pornopapos
Ενεργό Μέλος
- Εγγρ.
- 9 Ιαν 2009
- Μηνύματα
- 42.180
- Like
- 34
- Πόντοι
- 366
Η ανοχή και η ανευθυνότητα
Αναδημοσίευση από
Συζητώντας για την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη και στην Ελλάδα θα πρέπει να έχει κανείς κατά νου δύο βασικά πράγματα: πρώτον, ότι χρειάζεται καθαρό μυαλό για να ορίσει την «Ακροδεξιά» και τα συστατικά της στοιχεία, τα οποία μπορεί να εντοπίζονται στον λόγο και στη δράση άλλων πολιτικών χώρων• δεύτερον, ότι η άνοδος τέτοιων φαινομένων είναι εν τέλει ένα περιοδικό φαινόμενο που συσχετίζεται με διάφορους παράγοντες, πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα.
Ξεκινώντας από το δεύτερο, είναι αποκαλυπτική η αναδρομή στο σχετικά πρόσφατο ευρωπαϊκό παρελθόν με αφορμή την εκλογή του πατέρα Λεπέν στη Γαλλία το 1984. Θορυβημένο το Ευρωκοινοβούλιο αποφάσισε τη σύνταξη έκθεσης για τη διερεύνηση της ανόδου του φασισμού και του ρατσισμού στην Ευρώπη. Ο αείμνηστος Δημήτρης Ευρυγένης, ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, ανέλαβε το δύσκολο έργο. Η έκθεσή του αποτελεί και σήμερα ένα κλασικό ανάγνωσμα για την κατανόηση του φαινομένου. Στις διαπιστώσεις της υπογραμμίζεται η εκλογή ατόμων που μπορούν να χαρακτηριστούν «Ακροδεξιά» μέσα από τους συνδυασμούς διαφόρων κομμάτων. Οτι τέτοιου είδους ομάδες και άτομα αναπτύσσουν βίαιη, ακόμη και δολοφονική δράση, που συσχετίζεται με την υπερβολική ανοχή του κράτους που συνεπάγεται την υποβάθμιση της συνταγματικής τάξης. Ακόμη παρατηρείται η προώθηση ενός «επιστημονικού ρατσισμού», ο οποίος στηρίζεται σε γενικεύσεις, μύθους και επινοήσεις και υιοθετεί τη φυσική διαφοροποίηση με όρους φυλής και καταγωγής μεταξύ των πληθυσμών. Τέλος, κύρια θέση έχει η προώθηση ή εξύμνηση μιας «εξαγνιστικής ή λυτρωτικής βίας». Αμεσο αποτέλεσμα όλων αυτών στο κοινωνικό πεδίο, η διάδοση της ξενοφοβίας και η ένταση μεταξύ πλειονότητας και μειονοτήτων. Ο φόβος για το μέλλον και η διάδοση προκαταλήψεων μέσα από τα ΜΜΕ. Η περιφρόνηση και η εχθρότητα προς τις μεταναστευτικές ομάδες, οι διακρίσεις στην αναζήτηση κατοικίας και εργασίας και στην πρόσβαση στην παροχή υπηρεσιών, οι επιθέσεις. Τα παραπάνω γράφτηκαν πριν από 26 χρόνια και είναι πιο επίκαιρα παρά ποτέ για την Ελλάδα.
Το δεύτερο ζήτημα είναι τα επί μέρους στοιχεία του ακροδεξιού φαινομένου. Αυτό που έκανε ορατούς τους (νεο)ναζιστές στο πολιτικό τοπίο των δημοσκοπήσεων είναι η μετατόπιση προς τα δεξιά του πολιτικού λόγου όλων των κομμάτων, από την Κεντροαριστερά προς τη λαϊκή Δεξιά, με κύρια αναφορά το μεταναστευτικό. Οπως σημείωνε και ο Ευρυγένης τη δεκαετία του 1980, την Ακροδεξιά την υπέθαλψε η ανοχή των κυβερνήσεων. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, όπως υπογραμμίζει η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, «την Ακροδεξιά την έχει εκθρέψει η ανοχή των ελληνικών αρχών στις βιαιότητες των μελών της αλλά και τα δύο ως σήμερα μεγάλα κόμματα που έχουν συρθεί στη ρατσιστική ατζέντα της χρησιμοποιώντας μια μανιέρα διαρκούς κινδυνολογίας». Πολλά είναι τα παραδείγματα του είδους αυτού από την πρόσφατη επικαιρότητα (βλ. τα «κέντρα κλειστής κράτησης», την «υγειονομική βόμβα», τις «σκούπες», τον φράκτη του Εβρου κτλ.) που κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση. Οι μετανάστες καθίστανται λοιπόν εξαρχής «άρρωστοι», «εγκληματίες» ή «ανεπιθύμητοι» και το κράτος αλλά και ο καθένας μπορεί έτσι να τους αντιμετωπίζει σε μια εξαιρετική κατάσταση απόκλισης από τα όσα επιτάσσει η συνταγματική μας τάξη. Ετσι η επικινδυνότητα αναβαθμίζεται σε αυτοτελές κριτήριο που συνδέεται με την αλλοδαπότητα.
Η άνοδος λοιπόν της Ακροδεξιάς δεν συντελείται μόνο στα γραφεία και στις ιστοσελίδες των χρυσαυγιτών και άλλων παρόμοιων ομάδων, τα μέλη των οποίων συχνά ατιμώρητα - ορισμένες φορές υποβοηθούμενα από άντρες των σωμάτων ασφαλείας - διαπράττουν πράξεις βίας κατά αθώων (μεταναστών, μουσουλμάνων κ.ά.), αλλά υποβοηθείται στα κοινοβουλευτικά σαλόνια, τρέφοντας φόβους και μύθους, νομοθετώντας αντίθετα στο δίκαιο. Τι θα έλεγε ο Ευρυγένης σήμερα βλέποντας το τηλεοπτικό σποτ του κόμματός του που διακηρύσσει τον φόβο προς τους μετανάστες με κραυγές πολέμου; Ή την προεκλογική δέσμευση για κατάργηση του νόμου για την ιθαγένεια από περισσότερα κόμματα της Δεξιάς αλλά και την υπονόμευσή του από την πλευρά του ΠαΣοΚ; Περιττεύουν οι αναφορές στον λόγο του ΛΑΟΣ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Ασφαλώς οι διαπιστώσεις αυτές δεν καθιστούν τα κόμματα ακροδεξιά. Τα επιχειρήματα όμως που βασίζονται σε λανθασμένες πραγματολογικές και νομικές βάσεις ρίχνουν άφθονο νερό στον μύλο της ξενοφοβίας και του ρατσισμού ως προθάλαμο της βίας. Ο λόγος αυτός είναι πολεμικός και βαθιά διχαστικός και γι΄ αυτό αντιδημοκρατικός. Προετοιμάζει ανθρώπους να «πολεμήσουν», χωρίς γνώση αλλά με φανατισμό. Η ανευθυνότητά του έγκειται στο ότι δεν προετοιμάζει πολίτες μιας κοινότητας ανθρώπων, υπονομεύει το κράτος δικαίου και τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Με την έννοια αυτή, ακροδεξιά χαρακτηριστικά έχουν νομιμοποιηθεί σε πολλούς χώρους και για την άμεση αντιμετώπισή τους απαιτούνται εργαλεία ανάλυσης αλλά και μέθοδοι δράσης μέσα από διαδικασίες ενίσχυσης της πλουραλιστικής και ουσιαστικής δημοκρατίας.
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Αναδημοσίευση από
Συζητώντας για την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη και στην Ελλάδα θα πρέπει να έχει κανείς κατά νου δύο βασικά πράγματα: πρώτον, ότι χρειάζεται καθαρό μυαλό για να ορίσει την «Ακροδεξιά» και τα συστατικά της στοιχεία, τα οποία μπορεί να εντοπίζονται στον λόγο και στη δράση άλλων πολιτικών χώρων• δεύτερον, ότι η άνοδος τέτοιων φαινομένων είναι εν τέλει ένα περιοδικό φαινόμενο που συσχετίζεται με διάφορους παράγοντες, πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα.
Ξεκινώντας από το δεύτερο, είναι αποκαλυπτική η αναδρομή στο σχετικά πρόσφατο ευρωπαϊκό παρελθόν με αφορμή την εκλογή του πατέρα Λεπέν στη Γαλλία το 1984. Θορυβημένο το Ευρωκοινοβούλιο αποφάσισε τη σύνταξη έκθεσης για τη διερεύνηση της ανόδου του φασισμού και του ρατσισμού στην Ευρώπη. Ο αείμνηστος Δημήτρης Ευρυγένης, ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, ανέλαβε το δύσκολο έργο. Η έκθεσή του αποτελεί και σήμερα ένα κλασικό ανάγνωσμα για την κατανόηση του φαινομένου. Στις διαπιστώσεις της υπογραμμίζεται η εκλογή ατόμων που μπορούν να χαρακτηριστούν «Ακροδεξιά» μέσα από τους συνδυασμούς διαφόρων κομμάτων. Οτι τέτοιου είδους ομάδες και άτομα αναπτύσσουν βίαιη, ακόμη και δολοφονική δράση, που συσχετίζεται με την υπερβολική ανοχή του κράτους που συνεπάγεται την υποβάθμιση της συνταγματικής τάξης. Ακόμη παρατηρείται η προώθηση ενός «επιστημονικού ρατσισμού», ο οποίος στηρίζεται σε γενικεύσεις, μύθους και επινοήσεις και υιοθετεί τη φυσική διαφοροποίηση με όρους φυλής και καταγωγής μεταξύ των πληθυσμών. Τέλος, κύρια θέση έχει η προώθηση ή εξύμνηση μιας «εξαγνιστικής ή λυτρωτικής βίας». Αμεσο αποτέλεσμα όλων αυτών στο κοινωνικό πεδίο, η διάδοση της ξενοφοβίας και η ένταση μεταξύ πλειονότητας και μειονοτήτων. Ο φόβος για το μέλλον και η διάδοση προκαταλήψεων μέσα από τα ΜΜΕ. Η περιφρόνηση και η εχθρότητα προς τις μεταναστευτικές ομάδες, οι διακρίσεις στην αναζήτηση κατοικίας και εργασίας και στην πρόσβαση στην παροχή υπηρεσιών, οι επιθέσεις. Τα παραπάνω γράφτηκαν πριν από 26 χρόνια και είναι πιο επίκαιρα παρά ποτέ για την Ελλάδα.
Το δεύτερο ζήτημα είναι τα επί μέρους στοιχεία του ακροδεξιού φαινομένου. Αυτό που έκανε ορατούς τους (νεο)ναζιστές στο πολιτικό τοπίο των δημοσκοπήσεων είναι η μετατόπιση προς τα δεξιά του πολιτικού λόγου όλων των κομμάτων, από την Κεντροαριστερά προς τη λαϊκή Δεξιά, με κύρια αναφορά το μεταναστευτικό. Οπως σημείωνε και ο Ευρυγένης τη δεκαετία του 1980, την Ακροδεξιά την υπέθαλψε η ανοχή των κυβερνήσεων. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, όπως υπογραμμίζει η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, «την Ακροδεξιά την έχει εκθρέψει η ανοχή των ελληνικών αρχών στις βιαιότητες των μελών της αλλά και τα δύο ως σήμερα μεγάλα κόμματα που έχουν συρθεί στη ρατσιστική ατζέντα της χρησιμοποιώντας μια μανιέρα διαρκούς κινδυνολογίας». Πολλά είναι τα παραδείγματα του είδους αυτού από την πρόσφατη επικαιρότητα (βλ. τα «κέντρα κλειστής κράτησης», την «υγειονομική βόμβα», τις «σκούπες», τον φράκτη του Εβρου κτλ.) που κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση. Οι μετανάστες καθίστανται λοιπόν εξαρχής «άρρωστοι», «εγκληματίες» ή «ανεπιθύμητοι» και το κράτος αλλά και ο καθένας μπορεί έτσι να τους αντιμετωπίζει σε μια εξαιρετική κατάσταση απόκλισης από τα όσα επιτάσσει η συνταγματική μας τάξη. Ετσι η επικινδυνότητα αναβαθμίζεται σε αυτοτελές κριτήριο που συνδέεται με την αλλοδαπότητα.
Η άνοδος λοιπόν της Ακροδεξιάς δεν συντελείται μόνο στα γραφεία και στις ιστοσελίδες των χρυσαυγιτών και άλλων παρόμοιων ομάδων, τα μέλη των οποίων συχνά ατιμώρητα - ορισμένες φορές υποβοηθούμενα από άντρες των σωμάτων ασφαλείας - διαπράττουν πράξεις βίας κατά αθώων (μεταναστών, μουσουλμάνων κ.ά.), αλλά υποβοηθείται στα κοινοβουλευτικά σαλόνια, τρέφοντας φόβους και μύθους, νομοθετώντας αντίθετα στο δίκαιο. Τι θα έλεγε ο Ευρυγένης σήμερα βλέποντας το τηλεοπτικό σποτ του κόμματός του που διακηρύσσει τον φόβο προς τους μετανάστες με κραυγές πολέμου; Ή την προεκλογική δέσμευση για κατάργηση του νόμου για την ιθαγένεια από περισσότερα κόμματα της Δεξιάς αλλά και την υπονόμευσή του από την πλευρά του ΠαΣοΚ; Περιττεύουν οι αναφορές στον λόγο του ΛΑΟΣ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Ασφαλώς οι διαπιστώσεις αυτές δεν καθιστούν τα κόμματα ακροδεξιά. Τα επιχειρήματα όμως που βασίζονται σε λανθασμένες πραγματολογικές και νομικές βάσεις ρίχνουν άφθονο νερό στον μύλο της ξενοφοβίας και του ρατσισμού ως προθάλαμο της βίας. Ο λόγος αυτός είναι πολεμικός και βαθιά διχαστικός και γι΄ αυτό αντιδημοκρατικός. Προετοιμάζει ανθρώπους να «πολεμήσουν», χωρίς γνώση αλλά με φανατισμό. Η ανευθυνότητά του έγκειται στο ότι δεν προετοιμάζει πολίτες μιας κοινότητας ανθρώπων, υπονομεύει το κράτος δικαίου και τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Με την έννοια αυτή, ακροδεξιά χαρακτηριστικά έχουν νομιμοποιηθεί σε πολλούς χώρους και για την άμεση αντιμετώπισή τους απαιτούνται εργαλεία ανάλυσης αλλά και μέθοδοι δράσης μέσα από διαδικασίες ενίσχυσης της πλουραλιστικής και ουσιαστικής δημοκρατίας.
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.