Ως πολιτικό σχήμα, η Χρυσή Αυγή ακολουθεί την επικοινωνιακή πρακτική του Χίτλερ: απόλυτα απλοϊκά και εξωφρενικά μηνύματα αυτιστικού μίσους, έμφαση στην κακία (που είναι απείρως πιο κατανοητή από την καλοσύνη), ιερουργία στον τρόμο και στη βία (που είναι λυτρωτικά εύκολη σε σχέση με τη συνύπαρξη), εν τέλει υπόσχεση μιας «οριστικής απάλειψης των ανθρώπινων προβλημάτων» διά του χειρουργικού φόνου (δεν είναι τυχαίο πως αποκαλούν τους μετανάστες «καρκίνωμα» – ακριβώς όπως ο Χίτλερ του Εβραίους). Η πρόταση αυτή είναι διαχρονικά κυρίαρχη σε κοινωνίες απελπισίας και φτώχιας: οι απελπισμένοι νέοι θα βρίσκουν ταυτότητα (επί της ουσίας, θα ταυτοποιούν τον τρόμο τους) εντασσόμενοι στις γραμμές τους, θα συγκροτούν τάγματα εφόδου, θα σφάζουν όποιον θεωρούν «εχθρό», «ξένο» και «προδότη», θα δέρνουν όποιον εκφράζει αντίλογο, θα ουρλιάζουν «Ελλάδα, ρε» σε κάθε απόπειρα λογικής διερώτησης και ο «απλός κόσμος» θα τους χειροκροτεί – «επιτέλους», θα λένε, «κάποιος λέει τα πράγματα με το όνομά τους» (που επί της ουσίας είναι μη όνομα). Αυτός ο απλός κόσμος είναι η πολιτική στοχοθεσία των νεοναζί: είναι ο ίδιος κόσμος που επί χρόνια βρίζει μανάδες αντιπάλων στα γήπεδα, θεωρεί πως η μόρφωση είναι ξιπασιά, πως η τέχνη είναι πληγή και χειροκροτεί περιχαρής τον Λαζόπουλο. (Ας πούμε, δεν είναι τυχαίο πως ο γηπεδικός κόσμος θεωρεί διαχρονικά τον on air ξυλοδαρμό μια «αληθινή πράξη» μέσα στην «ξεφτίλα των ψεμάτων»: είναι χαρακτηριστικό πως ένα μεγάλο μέρος των νέων σήμερα, όταν βλέπουν έναν ξυλοδαρμό στο δρόμο ή στην τηλεόραση, κραυγάζουν με ηδονή «σούτια», δίχως καν να τους νοιάζει ποιοι δέρνουν ποιους.)