Η γερμανική εφημερίδα “Die Zeit” σκιαγράφησε το πορτρέτο του πρώην αστυνομικού επιθεωρητή Η. Brendel, του ανθρώπου που ξεσκέπασε το σκάνδαλο της Siemens, κι εγώ, αντί να χαρώ που γνώρισα έστω και νοερά τον αδέκαστο συνταξιούχο αστυνομικό, που τόλμησε να τα βάλει με το γερμανικό κολοσσό, μελαγχόλησα. Μελαγχόλησα γιατί τέτοιον άνθρωπο με αρχές και ήθος, στη χώρα μου τους συναντάς πλέον μόνο σε μυθιστορήματα...
Το πορτρέτο του, θα μπορούσε να ήταν από ένα "κλασσικό" φιλμ-νουάρ με πρωταγωνιστή τον αδιάφθορο Αλ Πατσίνο ή τον Ζαν-Πωλ Μπελμοντό, αν και τα χαρακτηριστικά της εμφάνισης τού βαυαρού Χανς με τη βολβώδη-χωριάτικη μύτη, θα ταίριαζαν περισσότερο στα του δικού μας Γκιωνάκη!
Ο Χανς λοιπόν, αρχικά δε σου γεμίζει καθόλου το μάτι «και αυτό ήταν το μυστικό όπλο των επιτυχιών μου», εξομολογείται ο ίδιος. «Όταν ανέκρινα τα πλούσια, μοδάτα, υπεροπτικά και αλαζονικά στελέχη, με το βοηθό μου, που είχε την ίδια με μένα εμφάνιση, η πρώτη τους σκέψη ήταν, «σιγά μη φοβηθούμε αυτό το ανθρωπάκι με τη χωριάτικη προφορά της ορεινής Βαυαρίας», και αυτή ακριβώς ήταν η παγίδα. Όταν, με υπομονή ευγενικού γαϊδάρου τους στρίμωχνα στη γωνιά, έπεφταν οι μάσκες του καμπόσου, έσπαγαν και άρχιζαν σιγά-σιγά να κελαηδούν σαν αηδόνια. Στο τέλος της ανάκρισης έβγαιναν από το γραφείο μου τρομαγμένοι σα βρεγμένες γάτες. Καταλάβαιναν πολύ καλά, πως σε ότι έχει να κάνει με διαφθορά, ο Χανς Μπρέντελ, ο κομμισσάριος που έστειλε στη φυλακή εκατοντάδες μεγαλοαπατεώνες δεν αστειεύεται.
«Για ένα πράγμα μπορώ να είμαι υπερήφανος», λέει συχνά ο Χανς. «Δεν έστειλα ποτέ στη φυλακή απατεώνες που κέρδιζαν λιγότερα λεφτά από μένα» και ο Χανς ξεκίνησε την καριέρα του με 80,- γερμανικά μάρκα το μήνα και την έκλεισε με 2 500 ευρώ το μήνα. Στο τέλος της καριέρας του κέρδιζε λιγότερα από έναν γερμανό δάσκαλο. Δίχως να το έχει διαβάσει ή να το έχει ακούσει ποτέ, ο Χανς πίστευε σε αυτό που είπε ένας αμερικανός πρόεδρος: «ένας φτωχός και αγράμματος φουκαράς, το πολύ να κλέψει κανένα δέμα ή κανένα τσουβάλι αλεύρι από ένα βαγόνι. Ενας μορφωμένος και πλούσιος θα κλέψει όλο το σιδηρόδρομο».
«Όταν οι άνθρωποι της δίωξης οικονομικού εγκλήματος της Βαυαρίας επισκέφτηκαν τον Χανς στο μικρό ενοικιαζόμενο διαμερισματάκι του 5ου ορόφου, μιας απλής συνοικίας του Μονάχου για να του ζητήσουν τη βοήθειά του, την ώρα εκείνη ο Χάνς διάβαζε Γκαίτε. Στα 70 του, από καιρό ήδη στη σύνταξη, ο Χανς, όταν δεν αναπολούσε τις μεγάλες επιτυχίες του στην καταπολέμηση της διαφθοράς, διάβαζε Γκαίτε, Χάϊνε, Λέσσιγκ και Χέλντερλιν. Είναι άλλωστε και ο πρόεδρος της Εταιρείας Γκαίτε του Μονάχου και πρέπει να είναι πάντα καλά προετοιμασμένος στις συζητήσεις που κάνουν, για τη συμβολή της ποίησης του γερμανού στοχαστή, στη νέα γερμανική συνείδηση και ταυτότητα. Ο Χανς, παιδί του πολέμου, δεν είχε την ευκαιρία στα νιάτα του να μάθει πολλά γράμματα και εδώ και μερικά χρόνια διαβάζει πολύ φιλοσοφία, ποίηση, ιστορία και φυσικά τον άρχοντα, τον Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε. Πρόσφατα μάλιστα ξεκίνησε και τις σπουδές στη φιλοσοφία, λογοτεχνία και ιστορία. «Θα πρέπει να διεισδύσω στον επιστημονικό τρόπο σκέψης, να κατανοήσω τους νόμους που διέπουν τα πράγματα», απαντά στους φίλους του όταν τον ρωτούν για το όψιμο ενδιαφέρον του για τις επιστήμες και τα γράμματα.
Όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας, ο Χανς, με το βαυαρέζικο κοτλέ παντελόνι, το βαυαρέζικο πουκάμισο και τα κρεμασμένα γυαλιά στο λαιμό, ήταν καθισμένος στην παλιά αγαπημένη πολυθρόνα του, κρατούσε τον αγαπημένο Φάουστ στα χέρια του και αναπολούσε την παιδική του ηλικία. Ορφανός από πολύ νωρίς, είχε την τύχη να έχει έναν πατριό που τον υπεραγαπούσε. «Την τελευταία φορά που τον είδα πριν φύγει για το ρωσικό μέτωπο, μου είπε να βγαίνω κάθε βράδυ και να κοιτώ τ΄ αστέρια κι εκείνος θα με χαιρετά μέσα από αυτά». Τα λόγια αυτά ηχούν ακόμη στα αυτιά του. «Οταν βομβαρδίστηκε το σπίτι μας, τα μοναδικά πράγματα που πρόλαβα να σώσω ήταν τρία βιβλία του Γκαίτε», είπε ο Χανς. «Σε κάθε σελίδα υπάρχουν σημειώσεις του αγαπημένου πατριού μου και αυτές είναι για μένα όπως οι Δέκα Εντολές ηθικής».
Όταν μπήκαν μέσα στο σπίτι του οι άνθρωποι που ανέλαβαν την υπόθεση της Siemens, ένιωσαν λίγο άβολα. Δεν είχε καν αρκετά καθίσματα για τους τρεις επισκέπτες. Η μικρή γκαρσονιέρα που διέμενε ήταν απλή κι απέριττη. Ένα τραπεζάκι δίπλα στην πολυθρόνα, ένα μικρό γραφείο με έναν κομπιούτερ πάνω, δίπλα μια σιδερώστρα και σε μια γωνιά ένα απλό κρεβάτι. Στους τοίχους πολλές οικογενειακές φωτογραφίες και ράφια από το ΙΚΕΑ γεμάτα βιβλία, πολλά βιβλία. Τίποτα δεν θύμιζε πως ο Χανς Μπρέντελ ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους αστυνομικούς επιθεωρητές της Γερμανίας. Ο Χανς δεν ήταν εργένης από πεποίθηση. Πριν αρκετά χρόνια, πήρε η γυναίκα του τα τρία παιδιά τους και έφυγε από το σπίτι. Δεν της κρατάει όμως κακία. «Ηταν αναπόφευκτο» λέει. «Όταν για ημέρες, βδομάδες και μήνες, φεύγεις το πρωί και γυρίζεις αργά το βράδυ σκοτωμένος από τη δουλειά, εκείνη σε προειδοποιεί ότι αυτή δεν είναι ζωή και εσύ αρνείσαι να σταματήσεις αυτό που αγαπάς, αρνείσαι να σταματήσεις να κυνηγάς τους ισχυρούς κακούς, είναι αναπόφευκτο». Ο Χανς δεν μετάνιωσε ποτέ γι αυτήν την επιλογή του. Ενιωθε ταγμένος σε αυτό που έκανε. Δεν τον ενδιέφεραν ποτέ η δημοσιότητα και τα παράσημα. Το μοναδικό παράσημο που δείχνει στους επισκέπτες είναι εκείνο που του έδωσαν οι συνάδελφοί του στην αποχαιρετιστήρια γιορτή. «είναι μάλλον αποτέλεσμα κολάζ των συντρόφων μου», λέει αυτοσαρκαστικά, ο Χανς. «Στη γιορτή ήταν 170 αστυνομικοί και μερικοί εισαγγελείς «αλλά μόνο οι καλοί», λέει και συμπληρώνει: «για μένα καλοί σημαίνει άνθρωποι θαρραλέοι, που δρουν πάντα σύμφωνα με το νόμο και δεν φοβούνται να συγκρουσθούν με τα μεγάλα αφεντικά».
Όλα άρχισαν για τον Χανς στις αρχές του 70. Εργαζόταν στην υπηρεσία δίωξης του οργανωμένου εγκλήματος σαν απλός αστυνομικός, όταν από λάθος, χτύπησε την πόρτα του ο οδηγός μιας μπετονιέρας που μετέφερε μπετόν για το νέο ολυμπιακό στάδιο του Μονάχου. Ο οδηγός του διηγήθηκε πως κάνει κάτι με εντολή του αφεντικού, που δεν του φαίνεται και πολύ σωστό. «Μόλις αδειάσω τη μισή μπετονιέρα, μου λένε να σταματήσω και το υπόλοιπο μισό, μου λένε να πάω να το ξεφορτώσω έξω από την πόλη, στην υπό κατασκευή βίλα ενός γνωστού εύπορου επιχειρηματία του Μονάχου. Από τότε μέχρι σήμερα, ο Χανς έχει κλείσει μέσα εκατοντάδες επιχειρηματίες, τραπεζίτες και παράγοντες της δημόσιας διοίκησης και της πολιτικής. Το παράδοξο είναι, πως σαν οργανωμένο μέλος του συντηρητικού «Κοινωνικο- Χριστιανικού Κόμματος» από το 1973, του κόμματος, που από τότε που θυμάται ο Χανς κυβερνάει τη Βαυαρία, οι περισσότεροι από εκείνους που έχωσε μέσα, ήταν κομματικοί του φίλοι. Ο Χανς δε χαμπαριάζει από τέτοια. Εάν έπρεπε, εάν τα έφερνε έτσι το πεπρωμένο, θα έχωνε μέσα και τον αδερφό του. «Αυτό επιβάλει το καθήκον», λέει κάθε τόσο μετά από μια δουλειά.
Παρότι βαθιά θρησκευόμενος καθολικός, σε ότι είχε σχέση με την ηθική, ο Χανς προτιμούσε να αναφέρεται στο «κατηγορηματικό πρόσταγμα» του Καντ παρά στη Βίβλο. Η ηθική, είναι γι αυτόν μια εσωτερική φωνή που του προστάζει να κάνει αυτό που εκείνος θεωρεί σωστό και δίκαιο, πέρα από φυσικούς και θεϊκούς νόμους. « Να κάνεις αυτό που θεωρείς εσύ σωστό ακόμη κι αν ξέρεις ότι σε λίγο θα καταρρεύσει το σύμπαν».
Αυτός είναι ο Χανς, ένας μειλίχιος, συντηρητικός, θρησκευόμενος υπαρξιστής, πάνω από τον εαυτό του. Στην πολύχρονη καριέρα του διώκτη των μεγαλοκακοποιών και απατεώνων, κανείς δεν αποπειράθηκε να τον δωροδοκήσει, γιατί ήταν σίγουρος πως το μόνο που θα πετύχαινε ήταν μια επιπλέον κατηγορία για απόπειρα δωροδοκίας. Αυτός ο άγνωστος ήρωας με το προφίλ του αντι-ήρωα άνοιξε και έκλεισε την πιο περίπλοκη υπόθεση διαπλοκής και διαφθοράς στην μεταπολεμική Ευρώπη...