Είναι ένας τύπος που έχει μανία με τις μηχανές και θέλει ν' αγοράσει μια Harley Davidson.
Ψάχνει σε όλα τα περιοδικά με μικρές αγγελίες, βάζει κι αυτός αγγελία και στο τέλος βρίσκει μία σε πολύ καλή τιμή. Πάει τη βλέπει, μιλάμε καλοδιατηρημένη, η μηχανή να δουλεύει τούρμπο, ούτε μια γρατζουνιά και το χρώμα της, σαν καινούριο.
- Θα σου πω ένα μυστικό, του λέει ο παλιός ιδιοκτήτης, όταν βρέχει να την αλείφεις με βαζελίνη και δεν θα ξεθωριάσει ποτέ το χρώμα.
Ο τύπος κατευχαριστημένος την αγοράζει, την καβαλάει κάνει τις βόλτες του κι επιστρέφει στο σπίτι.
Το ίδιο βράδυ, η κοπελιά του τον καλεί για πρώτη φορά σε δείπνο με τους δικούς της. Παίρνει λοιπόν τη μηχανή και πάει σπίτι της.
Η κοπέλα με το που τον υποδέχεται του λέει:
- Αγάπη μου, μην ανησυχείς που δεν θα μιλάει κανένας. Εδώ στο σπίτι το έχουμε έθιμο όποιος μιλήσει πρώτος να πλένει τα πιάτα. Κάνε κι εσύ το ίδιο να μην τα πλύνεις εσύ.
Μπαίνει λοιπόν στο σπίτι και βλέπει παντού βρώμικα πιάτα. Στην κουζίνα, στο διάδρομο, στο χωλ ακόμα και στα υπνοδωμάτια.
Στο σπίτι δε όλοι μα όλοι σιωπηλοί, άχνα δε βγάζανε.
Τρώνε σιωπηλοί το ορεκτικό, το κυρίως πιάτο, τη σαλάτα, τα μεζεδάκια, τρώνε το γλυκό τους, αλλά απόλυτη σιωπή.
Σκέφτεται ο νεαρός:
- Μα σοβαρά τώρα δεν πρόκειται να μιλήσει κανείς τους; Για να δούμε!
Παίρνει την κοπέλα την πετάει στον καναπέ και την περιποιείται καλά μπροστά στους δικούς της χωρίς αυτοί να πουν κουβέντα.
Βλέπει τότε και τη νεαρή θεία της κοπέλας, τη βάζει κι αυτή στον καναπέ και την περιποιείται μια χαρά. Αχνα και πάλι.
Βλέπει τότε την ώριμη αλλά καλοδιατηρημένη μαμά της κοπέλας, την βάνει κι αυτή κάτω και της πετάει τα μάτια όξω.
Κι ενώ σερβίρεται ο καφές, πάντα εν μέσω απόλυτης σιωπής, αλλά και έκδηλης αμηχανίας λόγω της τροπής που πήραν τα πράγματα, ακούγεται μια δυνατή βροντή. Κοιτάει ο φίλος μας από το παράθυρο, βλέπει πως ο καιρός είναι έτοιμος για βροχή οπότε βγάζει από τη τσέπη του τη βαζελίνη κι ετοιμάζεται να βγει να αλείψει τη μηχανή. Σηκώνεται τότε ο πατέρας και λέει:
- Ε, όχι φτάνει, θα τα πλύνω εγώ τα γ**ημένα πιάτα σήμερα!!!!