Συνεντευξη του β.γκουρογιαννη στη καθημερινη, 3 μαη 2009...
* Γιατί τώρα ένα μυθιστόρημα με θέμα τις μάχες της Κύπρου το 1974;
– Είναι μια ιδέα που μ’ έτρωγε από παλιά, σαν ανοιχτή πληγή. Στην ουσία, την είχα από το 1974, αλλά δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Ημουν κι εγώ στρατιώτης τότε, υπηρετούσα στη Θράκη. Οταν έγινε η τουρκική εισβολή, ως μονάδα μπήκαμε σε πολεμικό κλίμα, πήραμε το ρίγος του πολέμου. Ακούγαμε τι γίνεται στην Κύπρο από τα τρανζίστορ και για τα παιδιά της γενιάς μου το αδιανόητο είχε γίνει πραγματικότητα. Θα μπορούσα να είχα βρεθεί στη θέση των παιδιών που πολέμησαν, αν υπηρετούσα σε άλλη μονάδα. Βέβαια, το βιβλίο γράφτηκε πολύ γρήγορα, μέσα σε ενάμιση χρόνο. Ηταν κάτι σαν έκρηξη, δεν το είχα δρομολογήσει, και, φυσικά, πέρα από την προσωπική μου υπόθεση το Κυπριακό είναι μια τεράστια πληγή για την Ελλάδα…
* Ναι, αλλά εσείς στέκεστε σε μια συγκεκριμένη πτυχή του θέματος με την οποία κανένας συγγραφέας έως τώρα δεν είχε ασχοληθεί…
– Στέκομαι στις ανοιχτές πληγές της ελληνικής ιστορίας. Οι νεκροί της Κύπρου είναι μία από αυτές, αλλά η Ελλάδα, ως κοινωνία απαίδευτη, απωθεί ό,τι δεν την κολακεύει. Παραμένει όμως μια πληγή την οποία κλείσαμε πρόχειρα, κι όταν το κάνεις αυτό κινδυνεύεις να πάθεις γάγγραινα.
* Δηλαδή, οι Αμερικανοί, που γύρισαν ένα σωρό ταινίες για το Βιετνάμ κι έγραψαν άλλα τόσα βιβλία γι’ αυτό, ξόρκισαν το φάντασμα;
– Αν κρίνω από τη λογοτεχνία και το σινεμά τους, ναι, το έχουν δουλέψει. Μόνο που για τους Ελληνες, η Κύπρος έχει μιαν άλλη τραγικότητα: δεν πήγαμε σε μια ξένη, μακρινή χώρα να πολεμήσουμε, στους αδελφούς μας πήγαμε, νιώσαμε εμείς οι ίδιοι την απειλή, και στο τέλος οι μάχες που έδωσαν όλα εκείνα τα παιδιά αγνοήθηκαν απ’ όλους. Λένε όλοι ότι τότε δεν πολέμησε κανένας κι επιπλέον τους στρατευμένους που βρέθηκαν στην Κύπρο τους κατηγορούν συχνά ότι ήταν πιόνια των χουντικών. Κι όμως, είχαμε συνολικά 4.000 νεκρούς – συμπεριλαμβανομένων και των αγνοουμένων, διότι για μένα είναι νεκροί όλοι τους. Εχουμε πολλούς ανθρώπους με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, ανάπηρους. Ειδικά η ΕΛΔΥΚ και οι Κύπριοι καταδρομείς, υπό τις εντολές Ελλήνων αξιωματικών, πολέμησαν με σθένος κι έκαναν ζημιά στον τουρκικό στρατό. Οι Τούρκοι έκαναν επιθέσεις σε μπουλούκια, είχαν όμως γενναίους αξιωματικούς. Σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι αξιωματικοί στην Κύπρο, διότι οδηγούσαν τις επιθέσεις ακάλυπτοι, καλώντας τους φαντάρους με σφυρίχτρα. Στη δική μας περίπτωση είχαμε πολλούς νεκρούς φαντάρους, διότι σε αυτούς περίσσευε η γενναιότητα. Στο βιβλίο αναφέρω, χωρίς να ονοματίζω, την περίπτωση ενός Ελληνα αξιωματικού που εγκατέλειψε τους στρατιώτες του στη μάχη. Τους είπε, «έχω παιδιά, κάντε ό,τι θέλετε», πήρε το τζιπ με τον ασύρματο και γύρισε πίσω. Αποτέλεσμα; Ολος ο λόχος κηρύχτηκε προσωρινά αγνοούμενος. Ενας βετεράνος διαβιβαστής μού επιβεβαίωσε το συγκεκριμένο περιστατικό. Ο συγκεκριμένος αξιωματικός έγινε υποστράτηγος κι εκπαιδευτής στη Σχολή Ευελπίδων. Οι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ έστειλαν πολλές αναφορές στο ΓΕΕΘΑ σχετικά με το περιστατικό αλλά αγνοήθηκαν.
Εμπειρίες
* Μιλήσατε με βετεράνους, κάνατε έρευνα πραγματολογική; Παραθέτετε και μια μικρή βιβλιογραφία στο τέλος…
– Υπάρχουν δυο-τρεις σύνδεσμοι βετεράνων, οι οποίοι έχουν και κάποιες αντιπαλότητες μεταξύ τους – τα γνωστά ελληνικά φαινόμενα. Ομως δεν απευθύνθηκα στα προεδρεία των συνδέσμων, αλλά σε κάποιους ανθρώπους που είχαν τέτοιες εμπειρίες. Συναναστρεφόμουν βετεράνους της Κύπρου από παλιά, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει το δράμα τους. Σιγά σιγά άρχισα να μπαίνω στην ψυχολογία τους. Εχω συναντήσει συναδέλφους δικηγόρους που πολέμησαν, ανθρώπους καθ’ όλα φυσιολογικοί μέσα στο δικαστήριο, στη δουλειά τους, στην όλη συμπεριφορά τους. Οταν όμως η συζήτηση πήγαινε στο Κυπριακό, ξέφευγαν τελείως κι έλεγαν απίθανα πράγματα. Ακουγα τις διηγήσεις τους, αλλά η πολύχρονη εμπειρία μου ως δικηγόρου με βοήθησε να μπορέσω να ξεχωρίσω τι μπορεί να είναι πραγματικό και τι φαντασία. Ως δικηγόρος οφείλεις να λαμβάνεις υπόψη σου τα γεγονότα και των δύο πλευρών, κι αυτή μου η εμπειρία μέτρησε εδώ.
* Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι και αυτός δικηγόρος, κι έχει ένα σκοτεινό μυστικό από τη θητεία του στην Κύπρο…
– Ναι, είναι αυτή η αντίφαση: συγκροτημένη προσωπικότητα, επιτυχημένος και επώνυμος δικηγόρος, πρόεδρος συνδέσμου που διοργανώνει συνέδριο στην Κύπρο όπου συμμετέχουν και Τούρκοι βετεράνοι. Αλλά ο άνθρωπος αυτός κρύβει ένα σκοτεινό μυστικό που αποκαλύπτεται στο τέλος, μέσα από την υπαρξιακή κρίση που περνάει. Αυτό το υπαρξιακό ζήτημα βρίσκεται στον πυρήνα του βιβλίου. Δεν είναι ιστορικό ή πολιτικό μυθιστόρημα, αλλά ένα κείμενο που μιλά για την υπαρξιακή αγωνία αυτών των ανθρώπων και κατ’ επέκταση ολόκληρης της χώρας.
Το δικό μας Βιετνάμ
* Ενας από τους ήρωες του βιβλίου χαρακτηρίζει την Κύπρο το «δικό μας Βιετνάμ»…
— Ναι, πολλοί το πιστεύουν αυτό. Οπως πολλοί Αμερικανοί του Βιετνάμ, έτσι και Ελληνες της Κύπρου επέστρεψαν με ψυχολογικά προβλήματα, όπως επίσης με σοβαρά προβλήματα με ναρκωτικά…
* Δεν ακούστηκε βετεράνοι, π.χ., του 1922 ή του ’40 ή και του Εμφυλίου να γύρισαν στα σπίτια τους με ψυχολογικά προβλήματα. Ηταν απλώς ταμπού τότε αυτή η συζήτηση;
– Οχι, δεν ήταν ταμπού αλλά με τους βετεράνους της Κύπρου συμβαίνει το εξής: Μπήκαν στον πόλεμο σαν υπνοβάτες. Ηταν ένας σκληρός αλλά ολιγοήμερος πόλεμος. Μετά επέστρεψαν σε μια Ελλάδα που ζούσε το μεθύσι της μεταπολίτευσης, σε μια Ελλάδα με κάποια ευμάρεια, ειδικά σε σχέση με το 1922 ή το 1940-49. Οπως γράφω στο βιβλίο, «η μελαγχολία θέλει ραχάτι». Οσοι γύρισαν από τη Μικρά Ασία και το Αλβανικό ή τον Γράμμο, μπήκαν αμέσως στη βιοπάλη, πεινούσαν, έπρεπε να φάνε. Επειτα, εκείνες οι γενιές ήταν ψημένες στον πόλεμο, στην Κατοχή, όλ’ αυτά ήταν μέσα στη ζωή τους. Για τη δική μου γενιά, ένας πόλεμος ήταν κάτι αδιανόητο και ειδικά για όσους πολέμησαν ήταν ένας πόλεμος σοκ. Γι’ αυτό και είχαμε και κάποιες αυτοκτονίες από βετεράνους της Κύπρου. Αλλά ψυχολογικά προβλήματα έχουν και πολλοί Τούρκοι βετεράνοι.
Αγριότητες στρατιωτώνΣτο βιβλίο θίγετε και μιαν άλλη ευαίσθητη πτυχή: τις ακρότητες που διέπραξαν Ελληνες στρατιώτες στην Κύπρο…
– Σε κάθε πόλεμο, κάθε στρατός κάποια στιγμή θα διαπράξει αγριότητες. Κάναμε πολλά τέτοια το ’22, όπως και το ’64, στους τουρκοκυπριακούς θύλακες στην Κύπρο. Αλλά τις μαζικές εκτελέσεις του ’64 τις έχουμε λίγο πολύ παραδεχθεί. Για εκείνες του ’74 δεν μιλάει κανένας. Κι όμως, εκτελέσαμε και γυναικόπαιδα σε κάποια χωριά, έως και μωρά δεκαέξι ημερών εκτελέσαμε. Είναι αυτά που λένε οι βετεράνοι μεταξύ τους αλλά που ποτέ δεν γράφονται. Και, όπως είπα, δεν υπάρχει στρατός σε πόλεμο που να μην έχει μερίδιο στην κτηνωδία.
* Από την άλλη πλευρά, κάπου στο βιβλίο στηλιτεύετε την τάση σήμερα να μιλάμε για τα αίσχη που διαπράξαμε σε βάρος των άλλων, ότι αυτό είναι μια μόδα. Με δεδομένο ότι είστε ο συγγραφέας του «Ασημόχορτου», όπου πραγματεύεστε τον αφανισμό των Τσάμηδων, δεν είναι λίγο αντιφατικό;
– Αυτοσαρκάζομαι είναι η αλήθεια, όμως, σκεφτείτε ότι όταν εγώ έγραψα το «Ασημόχορτο» κανένας δεν μιλούσε γι’ αυτά τα πράγματα. Το ρίσκο ήταν μεγάλο, θα μπορούσε να θεωρηθεί αντεθνικό βιβλίο. Σήμερα, όλο αυτό γίνεται λίγο εκ του ασφαλούς, επικρατεί μια υπερβολή, μια μόδα που δεν ξεκινάει από κάπου βαθιά. Πάντως, σε αυτό το βιβλίο δεν λέω τίποτα διαφορετικό απ’ όσα λένε οι ίδιοι οι βετεράνοι κάθε φορά που τους θυμούνται στις επετείους και τους δίνουν λόγο στην τηλεόραση. Αυτό που επαναλαμβάνουν είναι ότι τους ξεχάσαμε. Κι έχουν δίκιο.
* Εχουν κάποιοι από αυτούς διαβάσει το χειρόγραφο του μυθιστορήματος;
* Οχι, δεν το έδωσα σε κανέναν και δεν ξέρω πώς θα αντιδράσουν. Νομίζω όμως ότι, τελικά, το βιβλίο τους δικαιώνει. Βέβαια, ο πρώτος στόχος μου ήταν αυτή η δικαίωση να έρθει διά της λογοτεχνικής οδού. Αλλιώς θα έγραφα απλώς ένα ντοκουμέντο.