Μια μικρή περίληψη του "βιογραφικού" του Κατακαήμμενου....
Με την πανηγυρική εκλογή του Πάνου Καμμένου στην προεδρία έληξε χθες το ιδρυτικό συνέδριο των Ανεξαρτήτων Ελλήνων (ΑΝ.ΕΛΛ.). Σ’ αυτό το «γενετήσιο» συνέδριο –όπως το αποκάλεσε ο βουλευτής Αχαΐας κ. Νταβρής- κυριάρχησε βέβαια το «αντιμνημονιακό» κλίμα, αλλά αναπαράχθηκαν και όλα τα γνωστά ακροδεξιά στερεότυπα της εποχής περί «σιωνιστικού νεοταξισμού», περί «σιωνιστών και μασόνων», περί «σκουπιδιών μισελληνισμού», περί «εσωτερικών εχθρών», περί «εποικισμού» από τους μετανάστες και περί «διάλυσης του ελληνικού γένους». Ακόμα και ο μεταξικός «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός» πλασαρίστηκε ως στρατηγικός στόχος. Είναι αλήθεια ότι ο κ. Καμμένος έχει χτίσει ένα πολιτικό κόμμα κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Η ενασχόληση του σημερινού προέδρου των ΑΝ.ΕΛΛ. με τα κοινά ξεκίνησε από την ΟΝΝΕΔ την περίοδο της «σκληρής» αρχηγίας Βασίλη Μιχαλολιάκου.
Στη ΔΗΑΝΑ
Οι εκκαθαρίσεις στη νεολαία που προκάλεσε ο Μητσοτάκης όταν διαδέχτηκε τον Αβέρωφ οδήγησαν τον Καμμένο στη ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου, με την οποία πολιτεύτηκε στις εκλογές του 1990. Ο Καμμένος επανήλθε στη Νέα Δημοκρατία και τον Μάρτιο του 1991 ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης τον διόρισε πρόεδρο του Δ.Σ. της προβληματικής εταιρείας «Ελίντα ΑΒΕ» (Ιζόλα-Εσκιμό), την οποία «αποκρατικοποίησε», δηλαδή απέλυσε τους εργαζομένους της.
Η υπόθεση της «Ελίντα» θα συνοδεύει τον Καμμένο για πολλά χρόνια. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα τεθεί θέμα δίωξης του ίδιου και των μελών του Δ.Σ. με τις κατηγορίες της απιστίας, της απάτης, της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος και της πλαστογραφίας. Η άρση της ασυλίας του όμως θα απορριφτεί με μεγάλη πλειοψηφία από τη βουλή (24.5.1995 και 19.11.1997).
Από τις εκλογές του 1993 ο Πάνος Καμμένος εκλέγεται με άνεση στις λίστες της Νέας Δημοκρατίας. Διαθέτει μια αξιοπρόσεκτη οικονομική άνεση, την οποία του εξασφαλίζει η οικογένειά του (πατέρας και πεθερός), αλλά διαθέτει και μια προσωπική πολιτική ατζέντα, η οποία τον βοηθά να διατηρεί μια αυτόνομη πορεία. Από τη μια μεριά ενισχύει το νεοφιλελεύθερο προφίλ που απέκτησε με την υπόθεση των «αποκρατικοποιήσεων», από την άλλη ταυτίζεται με κάθε λογής δραστηριότητα του ακροδεξιού συρμού (βασιλικοί, χουντικοί κ.λπ.).
Τη διπλή αυτή επιλογή του ο Καμμένος την προβάλλει ευθύς μετά την εκλογή του στη Βουλή το 1993. Από τη μια μεριά εμφανίζεται στο πλευρό των ιδιοκτητών λεωφορείων που αντιδρούσαν στην άρση της ιδιωτικοποίησης των αστικών συγκοινωνιών από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ από την άλλη υμνεί τη χούντα και διεκδικεί την εύνοια της βασιλικής οικογένειας. Την επέτειο της 21ης Απριλίου 1994 ο κ. Καμμένος θα δηλώσει ότι πρέπει «να θέσουμε τέρμα στον πολιτικό ρατσισμό», εξηγώντας ότι αναφέρεται στην αποφυλάκιση των πραξικοπηματιών. Την ίδια χρονιά θα στηρίξει τον ΟΝΝΕΔίτη Καλαμπόκα που κατηγορούνταν για τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα και θα βρεθεί δίπλα στον «εθνικόφρονα ψεκαστή» Βρακά στο Αεροδικείο και το καλοκαίρι του 1995 είναι ένας από τους δέκα νεοδημοκράτες βουλευτές που ταξίδεψαν στο Λονδίνο για τον γάμο του Παύλου Γκλίξμπουργκ.
Κορυφαία στιγμή στην πολιτική δραστηριότητα του Πάνου Καμμένου είναι η έκδοση του βιβλίου «Τρομοκρατία, Θεωρία και Πράξη», το καλοκαίρι του 1992 (εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική). Το βιβλίο προλογίζει ο «σύμβουλος άμυνας και ασφαλείας» του Μητσοτάκη στρατηγός Γρυλλάκης, αλλά πίσω από τη συγγραφή του βρίσκεται ο κρυφός σύμβουλος του Καμμένου Γεώργιος Γεωργαλάς, υπουργός και επίσημος προπαγανδιστής της χούντας. Τις σχέσεις Καμμένου και Γεωργαλά θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί η Νέα Δημοκρατία στην προεκλογική περίοδο του 2012.
Σε βιβλίο του Γεωργαλά
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ολόκληρα αποσπάσματα του βιβλίου βρίσκονται αυτούσια σε προγενέστερο βιβλίο του Γεωργαλά, γραμμένο επί δικτατορίας («Πυρηνική Ειρήνη», Ελληνικός εκδοτικός οργανισμός, Αθήναι 1970). Οι πιθανές εξηγήσεις είναι μόνο δύο: είτε ο Γεωργαλάς είναι πράγματι ο συντάκτης της «Τρομοκρατίας» είτε το βιβλίο είναι εν μέρει προϊόν λογοκλοπής. Οσο για το περιεχόμενο του βιβλίου («αθλιότητα» θα το ονομάσει ο Ανδρέας Παπανδρέου), πρόκειται για ένα συμπίλημα χοντροκομμένων ανακριβειών (όπως η υποτιθέμενη δολοφονία του Κάρλος από την KGB) με στοιχεία μυθομανούς ενοχοποίησης στελεχών του ΠΑΣΟΚ («ο Κώστας Λαλιώτης είχε συλληφθεί, τότε που φορούσε σκουλαρίκια, να βάζει φωτιά στα Εξάρχεια»). Τον Δεκέμβρο του 1994 ο Καμμένος θα είναι ένας από τους πέντε βουλευτές που θα επισκεφτεί τον Κάρατζιτς και τον Μλάντιτς στο ορμητήριό τους στο Πάλε.
Λίγα χρόνια μετά θα παίξει ιδιαίτερο ρόλο στην υπόθεση Οτζαλάν, ενώ θα συναντηθεί ακόμα και με τον Ζεράρ ντε Βιλιέ για να τον βοηθήσει στη συγγραφή του σχετικού μυθιστορήματος. Τις αμφιλεγόμενες γνώσεις του για τη διεθνή τρομοκρατία ο Πάνος Καμμένος θα τις αξιοποιήσει μετά το 2002, αυτοπροτεινόμενος ως μάρτυρας στις δίκες για την υπόθεση του ΕΛΑ, με βάση τα «αρχεία της Στάζι». Η υπόθεση θα καταλήξει σε φιάσκο και οι κατηγορούμενοι θα απαλλαγούν.
Η εθνοκεντρική ενασχόληση του κ. Καμμένου θα διακοπεί μονάχα για λίγους μήνες, την περίοδο του πυρετού του Χρηματιστηρίου. Ακόμα και το κόμμα του συνταράζεται από την είδηση ότι ο βουλευτής τζιράρισε τότε 9,5 δισ. δρχ., ενώ και η δικαιολογία του ότι αυτό μπορεί να προέκυψε με την ανακύκλωση 50 μόλις εκατ. δεν βελτίωσε την εικόνα.
Για τα συνθήματα
Μέχρι τις παραμονές της δημιουργίας των ΑΝ.ΕΛΛ. ο κ. Καμμένος συνεχίζει την ίδια πορεία. Πιο κραυγαλέα περίπτωση, η αυτόκλητη εμφάνισή του στο Ναυτοδικείο τον Δεκέμβριο του 2011 για να υποστηρίξει τους λιμενικούς που τελικά καταδικάστηκαν επειδή φώναζαν στην παρέλαση ρατσιστικά συνθήματα του είδους «Τους λένε Σκοπιανούς, τους λένε Αλβανούς, τα ρούχα μου θα ράψω με δέρματα απ’ αυτούς».
Πώς συμβαδίζουν όλα αυτά με την πρόσφατη στροφή του κ. Καμμένου προς μια τακτική συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ; Κατά την εισαγωγική του ομιλία στο συνέδριο ο πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛΛ. αναφέρθηκε στο προηγούμενο της συνεργασίας του Ζέρβα με τον Βελουχιώτη για την ιστορική ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου το 1942. Μόνο που ξέχασε να προσθέσει ότι λίγα χρόνια αργότερα, το 1947, ως υπουργός Δημόσιας Τάξης ο Ζέρβας ήταν εκείνος που οργάνωσε και εκτέλεσε το ανθρωποκυνηγητό κατά των μελών του ΚΚΕ και των οπαδών της Αριστεράς, κατά την πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου.