Πριν από δύο μήνες, σε άρθρο μου που δημοσιεύθηκε στην aixmi.gr, σχολίαζα την άνοδο του νεοναζισμού στην Ελλάδα, σημειώνοντας πως η λύση του προβλήματος είναι η καλύτερη εκπαίδευση των νέων και η συσπείρωση όλων των κομμάτων σε ενιαίο μέτωπο κατά της Χρυσής Αυγής.
Δυστυχώς, οι καιροί με προσπέρασαν. Είναι πια ξεκάθαρο πως τη συγκεκριμένη παράταξη δεν μπορούμε να την αντιμετωπίζουμε με πολιτικούς όρους. Τη μία μέρα τους βλέπουμε να ανεμίζουν τα λάβαρα της Χούντας, την άλλη να αλληλο- χαιρετιούνται φασιστικά και στο τέλος να κατουράνε έξω από το Μega.
Όσο οι πολιτικοί μας αναλώνονται στις τρόικες και τα χαράτσια, το νεοναζιστικό συνονθύλευμα του μίσους και της ημιμάθειας γιγαντώνεται. Και επειδή οι παράνομες δράσεις του τείνουν να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο, είναι καιρός το κράτος να αντιδράσει.
Προσέξτε. Όχι η κυβέρνηση ή τα κόμματα, αλλά το κράτος.
Γιατί, ως γνωστόν, τα κράτη ή επιβάλλονται ή καταρρέουν…
Η αστυνομία, οι δικαστικές αρχές και όλοι οι συντεταγμένοι θεσμοί του κράτους πρέπει να αρχίσουν να τους ασκούν πίεση. Αρκετά κάτσαμε με σταυρωμένα τα χέρια.
Σε κάθε τους παρανομία πρέπει να είμαστε εκεί. Σε κάθε τους βανδαλισμό, αυτόφωρο. Σε κάθε τους πογκρόμ κατά μεταναστών, αυτόφωρο. Σε κάθε τους κατούρημα, αυτόφωρο.
Δεν γίνεται να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Η ιστορία μας διδάσκει πως αυτά τα φαινόμενα πρέπει να τα καταπολεμάμε από την αρχή.
Οι ιστορικοί έχουν χαλάσει τόνους μελάνι εξηγώντας την περίοδο του «κατευνασμού» (appeasement) στη Γερμανία. Τότε που οι αρχές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης πίστευαν πως η μόδα του Εθνικοσοσιαλισμού, αργά ή γρήγορα θα περάσει, και άφηναν τον Χίτλερ να δρα ανενόχλητος. Ή αργότερα που, ενώ οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις απέκλειαν το ενδεχόμενο του πολέμου, ξύπνησαν ένα πρωί και είδαν τη Βέρμαχτ να παρελαύνει στη Βαρσοβία.
Και παρόλο που δεν γίνεται να εξισώνουμε τον Χίτλερ με τον Μιχαλολιάκο, ή τον Γκέμπελς με τον Παππά, θα είναι κρίμα αν και εμείς ξυπνήσουμε ένα πρωί και συνειδητοποιήσουμε πως αφήσαμε τα ιδανικά μας απροστάτευτα μπροστά στους Χρυσαυγίτες.
Μην έχει κανείς μας ψευδαισθήσεις. Άμα συνεχίσουμε να παίζουμε με τη φωτιά, στο τέλος θα καούμε.