Να κάνουµε την παραδοχή ότι η ∆ικαιοσύνη κάνει τη δουλειά της; Να την κάνουµε. Αυτό το συµπέρασµα όµως δεν πρέπει να αφορά κάποιες περιπτώσεις, κάποιες εξαιρέσεις, αλλά τη γενική πεποίθηση ότι η ∆ικαιοσύνη είναι εδώ και λειτουργεί. Ας πούµε επιπλέον ότι έχουµε τις καλύτερες των προθέσεων για να της πιστώσουµε και ετοιµότητα και θεσµική θωράκιση και, κυρίως, το απαραίτητο στοιχείο για να λειτουργούν οι θεσµοί: τιµιότητα.
Αρκούν αυτές οι παραδοχές και η πλειοδοσία σε επίθετα ή χρειάζονται και κάποιες αποδείξεις; Το 70% και πλέον της κοινής γνώµης δηλώνει ότι δεν έχει εµπιστοσύνη στην ελληνική ∆ικαιοσύνη. Οι αποτιµήσεις του έργου της µε ευρωπαϊκά κριτήρια µετά βίας αγγίζουν τη βάση. Το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, σύµφωνα µε απόφαση του ίδιου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είναι άκρως προβληµατικό. Η δε τιµωρία της διαφθοράς από τη ∆ικαιοσύνη µοιάζει µε αντιδικία κρυφών εραστών: είναι σε όλα θορυβώδης, αλλά έχει στοιχεία έρωτα και συµπόρευσης.
Η ∆ικαιοσύνη δεν ξεδιπλώνεται στην εκδίκαση διαζυγίων ή στις διεκδικήσεις ενός µέτρου γης µεταξύ αντιδίκων, αλλά στις περιπτώσεις που έχει να κάνει µε την εξουσία και τους οικονοµικά ισχυρούς. Εκεί αποκαλύπτεται κιόλας.
Ποια από τις µεγάλες υποθέσεις σκανδάλων µε πρωταγωνιστές πολιτικά πρόσωπα, «επώνυµους» ή βαρόνους της οικονοµικής ελίτ έκλεισε συνοδευόµενη από τον θόρυβο που κάνουν τα κλειδιά στο κελί µιας φυλακής; Καµία. Το σκάνδαλο Siemens, για το οποίο υπήρχαν ακόµη και καταθέσεις του Χριστοφοράκου για υπερτιµολογήσεις και µίζες, έκλεισε χωρίς ένοχο. Οι δικογραφίες για τα εξοπλιστικά προγράµµατα, για τα οποία αποκαλύφθηκε µέχρι και ευθεία σχέση µεταξύ Εισαγγελίας ∆ιαφθοράς και εµπόρων όπλων, κατέληξαν σε αθωώσεις. Το σκάνδαλο µε το πόθεν έσχες του ζεύγους Μητσοτάκη, τις offshore και τα σπίτια του Bολταίρου έκλεισε µε αβλεψίες των ελεγκτών του Σ∆ΟΕ αλλά και της εισαγγελέα που δεν τις είδε. Το σκάνδαλο της Novartis, για το οποίο αποζηµιώθηκε και το αµερικανικό δηµόσιο και οι µάρτυρες (ναι, αυτοί οι «κουκουλοφόροι» µάρτυρες), κατά την εγχώρια ∆ικαιοσύνη δεν ήταν σκάνδαλο. Αυτή η ∆ικαιοσύνη άλλωστε διαπόµπευσε και έσυρε σε δικαστικές περιπέτειες εισαγγελείς και δηµοσιογράφους σε µια προσπάθεια να αντιστρέψει τους όρους του ενόχου.
Ακόµη και όταν οι «επώνυµοι» υφίστανται τη βάσανο των διώξεων, ανοίγουν διάφορα παράθυρα νόµων και ερµηνειών τους για να δραπετεύσουν από τη δύσκολη πραγµατικότητα. Τις περισσότερες φορές, δε, έχουν πληρώσει µεγάλα ποσά σε δικηγόρους, καθηγητές της Νοµικής µε προσβάσεις αλλά και δικαστές. Το γεγονός ότι δεν έχουµε περιπτώσεις εξιχνίασης χρηµατισµών δικαστών δεν είναι απόδειξη ότι δεν υπάρχουν, αλλά µάλλον ότι το σύστηµα λειτουργεί άψογα.
Η τιµή της ∆ικαιοσύνης µπορεί να διασώζεται κάποιες φορές από έντιµους δικαστές και εισαγγελείς που δεν τιµολογούνται, αλλά τον ρυθµό δίνουν κάποιοι ανέντιµοι και, στην καλύτερη περίπτωση, δειλοί.
Σύµπτωµα του προβλήµατος που υπάρχει στη ∆ικαιοσύνη είναι τα συνδικαλιστικά όργανα των δικαστών, των δικαστών και εισαγγελέων ή των εισαγγελέων σκέτο. Υπάρχουν βλέπετε πολλά όργανα που διεκδικούν εκτός από συνδικαλιστική δράση και ρόλο συνοµιλητή (για να µη χρησιµοποιήσω πιο σκληρή λέξη) µε την εξουσία. Τα συνδικαλιστικά αυτά όργανα, παρότι αυτοπροσδιορίζονται ως επιστηµονικοί φορείς, στην πραγµατικότητα παίζουν δύο ρόλους: ή πολιτικολογούν καθορίζοντας µε τον τρόπο αυτό ρόλο παράγοντα που πρέπει να συνυπολογίζει η κυβέρνηση ή µετατρέπονται σε συντεχνιακό ανάχωµα για να µην ακουµπήσει ο έλεγχος κάποιον που δεν θέλουν.
Την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ µια από τις ενώσεις αυτές είχε µετατραπεί σε όργανο αντιπολιτευτικής πίεσης εναγκαλισµένο µε τη Ν∆. Σε δεκάδες περιπτώσεις οι οποίες αφορούν δηµόσια κριτική η οποία ασκείται σε δικαστικούς λειτουργούς, αν ο κρινόµενος είναι σε «προστασία», τότε η κριτική χαρακτηρίζεται από τις ενώσεις ως προσπάθεια να θιγεί το κύρος του δικαστή ή παρέµβαση στο έργο του. Γιατί σε αντίθεση µε ό,τι προβλέπει το καθήκον του δικαστή, οι ενώσεις δικάζουν και βγάζουν αποτέλεσµα χωρίς ανάγκη στοιχείων, αθωώνοντας πάντα όποιον συνάδελφό (τους) ελέγχεται.
Η πρακτική αυτή όχι µόνο δεν ευνοεί σε τίποτε τη ∆ικαιοσύνη, αλλά γίνεται και όπλο του κάθε διεφθαρµένου που ξέρει πώς θα εξασφαλίσει τη στήριξη όταν έρθει η κακιά η ώρα.
Σε µια πρόσφατη ανακοίνωσή της η Ενωση Εισαγγελέων πήρε θέση για την κριτική που δέχεται η εισαγγελέας Μαρία-Ελένη Νικολού, η οποία πρότεινε την απαλλαγή του Ηλία Μίχου από την κατηγορία του βιασµού της 12χρονης στον Κολωνό. Η εισαγγελική πρόταση προκάλεσε κοινωνική αντίδραση. Απλοί πολίτες, πολιτικοί, νοµικοί, ακόµη και η Ντόρα Μπακογιάννη αναρωτήθηκαν πώς είναι δυνατό να µη θεωρείται βιασµός, άρα να υπονοείται ότι συναίνεσε σε ερωτική πράξη ένα παιδί 11 χρόνων;
Η ∆ικαιοσύνη προφανώς δεν δικάζει µε το κοινό περί δικαίου αίσθηµα, αλλά κάποιο πρόβληµα υπάρχει όταν το θέτει συνεχώς απέναντί της. Και στη Siemens και στη Novartis και στην υπόθεση Μίχου.
Η εισαγγελέας Νικολού, όπως και κάθε εισαγγελέας, διατύπωσε την άποψή της και τη νοµική της θέση. Αν αυτή είναι η πρέπουσα, δηλαδή πηγάζει από τη δικανική της πεποίθηση, τότε πρέπει να τη στηρίξει όποιο και αν είναι το κόστος. Γιατί παρεµβαίνει (για πολλοστή φορά) η Ενωση Εισαγγελέων για να πει ότι «εκφράζει δε για πολλοστή φορά την ανησυχία της για τις τακτικές λεκτικής βαρβαρότητας σε βάρος των λειτουργών της ∆ικαιοσύνης, από όπου κι αν προέρχονται, και επισηµαίνει ότι πρακτικές αυτού του είδους δεν αρµόζουν σε ένα κράτος δικαίου»;
Η εφεύρεση του «ναι µεν αλλά», αναγνωρίζω δηλαδή την κριτική αλλά θα την κάνετε όπως θέλω εγώ, δεν έχει καµία σχέση µε κράτος δικαίου. Ολοι κρίνονται, φυσικά και οι δικαστές και οι εισαγγελείς. Γιατί παρεµβαίνει η ένωση για κάτι που υποτίθεται ότι αποτελεί λειτουργία ενός εισαγγελέα (σε αυτή συµπεριλαµβάνεται και το κόστος για τις αποφάσεις του) σε µια προσπάθεια να φιµώσει όποιον έχει άποψη; Γιατί ενοχοποιεί όποιον είναι αγανακτισµένος βλέποντας όσα γίνονται στη ∆ικαιοσύνη και το εκφράζει;
Ναι, όποιος κρίνει τον ή την εισαγγελέα δεν ξέρει τις λεπτοµέρειες της δικογραφίας, αλλά έχει λογική και σε κάθε περίπτωση έχει δικαίωµα να κρίνει. Τα συνταγµατικά δικαιώµατα δεν αποδίδονται µε βάση το IQ και τη γνώση του καθενός.
Επίσης, είναι ξεκάθαρο ότι δεν αποφάσισε ένα πρωί το σύµπαν στην Ελλάδα να τα βάλει µε µια εισαγγελέα γιατί δεν είχε τι να κάνει. Η κοινή γνώµη παρακολουθεί την υπόθεση Μίχου χρόνια. Eνας 50χρονος, ο οποίος έχει φωτογραφηθεί µε το µισό υπουργικό συµβούλιο, τον πρώην περιφερειάρχη, έναν πρώην πρωθυπουργό, την ηγεσία της εκκλησίας, εκδίδει ένα εντεκάχρονο τότε κοριτσάκι. Κρύβει τις βροµιές του κάτω από σηµαίες, κοµποσκοίνια και πλούσια πολιτική δράση. Αποτελεί τον ορισµό του απ-ανθρώπου που λειτουργεί στις παρυφές του διεφθαρµένου πολιτικού συστήµατος µε πελατολόγιο απ’ αυτό. Το αν δεν έχει αποδειχθεί, είναι αποτέλεσµα του τρόπου που έγινε η αστυνοµική έρευνα.
Αφού η κοινή γνώµη έχει αηδιάσει µε όλη αυτή την ιστορία, έρχεται µια εισαγγελέας και αµφισβητεί ότι είναι βιαστής. Η κοινή γνώµη αντιδρά και η συνέχεια είναι η «προστασία» που εξασφαλίζει από την ένωσή της. Τακτοποιηµένα πράγµατα.
Ναι, είναι σωστό ότι η ∆ικαιοσύνη δεν αποφασίζει µε βάση την κοινή γνώµη, αλλά δεν µπορεί να τη βλέπει ως εχθρό. Και κυρίως δεν πρέπει (για να χρησιµοποιήσω µια άθλια φράση που χρησιµοποίησε η συνήγορος του Μίχου για τη δωδεκάχρονη) «να εκδίδεται για βιοπορισµό». Πρέπει να έχει κότσια.