Η έμπνευση του βασιλιά Κάρλο
Επιμέλεια: Αντώνης Καρπετόπουλος
Δεν ήθελα να γράψω τίποτα αμέσως μετά το τέλος του τελικού του Τσάμπιονς λιγκ γιατί είδα ένα ματς που με έβαλε σε σκέψεις και τις σκέψεις μου χρειάζομαι πάντα λίγο χρόνο για να τις βάλω σε μια σειρά. Ηταν ένας καλός τελικός γιατί προέκυψε ένας μεγάλος νικητής, η δέκα φορές πλέον Βασίλισσα Ρεάλ και ένας μεγάλος ηττημένος, η εκπληκτική φέτος Ατλέτικο.
Ηταν όμως και ένας τελικός με ένα μεγάλο παράδοξο: το σενάριο του τελικού της Λισσαβόνας μας χάρισε ένα ματς στο οποίο είδαμε ότι, από την μια, τα μειονεκτήματα μιας ομάδας για ενενήντα λεπτά μετατράπηκαν σε πλεονεκτήματα στα επόμενα τριάντα κι από την άλλη ότι οι αρετές του τελικά ηττημένου ήταν αυτές που τον καταδίκασαν.
Για να το πω διαφορετικά ο τρόπος που η Ρεάλ επέλεξε (ή υποχρεώθηκε) να παίξει το ματς θα μπορούσε να είναι η αιτία της ήττας της, πριν στην παράταση αποδειχτεί ο λόγος της θεαματικής της επικράτησης, ενώ από την άλλη η Ατλέτικο έφτασε ένα λεπτό από τον απόλυτο θρίαμβο, πριν τελικά πληρώσει πολύ ακριβά την στρατηγική επιλογή της να αμυνθεί, μαζικά, γενναία, αλλά και υπερβολικά.
Εκ των υστέρων είναι απλό να πεις τι έγινε: η Ρεάλ ποντάρει εξ αρχής στους σολίστες της όπως άλλωστε κάνει σε ολόκληρη τη σεζόν. Με καινοτομίες (αλλά και τακτικές ανορθοδοξίες) ο Κάρλο Αντσελότι βρίσκει τον τρόπο να τους χωρέσει στην ενδεκάδα όλους σχεδόν τους προικισμένους του παίκτες, δηλαδή και τον Μόντριτς, και τον Ντι Μαρία και τον Μπενζεμά και τον Μπέιλ και φυσικά τον Κριστιάνο Ρονάλντο: ο Μουρίνιο π.χ κάτι ανάλογο δεν το έκανε ποτέ.
Αν ήμασταν στη μέση της σεζόν οι συνεργασίες όλων αυτών θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα ένα θεαματικό επιθετικό παιγνίδι, αλλά είμαστε στα τέλη Μαϊου, οι παίκτες έχουν ελάχιστη ενέργεια προς κατανάλωση και η συνύπαρξη όλων αυτών έχει ως συνέπεια η άμυνα να είναι συχνά ακάλυπτη – πόσο μάλλον όταν για χάρη των κυνηγών πρέπει να τρέχει ο Κεντίρα που δεν έχει παιγνίδια στα πόδια του.
Στη Ρεάλ απομένουν ως λύση οι «μπούκες» των παικτών: κάνει δυο καλές στο πρώτο ημίχρονο ο Ντι Μαρία και μια ο Μπέιλ που χάνει την ευκαιρία του αγώνα. Αυτό το παιγνίδι δεν είναι ούτε θεαματικό, αλλά ούτε και αποδοτικό. Όταν ο Γκάμπι (κυρίως), αλλά και εργάτες πολυτελείας όπως ο Τιάγκο, ο Γκαρθία, ο Κόκε δίνουν βοήθειες στην άμυνα κυνηγώντας τους μέσους του Αντσελότι, η Ρεάλ μοιάζει χωρίς λύσεις.
Κι όταν ο Γκοντίν στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα εκμεταλλευόμενος την χειρότερη έξοδο που έχει κάνει ο Κασίγιας στην καριέρα του κανείς δεν βλέπει κάτι άδικο: στο γήπεδο υπάρχει μια ομάδα που θέλει να παίξει αλλά δεν μπορεί (δηλαδή η Ρεάλ) και μια που κάνει το αγαπημένο της αμυντικό παιγνίδι, ίσως με λιγότερη ένταση, αλλά με την ίδια πάντα προσήλωση.
Οποιος είναι στο γήπεδο περιμένει να δει τον Ιγιαραμέντι στη θέση του Κεντίρα – δηλαδή κάποιον να αντιτάξει δύναμη στη δύναμη του Γκάμπι (κυρίως), αλλά ο Αντσελότι έχει μια έμπνευση που τελικά μέτρησε καταλυτικά. Ο Ιταλός γνωρίζει ότι η Ατλέτικο δεν θα αντέξει στον ίδιο ρυθμό: ας μην ξεχνάμε ότι έχει πάρει μια ισοπαλία με κατάθεση ψυχής στην Βαρκελώνη μόλις μια εβδομάδα πριν.
Παραμονές του αγώνα μας έχει γίνει γνωστό από τους Ισπανούς δημοσιογράφους ότι ο Καρλέτο δοκιμάζει σχήματα με βασικούς κόφτες τον Μόντριτς (που παίζει καιρό τώρα όπως ο Πίρλο) και τον Ίτσκο (που θέλει πολύ φαντασία να τον σκεφτείς μπροστά από την άμυνα).
Ο Αντσελότι ρίχνει στο ματς τον Ιτσκο στη θέση του Κεντίρα και μαζί του τον Μαρσέλο, αντί του Κοεντράο που επιθετικές πρωτοβουλίες έχει πάρει ελάχιστες. Το σχήμα μοιάζει χωρίς ισορροπία, όμως το παιγνίδι στα τελευταία λεπτά γίνεται στο μισό γήπεδο, αφού η Ατλέτικο ταμπουρώνεται και μέχρι κι ο Βίγια γυρνά για να κυνηγήσει τον Ρονάλντο και τους υπόλοιπους.
Ο Αντσελότι είναι σαν να λέει ότι αν πρέπει να στρατοπεδεύσουμε στην αντίπαλη περιοχή ας το κάνουμε με όποιο τεχνίτη υπάρχει, χωρίς να σκεφτόμαστε την ανασταλτική δουλειά: αν το κακό είναι να γίνει θα γίνει. Η Ρεάλ εξακολουθεί να μην παίζει οργανωμένα, αλλά πλέον επισκέπτεται την περιοχή διαρκώς και έχει τρομάξει όσο χρειάζεται την κουρασμένη αντίπαλό της που παίζει μόνο με το χρονόμετρο.
Στο θρίλερ του τέλους μετρά μια λεπτομέρεια: ο Σιμεόνε με την απόλυτα λανθασμένη απόφασή του να ξεκινήσει τον τραυματία Ντιέγκο Κόστα έχει χάσει μια αλλαγή που στο τέλος θα ήταν πολύτιμη. Η Ατλέτικο ψάχνει ένα φρέσκο παίκτη να κρατήσει τη μπάλα και να φάει τα δευτερόλεπτα αλλά δεν υπάρχει αλλαγή: το παιγνίδι μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ κι όταν ο Ράμος στο 93΄ισοφαρίζει οι ουδέτεροι μιλάνε για δικαιοσύνη. Που ως γνωστόν είναι και τυφλή και σκληρή καμιά φορά.
Στην παράταση η Ατλέτικο δεν μπορεί να συνεχίσει κλεισμένη. Ο Αντριάν περπατάει, ο Βίγια δεν μπορεί να πρεσάρει, ο Γκάμπι έχει λειώσει, ο Τιάγκο δεν έχει άλλο να δώσει. Κουρασμένοι είναι και οι παίκτες του Αντσελότι: κουρασμένοι, αλλά με ποιότητα. Οποιος στέκεται ακόμα στα πόδια του επιχειρεί ένα τελευταίο μπάσιμο: αυτό του Ντι Μαρία είναι το πιο καθοριστικό αφού δίνει τη δυνατότητα στο Μπέιλ να κάνει το 2-1, αυτό του Μαρσέλο τελειώνει το ματς κι απομένει ένα του Ρονάλντο που θα κερδίσει πέναλτι και θα σκοράρει για το σόου.
Σε όλες αυτές τις φάσεις οι επιτιθέμενοι βρίσκουν χώρους γιατί η Ατλέτικο έχει χαθεί: όταν σταμάτησε να παίζει την ωραία μαζική της άμυνα δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει. Το 4-1 είναι υπερβολικό και άδικο. Όχι όμως και η νίκη της Ρεάλ. Ο πάγκος της είναι από τους πιο εκδηλωτικούς που έχω δει: πίσω από τον Αντσελότι τρεις – τέσσερις παίκτες δίνουν οδηγίες, ξεσηκώνουν την εξέδρα, προκαλούν αντιπάλους φωνάζοντας.
Στις εξέδρες πίσω τους ο Ραούλ, ο Χιέρο, ο Φίγκο, φωνάζουν σε όλο το ματς σαν παιδάκια, ενώ ακόμα κι ο Φλορεντίνο Πέρεθ μπήκε στο γήπεδο για να αγκαλιάσει πρώτο από όλους τον Ζινεντίν Ζιντάν. Η εισήγηση της πρόσληψης του Αντσελότι ήταν δική του και η τελική επιτυχία είναι και δική του.
Τους έβλεπα όλους για ένα βράδυ να πανηγυρίζουν μια νίκη που πέτυχαν υποφέροντας, να κλαίνε από ευτυχία ίσως γιατί έφτασαν δευτερόλεπτα πριν από μια ιστορική αποτυχία.
Από σήμερα θα είναι πάλι όλοι τους λίγο αλαζόνες και λίγο σνομπ, όπως ξέρουν να είναι. Γιατί είναι όλοι στην αυλή της Βασίλισσας, που μας αρέσει δεν μας αρέσει είναι η μεγαλύτερη ομάδα στην Ευρώπη και η μόνη με δέκα μεγάλες κούπες στη γιγάντια συλλογή της.