ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗ Τον Αύγουστο του 1991 ξεκινά και η τυπική διαδικασία διάλυσης της ΕΣΣΔ. Στην Τσετσενία ο Τζαχάρ Ντουντάεφ, πρώην αξιωματικός των σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων, αναλαμβάνει τα ηνία και αναδεικνύεται Πρόεδρος της Τσετσενίας. Προωθεί τη γραμμή της βήμα προς βήμα απόσχισης από τη σύνθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, επωφελούμενος από τη γραμμή Γιέλτσιν «πάρτε όση αυτοτέλεια μπορείτε να καταπιείτε!», που είχε στόχο να διευκολύνει την καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας που είχε συσσωρεύσει τις προηγούμενες δεκαετίες ο σοβιετικός λαός.Την περίοδο 1992-1993 η γραμμή της απόσχισης της Τσετσενίας συναντά αντιδράσεις από την πλειοψηφία του Ανωτάτου Σοβιέτ της Τσετσενίας. Ο Ντουντάεφ στέλνει το στρατό ο οποίος καταλαμβάνει το Κοινοβούλιο, πετώντας μάλιστα μερικούς βουλευτές από τα παράθυρα του κτιρίου. Δολοφονείται ο δήμαρχος του Γκρόζνι που ήταν αντίπαλος του Ντουντάεφ. Ο Γιέλτσιν σιωπά! Ο Ντουντάεφ ανοίγει τις αποθήκες του πρώην σοβιετικού στρατού, τα υλικά των οποίων κατά 90% δεν είχαν απομακρυνθεί από την Τσετσενία (υπήρχαν άρματα μάχης, πύραυλοι, ακόμη και πολεμικά αεροπλάνα) και εξοπλίζει το στρατό του. Υπολογίζεται ότι τα όπλα αυτά έφταναν για να εξοπλίσει σαν αστακούς 100.000 άνδρες.Το καθεστώς Ντουντάεφ αντλεί τα έσοδά του από τα εργοστάσια επεξεργασίας πετρελαίου, ενώ τμήμα των κερδών το μεταβιβάζει στο Κρεμλίνο. Στην Τσετσενία δημιουργείται ένα καθεστώς μαφιόζικο, στο οποίο ανθούν η βία, το εμπόριο όπλων, ναρκωτικών, πλαστών δολαρίων. Η τσετσενική μαφία επεκτείνεται κι αποκτά ισχυρά ερείσματα σε πολλές μεγάλες πόλεις της Ρωσίας.Την ίδια περίοδο ο Ντουντάεφ άρχισε να διώχνει τους Ρώσους (που αποτελούσαν το 30% του πληθυσμού στην απογραφή του 1989) από την Τσετσενία, ενώ υπό διωγμό βρίσκονταν και οι οικογένειες-χωριά των πολιτικών του αντιπάλων. Συνολικά εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη Δημοκρατία της Τσετσενίας περίπου 500.000 άνθρωποι, από το 1,3 εκατομμύρια του συνολικού πληθυσμού.Το 1994 εντείνονται οι διεργασίες για την εκμετάλλευση των πετρελαίων της Κασπίας και των δρόμων μεταφοράς τους στη Δύση. Ο Ντουντάεφ, το πιθανότερο υποκινούμενος και από ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (που επιδίωκαν να αποδυναμώσουν τη Ρωσία στο παιχνίδι των δρόμων του πετρελαίου), ζητά να μεγαλώσει το κομμάτι της «πίτας» του. Σταδιακά αυξάνει τις απαιτήσεις του προς τη Μόσχα και ουσιαστικά ζητά την απόσχιση της Τσετσενίας. Το Κρεμλίνο προχωρά στον εξοπλισμό των πολιτικών αντιπάλων του Ντουντάεφ, οι οποίοι εξαπολύουν επίθεση με άρματα μάχης και βαρύ οπλισμό στην πρωτεύουσα Γκρόζνι το Δεκέμβρη του 1994. Υπέστησαν όμως σαφή στρατιωτική ήττα από τις δυνάμεις του Ντουντάεφ. Η ήττα αυτή έφερε τη σχεδόν αυτόματη επέμβαση του ρωσικού στρατού στην περιοχή.Στις αρχές του 1995 ο Γιέλτσιν χρειάζεται έναν «μικρό και νικηφόρο» πόλεμο για την προεκλογική του εκστρατεία και έτσι αντιμετωπίζει το πρόβλημα της Τσετσενίας. Στη σύγκρουση υπάρχει έντονο το οικονομικό υπόβαθρο, όσο και το γεωπολιτικό. Οι νέοι επιχειρηματικοί κολοσσοί της Ρωσίας δεν ανέχονται πλέον να τους διαφεύγουν τα τσετσενικά πετροδόλαρα, που ξεπλένονται στις ρωσικές μεγαλουπόλεις και ενισχύουν τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα στον τραπεζικό τομέα. Κι εδώ είναι πολύ χαρακτηριστικό πως πρόσφατα ο μεγαλοεπιχειρηματίας Μ. Χοντορκόφσκι, από τις φυλακές όπου βρίσκεται για σκάνδαλο φοροδιαφυγής της πετρελαϊκής εταιρίας «YUKOS», απαντώντας σε κατηγορίες που τον συνέδεαν με Τσετσένους αποσχιστές, παραδέχτηκε πως έως το 1995 η εταιρία του ελεγχόταν από το «Τσετσενικό λόμπι», αλλά εκείνα τα χρόνια η εταιρία ήταν κρατική! Οπως τουλάχιστον ισχυρίστηκε ο ίδιος, από το 1995, όταν η τεράστια αυτή εταιρία άρχισε να ιδιωτικοποιείται, οι Tσετσένοι εξοβελίστηκαν από τον έλεγχο της εταιρίας!Από την άλλη, εκείνη την περίοδο άρχισε να οξύνεται η διαμάχη για την εδραίωση ή την εξαφάνιση του ρωσικού δρόμου μεταφοράς των πετρελαίων της Κασπίας.Οι συγκρούσεις παίρνουν βίαιο χαρακτήρα με τη χρησιμοποίηση ακόμη και βομβαρδιστικών αεροπλάνων σε βάρος της πρωτεύουσας Γκρόζνι. Τα ΚΚ της Ρωσίας καταδικάζουν τις ενέργειες και συνολικότερα την πολιτική Γιέλτσιν. Δεκάδες χιλιάδες άμαχοι και ένοπλοι και από τις δύο πλευρές χάνουν τη ζωή τους. Περίπου 300.000 άμαχοι εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν το Γκρόζνι για να γλιτώσουν. Η χρησιμοποίηση όπλων μαζικής καταστροφής από το καθεστώς Γιέλτσιν αυξάνει το κύρος του Ντουντάεφ και αντίθετα δυσφημεί την αντιπολίτευση και την προσκείμενη στο Κρεμλίνο τσετσενική κυβέρνηση του Σ. Χατζίεβ.Την άνοιξη του 1995 οι ομοσπονδιακές Ενοπλες Δυνάμεις της Ρωσίας καταφέρνουν να εκδιώξουν τους ένοπλους υποστηρικτές του Ντουντάεφ απ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά της Τσετσενίας. Μοιάζει η κατάσταση να βρίσκεται υπό έλεγχο. Στις 14.6.1995 ένοπλοι Τσετσένοι αποσχιστές καταλαμβάνουν το νοσοκομείο (και το μαιευτήριο) της πόλης Μπουντιόνοφσκ (Νότια Ρωσία), κρατώντας ομήρους πάνω από 2.000 άτομα, κυρίως αρρώστους, γιατρούς, αλλά και εγκύους, νεογέννητα μωρά. Αίτημά τους η απομάκρυνση των ρωσικών δυνάμεων από την Τσετσενία. Μετά από αποτυχημένη έφοδο των ρωσικών Ειδικών Δυνάμεων, όπου χάνουν τη ζωή τους πάνω από 100 άτομα, ο τότε πρωθυπουργός της Ρωσίας Β. Τσερνομίρντιν αρχίζει συνομιλίες με τον Μπασάεφ, που είναι επικεφαλής των ενόπλων και συμφωνεί να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους. Επιτρέπεται στους ενόπλους η αποχώρηση από το Μπουντιόνοφσκ, ενώ ταυτόχρονα στο Γκρόζνι ξεκινούν συνομιλίες για «πολιτική διευθέτηση» της αντιπαράθεσης, υπό την αιγίδα του ΟΑΣΕ. Οι εχθροπραξίες σταματούν για μικρό χρονικό διάστημα, αφού οι συνομιλίες οδηγούνται σε αδιέξοδο.Στις αρχές του 1996 γίνεται φανερό στο Κρεμλίνο πως η επανεκλογή Γιέλτσιν μπορεί να αντιμετωπίσει προβλήματα, εξαιτίας των συνεχιζόμενων εχθροπραξιών στην Τσετσενία. Αναζητείται και πάλι η λύση της «πολιτικής διευθέτησης». Τον Απρίλη του 1996 σκοτώνεται από ρωσικό πύραυλο ο Ντουντάεφ, ο οποίος φαίνεται πως έκανε το λάθος να μιλά με δορυφορικό τηλέφωνο. Αναλαμβάνει χρέη Προέδρου της αποσχισμένης Τσετσενίας ο Ζ. Γιανταρμπίεφ που υπογράφει με το Κρεμλίνο συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Τον Ιούλη του 1996 ο Γιέλτσιν επανεκλέγεται Πρόεδρος της Ρωσίας, ενώ στην Τσετσενία οι εχθροπραξίες έχουν περιορισμένο χαρακτήρα, που χαρακτηρίζεται «ούτε πόλεμος ούτε ειρήνη». Στις 6.8.1996 μόλις 600 (!!!) ένοπλοι καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα της Τσετσενίας, Γκρόζνι. Ο επιχειρηματίας Μπ. Μπερεζόφσκι, που έχει αναλάβει αναπληρωτής Γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, κινεί τα νήματα για νέο «πολιτικό διάλογο». Στις 29.8.1996 υπογράφεται η συμφωνία του Χασαβγιούρτ, μεταξύ Ρωσίας (Α. Λέμπεντ) και Τσετσενίας (Α. Μασχάντοφ). Με τη συμφωνία η Ρωσία υποχωρεί. Στην Τσετσενία συγκροτείται προσωρινή κυβέρνηση με επικεφαλής τον Α. Μασχάντοφ, σχηματίζονται τοπικά όργανα εξουσίας ελεγχόμενα από αυτόν και χωριστές Ενοπλες Δυνάμεις, ενώ άνοιξαν αντιπροσωπείες της «Δημοκρατίας της Ιτσκερίας» (ΔΤ) σε ορισμένες χώρες και διεθνείς οργανισμούς. Φαίνεται πάντως πως ορισμένοι Ρώσοι μεγαλοκαρχαρίες κερδίζουν από τη συμφωνία, αφού αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην «ανοικοδόμηση» της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Τσετσενίας. Την ίδια ώρα μοιάζει να μπορεί να λειτουργήσει χωρίς πρόβλημα και ο ρωσικός αγωγός πετρελαίου που διέρχεται από την Τσετσενία, αντί βεβαίως αντιτίμου.Στις 27.1.1997 γίνονται προεδρικές εκλογές στην Τσετσενία, τις οποίες κερδίζει ο Α. Μασχάντοφ. Η Δύση σύσσωμη (ΗΠΑ-ΕΕ-ΝΑΤΟ) σπεύδει να τις χαρακτηρίσει «δημοκρατικές» κι ως τα σήμερα θεωρεί πως ήταν οι μόνες «δημοκρατικές εκλογές» στην Τσετσενία. Στην πραγματικότητα πάνω από μισό εκατομμύριο ψηφοφόροι (δηλαδή το μισό εκλογικό σώμα) της περιοχής αυτής δεν μπόρεσαν να πάρουν μέρος, εξαιτίας της κατάστασης προσφυγιάς στην οποία βρίσκονταν. Ενώ στις εκλογές δεν μπόρεσαν να θέσουν υποψηφιότητα άνθρωποι που υποστήριζαν τη διατήρηση και ενίσχυση των δεσμών της Τσετσενίας με το ομοσπονδιακό κέντρο. Στις 12.5.1997, στη Μόσχα ο Γιέλτσιν υπογράφει με το Μασχάντοφ Σύμφωνο με τον τίτλο «Για την ειρήνη και τις αρχές συνεργασίας ανάμεσα στη Ρωσική Ομοσπονδία και τη Δημοκρατία της Ιτσκερίας».Το Σεπτέμβρη του 1998 έχουν εκδηλωθεί συγκρούσεις στο εσωτερικό των Τσετσένων αποσχιστών. Το πιο ακραίο τμήμα τους κατηγορεί ευθέως τον Μασχάντοφ πως έχει κάνει μυστικές συμφωνίες με το Κρεμλίνο κι έχει «πουλήσει» τα «εθνικά συμφέροντα». Ο Μασχάντοφ απαντά παύοντας την κυβέρνηση, στην οποία ηγούνταν ο Μπασάεφ. Στην Τσετσενία αρχίζουν συγκρούσεις ανάμεσα στους χτεσινούς συμμάχους, τους οπλαρχηγούς των Τσετσένων αποσχιστών. Σταδιακά ο Μασχάντοφ χάνει τον έλεγχο, ενώ ο μεγάλος χαμένος είναι ο άμαχος πληθυσμός, που βρίσκεται στο έλεος των διάφορων (υπολογίζονταν σε 157) «οπλαρχηγών». Πέρα από την αύξηση της εγκληματικότητας, την κοινωνική εξαθλίωση του πληθυσμού που είχε απομείνει στην Τσετσενία (περίπου 400.000 άνθρωποι), άρχισε ανοιχτά να γίνεται και εμπόριο ανθρώπων, που παρά τη θέλησή τους είχαν πέσει στα χέρια διάφορων συμμοριών. Στην Τσετσενία καταφθάνουν αρκετοί ξένοι ένοπλοι, που στηρίζουν το θρησκευτικό ρεύμα του ουαχαμπιτισμού και χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό.Τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1999 ένοπλες ομάδες Τσετσένων και Νταγκεστανών ουαχαμπιτών, με επικεφαλής τον Μπασάεφ και τον ξένο Χατάμπ, εισβάλλουν σε ορεινές περιοχές της Αυτόνομης Ρωσικής Δημοκρατίας του Νταγκεστάν. Οι ένοπλοι αποκρούονται από δυνάμεις του τακτικού ρωσικού ομοσπονδιακού στρατού, που έδρασε μαζί με ομάδες ένοπλης λαϊκής πολιτοφυλακής και της αστυνομίας. Οι ένοπλοι είχαν δηλώσει πως στόχος τους ήταν η «απελευθέρωση» του Νταγκεστάν και η δημιουργία μαζί με την Τσετσενία και την Ινγκουσέτια μιας «Ισλαμικής Δημοκρατίας του Καυκάσου». Την ίδια περίοδο γίνονται εκρήξεις βομβών στη Μόσχα και σε άλλες πόλεις, με δεκάδες νεκρούς. Τα παραπάνω οδηγούν το Κρεμλίνο στην απόφαση για τη νέα επέμβαση του στρατού στην Τσετσενία. Μπροστά στον κίνδυνο οι Τσετσένοι αποσχιστές ενώνονται και πάλι, αν και διατηρούνται ορισμένες αντιπαραθέσεις με τους οπαδούς του ουαχαμπιτισμού. Αρχίζει ο «δεύτερος πόλεμος της Τσετσενίας», όπως αποκαλείται συχνά στα ΜΜΕ. Σε αυτόν ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνουν πλέον οι καμικάζι (κυρίως γυναίκες, οι οποίες χαρακτηρίζονται «μαύρες χήρες»), που εξαπολύουν επιθέσεις αυτοκτονίας σε ρωσικές πόλεις. Πάνω στα πτώματα θεμελιώνεται το «πατριωτικό» προφίλ του νέου Προέδρου της Ρωσίας, Βλ. Πούτιν. Κι εδώ είναι γνωστές οι κατοπινές κατηγορίες του επιχειρηματία Μπ. Μπερεζόφσκι, που τότε «έλυνε και έδενε», πως δεν έγιναν όλες οι εκρήξεις βομβών σε πολυκατοικίες της Μόσχας και άλλων πόλεων από Τσετσένους τρομοκράτες και πως το «χεράκι» τους έβαλαν και οι μυστικές υπηρεσίες της Ρωσίας, με στόχο τη διαμόρφωση ενός κλίματος τρομο-υστερίας που θα ενίσχυε το προφίλ και τη δημοτικότητα του Πούτιν.Τον Οκτώβρη του 2002 έχουμε την ομηρία εκατοντάδων θεατών στο θέατρο «ΝΟΡΝΤ-ΟΣΤ» της Μόσχας, η οποία επίσης είχε τραγική κατάληξη, με δεκάδες θύματα που κατά βάση πέθαναν από το θανατηφόρο αέριο το οποίο έριξαν οι ειδικές δυνάμεις για να εισβάλουν. Τα ΚΚ της Ρωσίας καταδικάζουν τις ενέργειες του Πούτιν. Στις 23.3.2003 εγκρίνεται σε δημοψήφισμα το νέο Σύνταγμα της Τσετσενίας, που προβλέπει καθεστώς αυτονομίας της Δημοκρατίας της Τσετσενίας μέσα στα πλαίσια της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Στις 5.10.2003 ο εκλεκτός του Κρεμλίνου, επικεφαλής της τσετσενικής διοίκησης, Αχμάντ Καντίροφ, επικράτησε στις εκλογές για την ανάδειξη του Προέδρου της τσετσενικής Δημοκρατίας. Στις 9.5.2004 δολοφονείται ο Τσετσένος Πρόεδρος, Αχμάντ Καντίροφ, από έκρηξη στις εξέδρες του γηπέδου «Διναμό» στην πρωτεύουσα της επαρχίας Γκρόζνι. Ο Καντίροφ καθώς και άλλοι αξιωματούχοι παρακολουθούσαν εκδήλωση γιορτασμού της Αντιφασιστικής Νίκης του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Στις 24.8.2004 δύο ρωσικά επιβατικά αεροπλάνα ανατινάζονται στον αέρα με διαφορά 3 λεπτών, σκοτώνοντας 90 ανθρώπους. Στις 29.8.2004 ο επιλεγείς από το Κρεμλίνο Αλού Αλχάνοφ εκλέγεται νέος Πρόεδρος της Τσετσενίας. Στις 31.8.2004 έχουμε την έκρηξη κοντά στο σταθμό «Ρίζκαγια» του μετρό της Μόσχας. Τουλάχιστον 12 νεκροί, δεκάδες τραυματίες. Στις 1.9.2004 αρχίζει η τραγωδία στο σχολείο της πόλης Μπεσλάν της Βόρειας Οσετίας, που κατέληξε σε εκατόμβη θυμάτων, μεταξύ αυτών κι εκατοντάδων παιδιών.