Περί την 3ην πρωινήν ώραν της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο εν Αθήναις Πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι, επεσκέφθη εις την εν Κηφισσία οικίαν του τον Πρωθυπουργόν Ιωάννην Μεταξάν, όπως επιδώση εις τούτον το Ιταλικόν τελεσίγραφον.
Τα της επιδόσεως του τελεσιγράφου, ο Πρεσβευτής Γκράτσι, περιγράφει ως κάτωθι:
«Εν τω μεταξύ από κοινού μετά των γραμματέων και των στρατιωτικών ακολούθων ελήφθησαν όλα τα αναγκαία μέτρα δια την εκτέλεσιν του θλιβερού καθήκοντος που είχεν ανατεθή εις την πρεσβείαν, καθώς και δια την προστασίαν των συμφερόντων της ιταλικής παροικίας των Αθηνών και του Πειραιώς. Απεδώσαμεν ιδιαιτέραν προσοχήν εις το να ληφθούν όλαι αι προφυλάξεις.
Είναι πάντως εύκολον να φαντασθή τις, τι επερίμενε την πρεσβείαν αν παρείχεν έστω και την μικροτέραν λαβήν να κατηγορηθή ότι είχεν αφήσει να διαφύγη το μυστικόν.
Δεδομένου ότι ο στρατηγός Μεταξάς διέμενεν εις την Κηφισσίαν, εν προάστειον παραθερισμού εις απόστασιν δεκαπέντε περίπου χιλιομέτρων από του κέντρου των Αθηνών, απεφασίσαμεν, δια να αποφύγωμεν να κινήσωμεν την προσοχήν, πράγμα όπερ θα συνέβαινεν ίσως αν εθεάτο εις τοιαύτην ώραν το αυτοκίνητον της πρεσβείας, να επιχειρήσωμεν την διαδρομήν με το ολιγότερον θεαματικόν αυτοκίνητον του στρατιωτικού ακολούθου, ο οποίος μάλιστα θα το διηύθυνεν ο ίδιος. Συμπερελάβομεν μόνον τον διερμηνέα δια να συνεννοηθή με τον σκοπόν.
Την ωρισμένην ώραν, εις τας τρείς παρά δέκα, ευρισκόμεθα έξω από την είσοδον της μικράς επαύλεως εις την οποίαν διέμενεν ο Μεταξάς. Ο διερμηνεύς ανέφερεν εις τον σκοπόν ότι ο Πρεσβευτής της Ιταλίας ήθελε να κάμη εις τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως επείγουσαν ανακοίνωσιν. Ο χωροφύλαξ ήρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι. Ουδείς όμως ήκουε. Επεριμέναμεν και οι τρείς μας ολίγα λεπτά της ώρας, άτινα μας εφαίνοντο ατελείωτα, με την καρδίαν σφιγμένην εις την σκέψιν, ότι το καθήκον μας καθίστα συνενόχους μιας τιαύτης ατιμίας.
Εις το τέλος ο ίδιος ο Μεταξάς ενεφανίσθη εις μίαν μικράν θύραν της υπηρεσίας, με αναγνώρισε και διάταξε να μου επιτραπή η είσοδος. Οι δύο συνοδοί μου παρέμειναν εις τον δρόμον.
Ο Μεταξάς ήτο ενδεδυμένος δια νυκτερινού επενδύτου μέσα από τον οποίον εφαίνετο το κολλάρο ενός βαμβακερού νυκτικού. Μου έσφιξε την χείρα και με ωδήγησεν εις μικράν αίθουσαν υποδοχής, ήτις θα ηδύνατο να υπάρχη εις την οικίαν οιασδήποτε οικογενείας μικροαστού. Μόλις εκαθήσαμεν του είπον ότι η κυβέρνησίς μου με είχεν επιφορτίσει να τω επιδώσω μίαν επείγουσαν ανακοίνωσιν, χωρίς να προσθέσω τίποτε άλλο, και του έδωσα το έγγραφον.
Ο Μεταξάς ήρχισε να το αναγιγνώσκη. Αι χείρες του κατά την ανάγνωσιν του κειμένου έτρεμον ελαφρά και δια μέσου των διοπτρών του είδα τους οφθαλμούς του δακρύζοντας, όπως συνέβαινεν όταν ευρίσκετο υπό το κράτος συγκινήσεως.
Ο Έλλην Πρωθυπουργός όταν ετελείωσε την ανάγνωσιν του κειμένου, με προσέβλεψε και με φωνήν συγκεκινημένην, αλλά σταθεράν μου είπεν:
- Ώστε έχομεν πόλεμον;
- Εδόθη η απάντησις ότι τούτο δεν ήτο απαραίτητον και ότι η Ιταλική Κυβέρνησις ήλπιζεν, ότι η Ελληνική θα εδέχετο την αξίωσίν της και θα άφηνε τα Ιταλικά στρατεύματα να διέλθουν δια να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
- Και που είναι τα στρατηγικά σημεία, περί των οποίων ομιλεί η διακοίνωσις; Ηρώτησεν ο Έλλην Πρωθυπουργός.
- Δεν δύναμαι να σας είπω Εξοχώτατε. Η Κυβέρνησίς μου δεν με επληροφόρησε. Εκείνο το οποίον γνωρίζω είναι ότι το τελεσίγραφον εκπνέει την 6ην ώραν.
- Εν τοιαύτη περιπτώσει η διακοίνωσις αύτη αποτελεί κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
- Όχι Εξοχώτατε, είναι τελεσίγραφον.
- Είναι ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
- Αλλά θα παράσχετε βέβαια τας ευκολίας τας οποίας ζητεί η κυβέρνησίς μου.
- «ΟΧΙ» απάντησεν ο Έλλην Πρωθυπουργός. Δεν δύναται ουδέ λόγος καν να γίνη περί ελευθέρας διελεύσεως. Ακόμη όμως, εξηκολούθησεν, και αν υπετίθετο ότι έδιδα μίαν τοιαύτην διαταγήν – διαταγήν την οποίαν δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω, είναι τώρα τρείς το πρωί. Πρέπει να ετοιμασθώ να κατέβω εις τας Αθήνας, να εξυπνήσω τον βασιλέα, να καλέσω τον υπουργόν των Στρατιωτικών και τον Αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου, να θέσω εις κίνησιν όλας τας στρατιωτικάς τηλεγραφικάς υπηρεσίας, ούτως ώστε μία τοιαύτη απόφασις να καταστή δυνατόν να γίνη γνωστή εις τα πλέον προκεχωρημένα τμήματά μας εις τα σύνορα. Όλα αυτά είναι πρακτικά αδύνατα. Η Ιταλία η οποία δεν μας παρέχει καν την δυνατότητα να εκλέξωμεν μεταξύ πολέμου και ειρήνης, κυρήσσει ουσιαστικώς τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος. Έπειτα, εγειρόμενος και υποδεικνύων εις τον Ιταλόν Πρεσβευτήν ότι η συνομιλία των είχε τελειώσει, προσέθεσεν, «πολύ καλά λοιπόν έχομεν πόλεμον».
Την στιγμήν εκείνην εμίσησα το επάγγελμά μου, το οποίον μοι επέβαλε ένα τόσον θλιβερόν και ταπεινωτικόν καθήκον. Υπεκλίθην με βαθύτατον σεβασμόν πρό του υπερηφάνου γέροντος, ο οποίος δεν εδίστασεν ουδ’ επί στιγμήν να εκλέξη δια την Πατρίδα του την οδόν της θυσίας αντί της ατιμώσεως και απεχώρησα.