Ζώντας δύο χρόνια στην Βόρεια Κορέα: μια προσωπική μαρτυρία
Σίγουρα η Βόρεια Κορέα είναι μια χώρα που ξέρει να κρύβει καλά τα μυστικά της, όμως τα δύο αυτά χρόνια που έζησα εκεί, ξεδιπλώθηκε μπροστά μου μια αλήθεια που ελάχιστη σχέση είχε με τα στερεότυπα και τις προκατασκευασμένες εικόνες. Ανακάλυψα ανθρώπους έτοιμους να σε βοηθήσουν σε κάθε πρόβλημα, με μια ιδιότυπη αίσθηση του χιούμορ, που θα προσκαλούσαν τον άγνωστο περαστικό να μοιραστεί μαζί τους μια μπύρα στις όχθες του Τεντογκ, που γελούσαν με τα ίδια αστεία, που μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες και ελπίδες για το μέλλον τους όπως όλοι μας.
Ναι οι προκλήσεις ήταν πολλές, και η ζωή συχνά σκληρή και απρόβλεπτη, όμως ακόμα και σε αυτή την τόσο ιδιόρρυθμη και άγνωστη γωνιά του πλανήτη, αυτά που μας ένωναν ήταν πολλά περισσότερα από όσα μας χώριζαν.
Το αεροδρόμιο Σουνάν της Βόρειας Κορέας, βρίσκεται περίπου 24 χλμ βόρεια της Πιονγκ Γιανγκ. Μεγάλα κόκκινα και βιολετί υφάσματα καλύπτουν το διπλανό εργοτάξιο. Είναι το μελλοντικό διεθνές αεροδρόμιο της χώρας που χτίζεται με εντατικούς ρυθμούς. Χιλιάδες εργάτες με σκούρες καφέ στολές δουλεύουν με βάρδιες όλο το 24ωρο για να παραδώσουν το έργο εντός του 2015. Καθώς περιμένω στον έλεγχο να έρθει η σειρά μου, ένας αστυνομικός και μια γυναίκα με στρατιωτική στολή κάνουν αστείες γκριμάτσες στον γιο μου. Σε κάποια στιγμή ο σοβαρός αστυνομικός σηκώνει τον μικρό αγκαλιά και τον χορεύει υπό τους ήχους μια αόρατης μουσικής. Κοιτάζω ξαφνιασμένη, σίγουρα η εικόνα του αυστηρού αστυνομικού που παίζει σαν παιδί με ένα ξανθό αγοράκι, δεν είναι αυτό που έχει κάποιος στο νου του όταν σκέφτεται τη Βόρεια Κορέα.
Η κίνηση στη λεωφόρο που οδηγεί στην Πιονγκ Γιανγκ είναι ελάχιστη.Δεξιά και αριστερά ανθισμένες κερασιές και σημύδες στολίζουν τη λεωφόρο. Χρυσοκίτρινα χωράφια από καλαμπόκι λαμπυρίζουν στον απογευματινό ήλιο και απλώνονται τόσο μακριά όσο μπορεί να φτάσει το βλέμμα.
Καθώς μπαίνουμε στην πρωτεύουσα, η κίνηση γίνεται πιο πυκνή. Κοιτάω γύρω μου και συνειδητοποιώ ότι τίποτα δεν θυμίζει τις εικόνες που είχα προετοιμαστεί να αντικρίσω. Δεν βλέπω στρατιωτικά οχήματα ούτε πολίτες με στολές να περπατάνε σε βηματισμό. Άντρες και γυναίκες περιμένουν υπομονετικά στα φανάρια, κρατώντας τσάντες με ψώνια και προσωπικά είδη. Μητέρες με παιδιά στην αγκαλιά, παρέες εφήβων που αστειεύονται, ζευγάρια που κρατάνε σφιχτά το χέρι ο ένας του άλλου. Μαθητές ντυμένοι με τις σχολικές στολές, το άσπρο πουκάμισο, το μαύρο παντελόνι ή φούστα και το κόκκινο μαντίλι στο λαιμό, γυρίζουν σε μικρές χαρούμενες ομάδες από τα μαθήματα τους. Περνάμε έξω από μια πολύχρωμη παιδική χαρά και ο απόηχος από τα γέλια των μικρών παιδιών που παίζουν φτάνει μέχρι τα αυτιά μας. Κατά διαστήματα, πολυτελή μαύρα αυτοκίνητα με σκούρα παράθυρα διασχίζουν το δρόμο και οι τροχονόμοι στέκονται προσοχή σε στρατιωτικό χαιρετισμό.
Όλο αυτό το διάστημα που έζησα στη Βόρεια Κορέα, και είχα την τύχη να επισκεφθώ επαρχίες και μεγάλες πόλεις, έγινα μάρτυρας στην διαρκή μεταμόρφωση της χώρας. Σταδιακά η Πιονγκ Γιανγκ -και όχι μόνο άλλαζε όψη. Τα στρατιωτικά παραπήγματα γκρεμίστηκαν,οι προσόψεις των κτηρίων βάφτηκαν σε έντονο πράσινο, κόκκινο και κίτρινο, γήπεδα και πάρκα χτίστηκαν, καινούριες παιδικές χαρές εμφανίστηκαν παντού. Ακόμα και οι άνθρωποι άρχισαν σταδιακά να χαλαρώνουν απέναντι στους ξένους και δεν ήταν σπάνιες οι φορές που ένας άγνωστος ντόπιος θα ξεκινούσε γεμάτος περιέργεια συζήτηση. Αυτό γινόταν αποκλειστικά στα μεγάλα αστικά κέντρα (όχι μόνο στην Πιονγκ Γιανγκ αλλά και στις πρωτεύουσες των άλλων νομών) αλλά δεν θα το έβλεπες στις μικρές επαρχιακές πόλεις. Εκεί οι άνθρωποι παρέμεναν διστακτικοί στην ξένη παρουσία.
Στο κέντρο της Πιονγκ Γιανγκ τα καταστήματα είχαν αγαθά από όλο τον κόσμο: ντορίτος, ελβετικές σοκολάτες, κόκα κόλα, ιταλικό κρασί. Τα πατατάκια με ρίγανη ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή και αρκετές φορές με σταματούσαν στο δρόμο και με ρωτούσαν σε πιο κατάστημα τα βρήκα για να τα αγοράσουν. Στο Σούπερ Μάρκετ της κινέζικης αγοράς πωλούσαν ελαιόλαδο από τη Σπάρτη και χυμούς Φλώρινα. Ρούχα από το Ζάρα, καλλυντικά της Chanel, γαλλικά αρώματα και ρολόγια γέμιζαν τα ράφια. Καλοντυμένες νεαρές έπιναν κοκτέιλ στο Sunrise Coffee and Bakery στη Chongjin, ακουμπώντας στο τραπέζι τα κινητά τους και τις κομψές τσάντες τους. Σερβιτόρες έπαιρναν παραγγελίες με iPads, ενώ στο υπόγειο του κτηρίου σεφ ντυμένοι στα λευκά ετοίμαζαν κουτιά με σασίμι, δίπλα σε γαλλικό τυρί και ιταλικό σαλάμι.
Στη νέα αυτή εποχή, αυξανόταν και ο ελεύθερος χρόνος. Οι Κυριακές για τους περισσότερους βορειοκορεάτες δεν ήταν αργία. Οι άνθρωποι έπρεπε να συμμετέχουν σε κοινοτικέ εργασία όπως το πότισμα των λουλουδιών, ο καθαρισμός των δρόμων, ή ακόμα και αγροτικές εργασίες. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως έβλεπα όλο και περισσότερους ανθρώπους να ασχολούνται με ομαδικά σπορ, να απολαμβάνουν πικ νικ στα πάρκα ή βαρκάδες στο ποτάμι. Κυρίως όμως έβλεπα δεκάδες παιδιά να περιμένουν έξω από τις παιδικές χαρές να αγοράσουν καραμέλες, μαλλί της γριάς και παγωτά γρανίτα από τους μικροπωλητές. Και έπειτα να τρέχουν να παίζουν στις κούνιες. Αρκετά αξιοπερίεργο, αλλά τα περισσότερα πάρκα είχαν είσοδο. Οι τιμές ήταν μάλλον συμβολικές καθώς κόστιζαν 10 και 60 γουόν ενώ διαφορετικές τιμές ίσχυαν για την ενοικίαση αθλητικών ειδών.
Είναι μάταιο να μετατρέψει κανείς αυτές τις τιμές σε ευρώ ή δολάρια. Ίσχυαν τρεις διαφορετικές ισοτιμίες και πάλι δεν υπάρχει δυνατότητα αντιστοίχησης. Σίγουρα όμως ήταν ένα έξοδο που απαιτούσε κάποια χρηματική άνεση για να το κάνεις. Και όμως κοιτώντας τους ανθρώπους στα πάρκα, τα ρούχα τους, τα μαυρισμένα τους πρόσωπα από την ανθρακόσκονη, καταλάβαινα αμέσως ότι δεν επρόκειτο για μέλη της ντόπιας ελίτ ή έστω της ανώτερης μεσαίας τάξης.
Για μένα αποτελούσε μια (απο τις πολλές) ενδείξεις ότι η ενασχόληση με τις αγορές-που εμφανίστηκαν μετά τον μεγάλο λιμό της δεκαετίας του 90 ως μέσο επιβίωσης- ήταν πολύ πιο διαδεδομένη από ότι νομίζει κανείς. Λειτουργούσαν ως δίκτυο ασφαλείας όταν το δημόσιο σύστημα διανομής δεν ήταν αρκετό αλλά παράλληλα γίνονταν και πηγή εισοδήματος δημιουργώντας ακόμα και κοινωνικές ανισότητες.
Iστορία Δύο Πόλεων
Το διαμέρισμα μου βρίσκεται στο διπλωματικό χωριό, περίπου 10 λεπτά με το αυτοκίνητο από την πλατεία Κιμ Ιλ Σουνγκ και την Chongjin. Παλιά συμπαγή πολυόροφα κτήρια που θυμίζουν σοβιετική ταινία εποχής. Το εσωτερικό τους όμως είναι άνετο και φωτεινό. Φράχτες και ένοπλοι στρατιώτες μας χωρίζουν από τον έξω κόσμο, όμως μη βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσματα. Η παρουσία τους είναι για να κρατήσει τους ντόπιους μακριά από τις πρεσβείες, όχι εμάς κλεισμένους μέσα στο «χωριό».
Κάθε πρωί, χαιρετάω τον βλοσυρό στρατιώτη και διασχίζω τα νοητά σύνορα. Η αληθινή Πιονγκ Γιανγκ ξεδιπλώνεται μπροστά μου. Οι πρώτοι που αντιλαμβάνονται την παρουσία μου είναι τα μικρά παιδιά που με χαιρετάνε δειλά και τρέχουν να κρυφτούν πίσω από τους τοίχους των σπιτιών.
Δεκάδες μικρά ορθογώνια σπίτια χάνονταν μέσα σε δαιδαλώδεις χωμάτινους διαδρόμους χωρισμένους από προσεκτικά καλλιεργημένους κήπους. Η μυρωδιά του φρέσκου σκόρδου που μουσκεύει στην πρωινή υγρασία γεμίζει τα ρουθούνια μου. Καθώς διασχίζω τα μικρά σοκάκια, μπορώ να αγγίξω τα απλωμένα ρούχα στα σκοινιά και τις κόκκινες πιπεριές που στεγνώνουν στο δάπεδο. Στους κήπους των σπιτιών, σκυφτές ηλικιωμένες γυναίκες καλλιεργούν πατάτες, μαρούλια, σκόρδα, σόγια και ραπάνια.
Κάθε πρωί έβγαιναν από τα σπίτια τους με κοκκινισμένα μάτια, κρατώντας το τσίγκινο τετράγωνο κουτί για να ετοιμάσουν τις μπριγκέτες. Μόλις τις άναβαν, ένας πυκνός καπνός απλωνόταν και η ατμόσφαιρα γινόταν αποπνικτική. Κάθε φορά απορώ με τις γιαγιάδες που κάθονται νηφάλιες δίπλα στους καπνούς σαν μην τις αγγίζει καν, ενώ εγώ έτρεχα πανικόβλητη να κλείσω τα παράθυρα,
Αναρωτιέμαι πόσο να κοστίζουν αυτές οι μπριγκέτες. Τις βλέπω παντού σε κάθε γωνιά, δίπλα στα σπίτια, τοποθετημένες επιμελώς σε σειρές και σκεπασμένες με πλαστικούς μουσαμάδες. Όλο το χρόνο, κάθε μέρα, γυναίκες και άντρες με μαυρισμένα πρόσωπα και ρούχα, φτιάχνουν τις κυλινδρικές μαύρες μπριγκέτες. Μπροστά από τα σπίτια, φτυαρίζουν την νωπή μαύρη σκόνη από άνθρακα τοποθετώντας την μέσα στα μεταλλικά δοχεία που της δίνουν το χαρακτηριστικό στρογγυλό σχήμα.
Στις γειτονιές ο δρόμος, οι τοίχοι των σπιτιών, τα πρόσωπα και τα ρούχα των ανθρώπων είναι μαυρισμένα. Αυτό το μαύρο χρώμα δεν φεύγει όσο και αν πλένεται κάποιος. Έχω την εντύπωση ότι διαπερνάει το δέρμα των ανθρώπων, και μένει εκεί σαν τατουάζ που θα δηλώνει πάντα τη θέση τους στην κοινωνία.
Όπως συμβαίνει πάντα με τις ιστορίες από τη Βόρεια Κορέα, ο αναγνώστης θα έχει περισσότερες απορίες από όσες απαντήσεις θα πάρει. Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω απαντήσεις για όλα. Μπορώ να μιλήσω μόνο για όσα ξέρω και όσα έζησα. Ο δογματισμός και τα στερεότυπα έχουν ήδη κάνει μεγάλο κακό σε αυτή τη χώρα. Ίσως αν κάποτε βάλουμε τον άνθρωπο πάνω από την πολιτική, να υπάρξει και ελπίδα για το μέλλον.
Η διήγηση αυτή δημοσιεύτηκε απο τη Φραγκίσκα Μεγαλούδη πρώτα στα αγγλικά στην Huffington Post UK με τίτλο: A foreigner in North Korea: a personal account of my two years living in Pyongyang.
Η απόδοση του κειμένου στα ελληνικά έγινε απο την ίδια.