Το να είσαι προβλέψιμος είναι κατάρα
Επιμέλεια: Αντώνης Καρπετόπουλος
ο διήμερο του Τσάμπιονς λιγκ είδαμε τα παθήματα δυο εξ των πλέον προβεβλημένων προπονητών της εποχής μας: του "προφήτη" Πεπ Γκουαρντιόλα που είδε τη Μπάγερν του να συντρίβεται από τη Ρεάλ Μαδρίτης στο Μόναχο και του "Special One" Ζοζέ Μουρίνιο. που θα δει ένα ακόμα τελικό από τον καναπέ του κι ας γίνεται αυτός στη Λισσαβώνα, δηλαδή στο σπίτι του. Τα παθήματα αυτά είναι μια ωραία ευκαιρία για να θυμίσουμε ποιος είναι ο ρόλος και η σημασία του προπονητή σε μια ομάδα.
Και ο Γκουαρντιόλα και ο Μουρίνιο έχουν γράψει πολλές από τις σελίδες του μοντέρνου μας ποδοσφαίρου αλλά θα πρέπει να ευγνωμονούν και λίγο την τύχη τους. Ο Πεπ είναι προϊόν του θερμοκηπίου της Μπαρτσελόνα – τον εμπιστεύθηκε νεαρότατο ένας πολύ μεγάλος σύλλογος και τον γαλούχησε με σκοπό να αναλάβει την πρώτη ομάδα.
Μετά το τέλος μιας καριέρας με άδοξο τρόπο, (μια τιμωρία για ντόπινγκ και κάποιες παρουσίες σε μη πρωταγωνίστριες του καμπιονάτο, σε ομάδες της Σαουδικής Αραβίας και του Μεξικού δεν είναι κάτι που ο ίδιος θέλει να θυμάται…), ο Γκουαρντιόλα εξαργύρωσε με τον καλύτερο τρόπο το γεγονός ότι υπήρξε αρχηγός της μεγάλης Μπαρτσελόνα του Κρόιφ: τον πήραν πίσω, τον φρόντισαν, του έδωσαν τη δυνατότητα να μάθει δουλεύοντας στα τμήματα υποδομής.
Ο Πεπ, με την αυστηρότατη αρχικά καθοδήγηση του Γιόχαν Κρόιφ άρπαξε την ευκαιρία χτίζοντας με τη βοήθεια της μοίρας μια καταπληκτική ομάδα στην οποία συνυπήρξε μια εξαιρετικά ταλαντούχα παρέα κι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του καιρού μας.
Ο Γκουαρντιόλα αφουγκράστηκε την απαίτηση των οπαδών για ένα συγκεκριμένο είδος επιθετικού ποδοσφαίρου, ενθάρρυνε την πρωτοβουλία και την κατοχή της μπάλας – πράγμα που αποτελούσε το αγαπημένο παιγνίδι των παικτών του ήδη από τον καιρό που αυτοί ξεχώριζαν στα τμήματα υποδομής, σεβάστηκε το παρεάκι κάνοντας ελάχιστες μεταγραφές και απομακρύνοντας σε χρόνο ρεκόρ σολίστες που δεν προσαρμόζονταν.
Στην ωριμότερη στιγμή της καριέρας του άλλαξε το ρόλο του Μέσι, ζητώντας του να παίζει και φορ και δεκάρι, αλλά η ικανότητα με την οποία αυτός ανταποκρίθηκε στη σύνθετη αυτή αποστολή είχε να κάνει με τη δική του σπάνια κλάση κι όχι με κάποιο σχέδιο του κόουτς που τον διευκόλυνε: θα λεγα το αντίθετο. Ο Μέσι ξόδεψε τόσο πολύ ενέργεια για να ανταποκριθεί στην εξαιρετικά δύσκολη αυτή θέση, που μοιάζει σαν να έχει παίξει δέκα πρωταθλήματα σε πέντε χρόνια.
Το χτίσιμο του μύθου
Ο Μουρίνιο έχτισε το μύθο του μόνος του κυρίως γιατί έπεισε ένα σπουδαίο παράγοντα, τον πρόεδρο της Πόρτο Ντα Κόστα να τον εμπιστευτεί, παρά τα σχετικά φτωχά του προηγούμενα και την αποτυχία του στην Μπενφίκα. Κέρδισε με περιπετειώδη τρόπο ένα κύπελλο UEFA κι ένα Τσάμπιονς λιγκ, στο οποίο πάντως η μεγάλη του επιτυχία ήταν ένας αποκλεισμός της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε μια μεταβατική για την ομάδα του Φέργκιουσον χρονιά.
Η στιβαρότητα της Πόρτο και η τεράστια σιγουριά του Μου χτίστηκαν ωστόσο, κυρίως χάρη στις νίκες στην Πορτογαλία – νίκες που είχαν τη σφραγίδα του προέδρου Ντα Κόστα: αυτός τον έφτιαξε όπως και άλλους πολλούς.
Στη συνέχεια ο Μουρίνιο είχε την τύχη να διαχειριστεί τρία τεράστια πορτοφόλια: του Αμπράμοβιτς, που για χάρη του ξόδεψε στην Τσέλσι περιουσίες, του Μάσιμο Μοράτι που δεν του χάλασε κανένα χατίρι στην Ιντερ, και της Ρεάλ που τον φώναξε για να φρενάρει την Μπάρτσα. Ο Πορτογάλος τα κατάφερε να επιβιώσει σχεδόν παντού και να κάνει και επιτυχίες: όλες όμως οι ομάδες που δούλεψε του παρείχαν σχεδόν τα πάντα.
Παραδόξως αυτό το γεγονός τον έκανε ακόμα πιο πολύ φοβιτσιάρη, ακόμα πιο πολύ λάτρη της άμυνας, ακόμα πιο πολύ καταστροφέα του παιγνιδιού. Το στρες που συχνά νοιώθεις όταν δουλεύεις για απαιτητικά αφεντικά τον κατέβαλε: πλέον παίζει τα κρίσιμα ματς με σκοπό να μην χάνει βασιζόμενος σε τρόπους εντυπωσιακά προβλέψιμους.
Συνεπείς στα πιστεύω τους
Και οι δυο φέτος δεν τα πήγαν και άσχημα, αφού παραμένοντας εξαιρετικά συνεπής στα πιστεύω τους κατάφεραν να πείσουν τους ποδοσφαιριστές τους να υπακούσουν στα θέλω τους – πράγμα που δείχνει ότι έχουν προσωπικότητα. Ο Γκουραντιόλα μετέτρεψε την περσινή θριαμβεύτρια Μπάγερν σε κλώνο της δικής του Μπαρτσελόνα και για μήνες έσπειρε τον πανικό στην Ευρώπη.
Ο Μουρίνιο έπεισε μια ομάδα που πέρυσι έπαιζε με τον Μπενίτες πολύ ελεύθερα, να μάθει να παίζει άμυνα και να χαίρεται για αυτό τόσο πολύ, ώστε να αδιαφορεί για το επιθετικό κομμάτι. Στα ημιτελικά του Τσάμπιονς λιγκ την πάτησαν και οι δυο, αλλά μην κάνετε το λάθος να πιστεύετε ότι το πρόβλημά τους είναι το σύστημα που ακολουθούν.
Την πάτησαν γιατί υπερεκτίμησαν τη δυνατότητα της δικής τους προσφοράς και της δικής τους στρατηγικής αδιαφορώντας για το πιο σημαντικό, δηλαδή για το πώς θα διορθώσουν αδυναμίες που σχετίζονται και με την προπόνηση και με την νοοτροπία. Δηλαδή με τα δυο σημαντικότερα στοιχεία της δουλειάς ενός προπονητή.
Στον Γκουαρντιόλα διέφυγε η λεπτομέρεια ότι το μεγάλο ξόδεμα ενέργειας που υποχρεώνονται οι ομάδες του να κάνουν εξαιτίας του παιγνιδιού που διδάσκει, έχει ως συνέπεια να φτάνουν τον Απρίλιο στο χειρότερο επίπεδο φυσικής κατάστασης. Η Μπάγερν, όπως ακριβώς και η Μπαρτσελόνα του, εμφανίστηκε στους ημιτελικούς άδεια από ενέργεια: το παιγνίδι της έγινε προβλέψιμο, κουραστικό, στατικό ακριβώς γιατί δεν υποστηρίζονταν από τρεξίματα, δηλαδή από πρέσινγκ, κίνηση χωρίς τη μπάλα, πρωτοβουλία και συνεργασίες. Η μεγάλη Μπάρτσα δεν ανέτρεψε ποτέ της αποτέλεσμα στα ημιτελικά, η Μπάγερν όταν βρέθηκε στην ανάγκη να το κάνει διαλύθηκε.
Ο Μουρίνιο από την άλλη, εγκλωβίστηκε στη λογική της «νίκης από την άμυνα», πίστεψε ότι το 0-0 στη Μαδρίτη ήταν ένα καλό αποτέλεσμα, ενώ ήταν η καταδίκη του. Αντί να προβληματιστεί για την επιθετική ανεπάρκεια της Τσέλσι και να χτυπήσει καμπανάκια τονίζοντας ότι η παθητικότητα είναι επικίνδυνη - ειδικά σε αυτό το επίπεδο – πανηγύριζε για το στριφνό παιγνίδι της ομάδας του κόντρα στη Λίβερπουλ και υπερασπίστηκε τις επιλογές του μιλώντας για κουτούς: κουτός είναι όποιος δεν καταλαβαίνει ότι το να είσαι προβλέψιμος στο ποδόσφαιρο είναι κατάρα. Η Μπάγερν ήταν προβλέψιμη λόγω κόπωσης, η Τσέλσι λόγω μυαλού: τα θελε και τα παθε.
Η συζήτηση για το αν οι τρόποι του Γκουαρντιόλα και του Μουρίνιο είναι τελικά ξεπερασμένοι είναι μια λάθος συζήτηση. Το πρόβλημα τους δεν είναι οι τρόποι: είναι ότι
και οι δυο δεν προσπάθησαν να διορθωθούν. Ο Γκουαρντιόλα έπρεπε να καταλάβει ότι το γεγονός ότι ποτέ μια ομάδα του δεν ανέτρεψε σκορ σε ημιτελικό δεν είναι τυχαίο: έπρεπε να κάνει καλύτερη διαχείριση των ποδοσφαιριστών του νωρίς – ίσως τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο έπρεπε να χάσει και κάποια ματς, αφού οι ήττες και αποφορτίζουν και δημιουργούν μια άγια ανασφάλεια. Ο Μουρίνιο από την πλευρά του έπρεπε να μάθει περνώντας από την Ισπανία την αξία του επιθετικού παιγνιδιού, τη σημασία του να έχεις μια ομάδα που να ξέρει ν ανοίγει και κλειστές άμυνες.
Δεν είναι πρόβλημα ούτε η «κατοχή», ούτε το «κατενάτσιο». Προβλήματα είναι η διαχειριστική επιπολαιότητα και η στενοκεφαλιά.
Και ο Γκουαρντιόλα και ο Μου έχουν στρατούς από υμνολόγους που τους αντιμετωπίζουν σαν Θεούς. Δεν είναι Θεοί, προπονητές είναι. Ο ρόλος ενός προπονητή σε καμία ομάδα δεν μετρά πιο πολύ από 25-30%. Στις αληθινά μεγάλες ομάδες μετρά και ακόμα λιγότερα. Στις πολύ μεγάλες χρήσιμος είναι όποιος προπονητής δεν είναι αυτοκαταστροφικός πιστεύοντας π.χ ότι ανακάλυψε το ποδόσφαιρο, κατέχει τη μια και μοναδική αλήθεια, όλα περιστρέφονται γύρω του κτλ κτλ…