Όμορφα κείμενα, όμορφα γράφονται. Τώρα που τέλειωσαν τα δανεικά, μας έπιασαν οι πατριωτισμοί, κι ανακαλύψαμε πάλι την αξία της φυλής.
Αυτής που φέρθηκε στον τόπο μας, όπως δεν φέρθηκε ο χειρότερος κατακτητής. Αυτής, που κατέστρεψε τις πόλεις μας, που γέμισε αυθαίρετα τη φύση μας, που σκότωσε το τελευταίο ζωντανό της πλάσμα, που κορδώθηκε στα παρκαρισμένα τζιπ, και που της πασάρουν, τώρα με την κρίση, μόνο δυο κρέμες προσώπου ημερησίως. Αυτής, που σήμερα κόβει τα δέντρα από τις ρίζες, για να ζεσταθεί. Αυτής που την καταντήσαμε δημοσιουπαλληλική τζαμαχιρία κι ωρυόμαστε γιατί την βλέπουμε να πεθαίνει. Πιστεύαμε πως θα ζήσει για πάντα το έκτρωμα που δημιουργήσαμε, κι αντί να σηκώσουμε τα μανίκια να διορθώσουμε τα χάλια του, όσο ήταν καιρός, τα βάζουμε μ’ αυτούς που δεν μας δίνουν κι άλλα. Θαρρείς και θα πιάνανε τόπο στη χώρα με τα τόσα πιράνχας. Που κι όλο το χρυσάφι της γης να της δώσεις θα τα φάει σε σκυλάδικα και σε νυσταγμένους υπαλλήλους άχρηστων οργανισμών, που αν μπορούσαν να μην μπαίνουν στον κόπο να χτυπούν κάρτα, ακόμα καλύτερα.
Τη χώρα που τσάκισε τον παραγωγικό ιδιωτικό της τομέα, για να σώσει την δημόσια εκλογική της πελατεία. Που χώρισε τους εργαζόμενους σε κατηγορίες, δικών μας και μη. Που γέμιζε λεωφορεία, για να κατεβαίνουν στην Αθήνα σε προεκλογικές συγκεντρώσεις, δωρεάν, πλήρωνε βλέπεις το κόμμα. Ποιος πλήρωνε; Δες τώρα το λογαριασμό αγανακτισμένε, να δεις ποιος πλήρωνε. Α, ξέρω, δεν ήσουν εσύ προσωπικά. Ούτε εγώ ήμουν προσωπικά, φίλε, αλλά ο λογαριασμός ήρθε στο τραπέζι, αφού είχα την ατυχία να καθόμαστε μαζί.
Όμορφα κείμενα. Ψυχολογικά απωθημένα σε συσκευασία άποψης, που ξέφυγαν απ’ το περιθώριο και τον περίγελο και βρίσκουν χώρο, στα σάιτ, στις σκέψεις, στις συνειδήσεις μας. Που απαξιώνουν συλλήβδην συγγενικές μας κοινωνίες και πολιτισμούς. Μας φαίνονται μικροί οι άλλοι, κοντά στην μεγαλοπρέπειά μας. Κι ο θεός είναι έλληνας, άλλωστε, μην το ξεχνάμε.
Δεν θελήσαμε ποτέ να δούμε τους εαυτούς μας ως μέλη μιας ευρωπαϊκής οικογένειας, μείναμε τα καλομαθημένα κωλόπαιδα, που νομίζουν πως ο κόσμος τους χρωστάει, επειδή είναι ωραίοι και ξενυχτούν, όταν οι ξενέρωτοι κοιμούνται απ’ τις 9. Δεν δεχτήκαμε την σημερινή Ευρώπη ως αποτέλεσμα μιας γραμμής που οι λαοί της τράβηξαν ανάμεσα στο πριν και στο μετά. Αλλά μήπως δεχτήκαμε την Ευρώπη του διαφωτισμού, του ορθού λόγου, του διαχωρισμού των εξουσιών; Σιγά, που θα μας τα μάθουνε, αυτοί που τρώγανε βελανίδια. Ανατρέχουμε στα εγκλήματα περασμένων γενεών, για να καλύψουμε την ανικανότητα μας να σταθούμε στον σύγχρονο κόσμο. Δεν υπάρχει τομέας που να διακριθήκαμε, πέρα από την διαφθορά, τη λαμογιά, την αγένεια, το σκουπιδαριό, την αμορφωσιά, την μπουρδελοποίηση των πανεπιστημίων κι ένα σωρό άλλα, που δεν θα αφήσουμε να διορθωθούν ποτέ.
Να φύγουμε, να γυρίσουμε στη δραχμή, σου λέει ο ένας, και τρέχει στο ATM για να μην γίνουν δραχμές τα ευρώ του. Δεν θα υπάρχει διαφορά, μπορεί να είναι και καλύτερα, λέει ο δεύτερος, κι αγοράζει μακαρόνια για κάνα δυο μήνες. Επανάσταση, λέει ο τρίτος, και τραβά να πάρει τη σύνταξή του, 2.200 ευρώ, παρακαλώ, μη θίγετε τα κεκτημένα. Δε πα να δούλευε (δούλευε;) σε οργανισμό που έβαζε μέσα το κράτος, καλά έκανε. Ας το κάνουμε, λοιπόν, αδέρφια. Μην κωλώσει κανείς. Αποδεδειγμένα μπορούμε. Αποδεδειγμένα είμαστε ικανοί για κατασπατάληση δανείων, για πτώχευση, για χρεοκοπία, για εμφύλιο σπαραγμό, για να κάνουμε την χώρα μας Τσετσενία ή Σομαλία. Το να προσπαθήσουμε να την κάνουμε ένα ομότιμο, σύγχρονο δυτικό κράτος, δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό μας. Αντίκειται στην παπαδιάρικη ηθική μας, στο σταλινικό κέρινο ομοίωμά μας, στην ΑΝΑΡΧΟΑΥΤΟΝΟΜΗ θολούρα μας, στο εθνικιστικό μας ιδεώδες. Στο τσαγανό, στη μπέσα, στη μαγκιά μας, στο φιλότιμό μας, ρε αδερφέ, ορίστε, μια λέξη που δεν υπάρχει σ’ άλλες γλώσσες, αφού η δικιά μας, είναι η καλύτερη, όπως όλα μας άλλωστε. (Ποια γλώσσα χωράει πέντε φορές τη λέξη μαλάκας σε μια πρόταση;)
Εμπρός, λοιπόν, αδέρφια. Μην φοβάστε. Έχουμε την ντόπα στο DNA μας, και δεν μας πιάνει κανείς. Κι αν μας πιάσει, θα πάρουμε εννιά αναβολές και θα παραγραφούνε όλα. Θα πεινάσουμε βέβαια, αλλά θα πεινάσουμε ως αθώοι. Κι αν πεθάνουμε, θα πεθάνουμε με τα ιδανικά μας, αγνοί και πάλλευκοι, σαν κωλαράκια μωρού.