόλο, που συνίστατο κυρίως στην πάση θυσία επιβολή της κυρίαρχης «εθνικής ταυτότητας» σε άλλες μειοψηφούσες γλωσσικές/πολιτισμικές ομάδες που ζούσαν μέχρι τότε μέσα στα όρια μιας εδαφικής επικράτειας και που αυτοπροσδιορίστηκαν ως εθνικές μειονότητες. Αυτές υπέστησαν σοβαρότατες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την κεντρική εξουσία, ιδίως σε περιοχές όπου το «έθνος-κράτος» διακρίνονταν για υψηλά ποσοστά ομογενοποίησης, η οποία ελάμβανε χώρα σε βάρος πάντοτε των μειονοτήτων (π.χ. Βαλκάνια).
Συνεπώς, η έννοια «έθνος» δεν πρέπει να λογίζεται ότι έχει υπαρκτό αντίκρισμα στον αντικειμενικό κόσμο της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά ότι ανήκει προαιρετικά στον κόσμο των ιδεών. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι με βάση αυτή την ελευθεριακή θεώρηση δεν θα μπορεί το κράτος να απαιτεί από έναν πολίτη να έχει συγκεκριμένες «εθνικές απόψεις» μόνο και μόνο επειδή, εντελώς συμπτωματικά, έτυχε να τελεί υπό τη συγκεκριμένη εξουσία της όποιας Πολιτείας, αλλά ούτε και να επιβάλει στον πολίτη συγκεκριμένες επαχθείς υποχρεωτικές συμπεριφορές προς τις οποίες μπορεί αυτός να διαφωνεί σε προσωπικό φιλοσοφικό επίπεδο (π.χ. υποχρεωτική στράτευση).
και για κάτι πιο απλοϊκό:
και ξανα στα σοβαρά:
Από το «Έθνος-Κράτος» στο «Έθνος Πολιτών»
Του Φίλιππου Σαββίδη*
Στον Πολίτη της 8ης Ιουλίου 2001
Η παγκοσμιοποίηση και η επανάσταση στην τεχνολογία της επικοινωνίας, οι εξελίξεις στην
Ευρώπη και η πορεία της ενοποίησής της, καθώς και τα γεγονότα που ακολούθησαν το
τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για το παραδοσιακό «έθνος-
κράτος» του οποίου η δομή βρίσκεται κάτω από το μικροσκόπιο. Είναι γεγονός ότι η
παραδοσιακή έννοια του «έθνους-κράτους», η οποία δηλώνει ομοιογενοποίηση των
κατοίκων του καθώς και μια ενισχυμένη κεντρική εξουσία, αμφισβητείται. Από την άλλη,
όμως, θα ήταν απλούστευση και εκτός πραγματικότητας η θέση ότι το κράτος, ως όργανο
διαχείρισης της κοινωνίας, εξαφανίζεται. Αυτό που συμβαίνει είναι μια μετεξέλιξη, η οποία
αφήνει πίσω της την παραδοσιακή έννοια του «έθνους-κράτους» και υιοθετεί την έννοια του
«έθνους πολιτών», όπου ο πολίτης και όχι η ελίτ παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. Έτσι,
αναδεικνύεται και ο διπλός ρόλος του κράτους: ο επιτελικός και ο κοινωνικός.
Η παραδοσιακή προσέγγιση στο «έθνος-κράτος», ως αποτέλεσμα της Συνθήκης της
Γουεστφαλίας του 1648, θεωρεί ότι έθνος και κράτος είναι ένα και το αυτό. Με άλλα λόγια,
δεν διαφοροποιεί την έννοια του πολίτη από αυτή της εθνικότητας. Έτσι, η έννοια «έθνος-
κράτος» υπονοεί ταυτόχρονα κρατική και εθνική ταυτότητα. Στη σημερινή πολυπολιτισμική
πραγματικότητα, που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα κράτη, η έννοια αυτή είναι παρωχημένη
και ορθά έχει χαρακτηριστεί ως «σφαλερότητα». Τα σημερινά κράτη είναι πολυπολιτισμικά
και πολυσυλλεκτικά έτσι που η επιβολή, εκ των άνω, μίας και μοναδικής ταυτότητας μπορεί
να απειλήσει την κοινωνική συνοχή και να οδηγήσει σε εσωτερικές συγκρούσεις. Αυτό
ακριβώς έγινε στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Με αυτό τον
τρόπο, το παραδοσιακό «έθνος-κράτος» βρίσκεται σε σύγκρουση με την ουσιαστική
δημοκρατία, η οποία έχει στο κέντρο της τον πολίτη και όχι την εθνικότητα. Η δημιουργία,
λοιπόν, αυτού που ο Γερμανός φιλόσοφος Γιούρκεν Χάπερμας ονομάζει «έθνος πολιτών»,
είναι ο τρόπος να αποφύγουμε την παραβίαση των αρχών της ουσιαστικής δημοκρατίας. Σε
ένα «έθνος πολιτών» και με μια ουσιαστική δημοκρατία, ο πολίτης γίνεται το κέντρο βάρους
και όλα λειτουργούν για την εξυπηρέτησή του. Με άλλα λόγια, το κράτος γίνεται απόλυτος
υπηρέτης του πολίτη ανεξάρτητα από την εθνικότητα, θρησκεία, ή πολιτισμική ταυτότητά
του. Ένα τέτοιο κράτος έχει δύο κύριους άξονες: πρώτον, ένα απόλυτα ανοικτό και
ελεύθερο δημόσιο χώρο. Δεύτερον, την αποκέντρωση (devolution) και την ενίσχυση των
τοπικών κοινωνιών.
Κύριο στοιχείο της ουσιαστικής δημοκρατίας είναι η απο-αποικιοποίηση του δημόσιου χώρου
και των πολιτών από το κράτος και η ανάδειξη της κοινωνίας των πολιτών ως πυξίδα για τις
πολιτικές που το κράτος πρέπει ν’ ακολουθήσει. Μέσα από ένα ελεύθερο και ουσιαστικό
διάλογο στον ανοικτό δημόσιο χώρο, όπου επιτρέπεται και διασφαλίζεται η συμμετοχή
όλων, δημιουργούνται οι συνθήκες για τη συναίνεση και τη σύνθεση που απαιτούνται για
την αντιμετώπιση της σημερινής σκληρής πραγματικότητας που φέρνει μαζί της η
παγκοσμιοποίηση και ο παγκόσμιος ανταγωνισμός. Η επιβολή περιορισμών σ’ αυτή τη
διαδικασία είτε μέσω εφαρμογής απηρχαιωμένων κανόνων είτε μέσω του τεχνολογικού,
οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού αποκλεισμού, τραυματίζουν την ουσιαστική
δημοκρατία και διαταράσσουν την κοινωνική συνοχή των σημερινών πολυπολιτισμικών
δημοκρατιών. Είναι ακριβώς μέσα από την ελεύθερη συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο που
εξασφαλίζεται η νομιμοποίηση του κράτους και της πολιτικής που ακολουθεί. Περαιτέρω, με
αυτό τον τρόπο ο πολίτης και η κοινωνία των πολιτών νιώθουν ότι συμμετέχουν ουσιαστικά
στη δημιουργία των κανόνων του δημοκρατικού παιγνιδιού. Με άλλα λόγια, η ανοιχτή
κοινωνία και ο ανοιχτός δημόσιος χώρος δημιουργούν τις συνθήκες για να γίνει ο πολίτης
«συγγραφέας» των κανόνων κι, έτσι, ν’ αποβάλει το αίσθημα ότι είναι απλά όργανο στα
χέρια του κράτους χωρίς συμμετοχή στις αποφάσεις που διέπουν το μέλλον του. Αυτό το
αίσθημα ακριβώς είναι που έχει οδηγήσει και σε απαξίωση της πολιτικής- ένα φαινόμενο
άκρως ανησυχητικό για τη δημοκρατία. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να υλοποιηθεί ο
δεύτερος άξονας του «έθνους των πολιτών»: η αποκέντρωση. Η απο-αποικιοποίηση,
δηλαδή, της τοπικής αυτοδιοίκησης από την κεντρική κρατική εξουσία. Το μεγάλο
εγχείρημα της αποκέντρωσης στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί ξεκάθαρο παράδειγμα της
κατεύθυνσης στην οποία κινούνται οι ευρωπαϊκές χώρες και η Ευρώπη ως συλλογικότητα.
Το παραδοσιακό «έθνος-κράτος» χαρακτηριζόταν από μια εμμονή σε μια στενή έννοια της
κυριαρχίας και της έννοιας ενότητα. Έτσι, είχαν δημιουργηθεί φοβίες για το καινούργιο και
την αυτονόμηση των πολιτών του. Η έννοια του «ενιαίου» έχει γίνει ένα είδος «φετίχ», το
οποίο δεν επιτρέπει τη λήψη ρηξικέλευθων πρωτοβουλιών για αντιμετώπιση των
αυξανόμενων προκλήσεων που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση, η επικοινωνία και η
παγκόσμια μετακίνηση πληθυσμών. Το «ενιαίο κράτος» υπονοεί τον σχεδόν απόλυτο
κεντρικό κρατικό έλεγχο που, αναπόφευκτα, οδηγεί σε «αποικιοποίηση» της πολιτικής,
οικονομικής και κοινωνικής ζωής από
την κεντρική εξουσία. Στις σημερινές συνθήκες, λοιπόν, το νοηματικό σχήμα του «ενιαίου
κράτους» είναι ξεπερασμένο. Η αποκέντρωση του κλασσικού ευρωπαϊκού ενιαίου κράτους,
του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι καθοδηγητική και σαφής. Το «έθνος των πολιτών»
χαρακτηρίζεται ακριβώς από την ιδιαίτερη σημασία που δίνει στην εξέλιξη και ενίσχυση της
τοπικής αυτοδιοίκησης και των τοπικών κοινωνιών, η οποία οδηγεί και σε ενίσχυση της
ουσιαστικής δημοκρατίας, αφού μπορεί να αντιμετωπίσει το δημοκρατικό έλλειμμα που
σήμερα παρατηρείται. Όπως εξηγούσε στις 25/3/2001 ο Καθηγητής Κωνσταντίνος
Τσουκαλάς στον ΠΟΛΙΤΗ, «η δημοκρατία πρέπει να λειτουργήσει σε πολύ περισσότερα
επίπεδα απ’ εκείνα τα οποία λειτουργούν σήμερα. Ο ρόλος του πολίτη είναι ακριβώς να
επιμείνει στην ανάγκη να συμμετέχει σε όσο το δυνατό περισσότερα επίπεδα λήψης
αποφάσεων. Κι αυτό μπορεί να γίνει τόσο σε τοπικό επίπεδο, σε επίπεδο γειτονιάς, σε
επίπεδο πόλης, σε επίπεδο περιοχής, σε επίπεδο κράτους, σε επίπεδο Ευρώπης. Δηλαδή,
υπάρχουν πολλαπλά επίπεδα στα οποία υπάρχει αντικειμενική δυνατότητα να οργανωθούν
συμμετοχικές διαδικασίες». Για να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός, η αποκέντρωση του κράτους,
η διάχυση, δηλαδή, εξουσιών και υποχρεώσεων προς τις τοπικές κοινωνίες, είναι
προϋπόθεση. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται οι συνθήκες για να ωριμάσει η κοινωνία
των πολιτών και να γίνει πραγματικός φορέας εκσυγχρονιστικών ιδεών. Ταυτόχρονα, η
αποκέντρωση του κράτους αναδεικνύει και ενισχύει τον επιτελικό και κοινωνικό του ρόλο,
σε αντίθεση με τον ρόλο του «αποικιοκράτη», ο οποίος και υποχωρεί.
Συμπερασματικά, το «έθνος-κράτος», ως μοντέλο διεύθυνσης των κοινωνιών,
μεταλλάσσεται δραματικά. Η ευρωπαϊκή εμπειρία δεικνύει ότι το «έθνος-κράτος»
παραχωρεί σταδιακά τη θέση του στο «έθνος των πολιτών», το οποίο χαρακτηρίζεται από
αυτό που ο Χάπερμας ονομάζει «δημοκρατικό συνταγματικό πατριωτισμό» εξασφαλίζοντας,
ταυτόχρονα, το δικαίωμα των πολιτών να απολαμβάνουν την ιδιαίτερη πολιτισμική και
εθνική ταυτότητά τους, χωρίς αυτό να γίνεται εμπόδιο για την κοινωνική συνοχή. Η πορεία
της Ευρώπης για ενοποίηση φαίνεται να ακολουθεί αυτό το μοντέλο. Θα ήταν
οπισθοδρομικό αν τα κράτη-μέλη της και όσα κράτη θέλουν να συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό
ενοποιητικό εγχείρημα αποδειχθούν ανίκανα να την παρακολουθήσουν.
*Ο Φίλιππος Σαββίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας/Διεθνολόγος στο University of Utah,
ΗΠΑ και Επιστημονικός Συνεργάτης του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής
Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)