Κι ομως ΟΧΙ
Το λεξικό Μπαμπινιώτη δέχεται τον γενικό κανόνα ότι οι δάνειες λέξεις γράφονται κατά τον απλούστερο δυνατό τρόπο, ωστόσο για τα αντιδάνεια κάνει εξαίρεση, επειδή η απώτερη αρχή τους είναι ελληνική. Έτσι χαρίζει στη γλώσσα μας πλήθος απείρου κάλλους τύπους, όπως τσύμα τσύμα (διότι κύμα), τζύρος (διότι γύρος), ου μην αλλά και τζυριτζάντζουλα (επίσης γύρος), και τσηρώτο (κηρωτή) και στυφάδο (διότι τύφος) και τσαννάκι (αυτό θα το δούμε αναλυτικά παρακάτω). Το αποκορύφωμα του παραλογισμού φτάνει στη λέξη στιλ την οποία το καλό λεξικό γράφει στυλ· θα μου πείτε, κι άλλος πολύς κόσμος τη γράφει έτσι. Ναι, πράγματι. Ο παραλογισμός όμως δεν έγκειται στη γραφή, έγκειται στα επιχειρήματα με τα οποία υποστηρίζεται η γραφή στυλ. Ναι μεν αναγνωρίζει το λεξικό ότι σωστή γραφή είναι το stilus, ότι είναι λαθεμένη η ετυμολόγηση από στύλος, ότι είναι παρετυμολογία, αλλά, λέει, η καθιερωμένη γραφή με υ … υπαγορεύει να γράφεται ελληνικά το στυλ όπως και τα ξένα (γαλλ. style, αγγλ. style). Θα δείτε παρακάτω περιπτώσεις παρετυμολογίας των αρχαίων ημών προγόνων, όπως πλημμύρα, τις οποίες το καλό λεξικό διορθώνει –αλλά το στυλ, που είναι παρετυμολογία των Λατίνων, δεν το διορθώνει. Μονά ζυγά δικά μας, μήπως; (Δεν τολμώ να επισημάνω μια άλλη ασυνέπεια, δηλαδή ότι ο εστέτ και ο εστετισμός, εφόσον αντιδάνεια, θα έπρεπε κατά Μπαμπινιώτη να γράφονται αιστέτ και αιστετισμός. Μάλλον τους ξέφυγε, διότι δεν είναι περισσότερο εξωφρενικός ο αιστέτ από το τσηρώτο και τον τζύρο).
Ακόμα κι όταν η αντιδάνεια λέξη έχει περάσει από σαράντα κύματα και έχει αλλάξει τόσο ώστε να είναι σχεδόν αγνώριστη η αρχική της προέλευση, το καλό λεξικό δεν δέχεται την απλούστερη γραφή. Στο λήμμα γαρύφαλλο (που είναι αντιδάνειο, αφού το ενετικό garofalo ανάγεται στο ελλ. καρυόφυλλον) διαβάζουμε ότι προτιμάται η γραφή αυτή αντί του γαρίφαλο, παρά τα ισχυρά επιχειρήματα επειδή, αντιγράφω: θυμίζει το "ετυμολογικό ίνδαλμα" της αρχικής μορφής της λέξης. Βάλε λοιπόν δύο λάμδα σε ανάμνηση του ινδάλματος του φύλλου, που δεν υπάρχει, κι ας κινδυνεύει ο σημερινός αναγνώστης να ετυμολογήσει (και με το δίκιο του άλλωστε) τη λέξη από τον φαλλό, που είναι γαρύς ή ίσως βαρύς (ως γνωστόν, σε ορισμένα νησιώτικα ιδιώματα το γάμα και το βήτα εναλλάσσονται).