Πηγαίνοντας να πληρώσει, φεύγοντας από το κατάστημα, η νεαρή ταμίας ρώτησε την ηλικιωμένη κυρία, αν θα χρειαστεί πλαστική τσάντα για τα ψώνια της, διαφορετικά της είπε πως θα έπρεπε να φέρνει δικές της, πολλών χρήσεων, απ’ το σπίτι, γιατί οι πλαστικές σακούλες δεν είναι καλές για το περιβάλλον.
Η γυναίκα ζήτησε συγγνώμη από την κοπέλα και της εξήγησε, «Ναι, εμείς δεν είχαμε αυτό το “πράσινο” θέμα, στα νιάτα μου»… Η νεαρή υπάλληλος απάντησε, «Αυτό είναι το πρόβλημά μας σήμερα. Η δική σας γενιά δεν νοιαζόταν αρκετά, ώστε να σώσει το περιβάλλον μας, για τις μελλοντικές γενιές». Η ηλικιωμένη κυρία της είπε πως είχε δίκιο – «Ναι, η δική μου γενιά δεν είχε αυτό το “πράσινο πράγμα” στην εποχή μου».
Συνέχισε, να της εξηγεί πώς ήταν τότε: «Τότε, επιστρέφαμε τα γυάλινα μπουκάλια γάλακτος, των αναψυκτικών και της μπύρας στο κατάστημα.
Το κατάστημα τα έστελνε πίσω στο εργοστάσιο για να πλυθούν και να αποστειρωθούν και να τα ξαναγεμίσουν, για να χρησιμοποιηθούν ξανά και ξανά. Οπότε στην πραγματικότητα τα ανακύκλωναν.
Αλλά, δεν είχαμε το “πράσινο πράγμα” στις μέρες μας… Τα μπακάλικα, μας έβαζαν τα ψώνια μέσα σε καφέ χάρτινες σακούλες, που χρησιμοποιούσαμε για πολλά πράγματα.
Το πιο αξιομνημόνευτο – εκτός από την χρήση τους για σακούλες οικιακών απορριμμάτων – ήταν η χρήση του καφέ χαρτιού για κάλυμμα των σχολικών βιβλίων μας.
Αυτό εξασφάλιζε πως η δημόσια περιουσία (τα βιβλία που παρέχονται από το σχολείο για δική μας χρήση) δεν θα παραμορφώνονταν από τις μουτζούρες μας. Έτσι, μπορούσαμε να τους δώσουμε την προσωπική μας «σφραγίδα» σε εμφάνιση, πάνω στο καφέ ή το μπλε χαρτί περιτυλίγματος. Τι κρίμα, που δεν είχαμε το “πράσινο πράγμα” τότε.
Ανεβαίναμε τις σκάλες με τα πόδια, γιατί δεν είχαμε κυλιόμενη σκάλα ή ανελκυστήρα σε κάθε κτίριο καταστημάτων και γραφείων. Περπατούσαμε μέχρι το μανάβικο. Δεν παίρναμε το ΙΧ ή τη μηχανή 300 ίππων κάθε φορά που χρειαζόταν να διασχίσουμε δύο τετράγωνα. Αλλά έχεις δίκιο… δεν είχαμε το “πράσινο πράγμα” στις μέρες μας… Τότε πλέναμε τις πάνες του μωρού, αφού δεν είχαμε το είδος της μιας χρήσεως για πέταμα, όπως σήμερα.
Στεγνώναμε τα ρούχα πάνω σε τεντωμένο σχοινί, όχι μέσα σε ένα στεγνωτήριο-φαγάνα που καταβροχθίζει άπειρες κιλοβατώρες ηλεκτρισμού. Η αιολική και η ηλιακή ενέργεια όντως στέγνωναν τα ρούχα μας τότε, στις μέρες μας. Τα παιδιά είχαν ρούχα από δεύτερο χέρι, από τους αδελφούς ή τις αδελφές τους, και όχι πάντοτε καινούργια ρούχα. Αλλά ναι, κοπέλα μου, έχεις δίκιο – εμείς δεν είχαμε το “πράσινο πράγμα” τον παλιό καιρό.
Τότε είχαμε (αν είχαμε καν..) μόνο μια τηλεόραση ή ένα ραδιόφωνο στο σπίτι – όχι από μία τηλεόραση σε κάθε δωμάτιο. Και η τηλεόραση είχε μικρή οθόνη, σε μέγεθος ανοιχτού τετραδίου (τις θυμόσαστε άραγε;), και όχι οθόνη σε μέγεθος δωματίου –home cinema. Στην κουζίνα ανακατεύαμε τη ζύμη με το χέρι και με το χέρι χτυπούσε η μαμά τη μαγιονέζα, ή τη σκορδαλιά ή την ταραμοσαλάτα, γιατί δεν είχαμε ηλεκτρικά μηχανήματα, μίξερ και «διαβολάκια» να μας τα κάνουν όλα για μας.
Όταν συσκευάζαμε ένα εύθραυστο αντικείμενο για να το ταχυδρομήσουμε, χρησιμοποιούσαμε παλιές εφημερίδες για να το προστατέψουμε, και όχι συνθετικό Styrofoam ή πλαστικό περιτύλιγμα με φυσαλίδες… Τότε, δεν βάζαμε μπρος έναν κινητήρα και δεν καίγαμε βενζίνη για να κουρέψουμε το γκαζόν. Χρησιμοποιούσαμε ένα κλασικό –χειροκίνητο- χλοοκοπτικό, που «έκαιγε» ανθρώπινη ενέργεια… Γυμναζόμασταν με την εργασία, έτσι δεν χρειαζόταν να πηγαίνουμε σε γυμναστήριο για να τρέχουμε πάνω σε κυλιόμενους διάδρομους που λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα… Αλλά έχεις δίκιο. Δεν είχαμε εμείς το “πράσινο πράγμα” τότε.
Πίναμε από τη βρύση, αφού πρώτα ξεπλέναμε τα χέρια μας, όταν ήμασταν διψασμένοι, αντί να χρησιμοποιούμε πλαστικό ποτήρι μιας χρήσης ή πλαστικό μπουκάλι, κάθε φορά που πίναμε νερό… Ξαναγεμίζαμε τα στυλό με μελάνι, αντί να αγοράζουμε μια καινούργια, και βάζαμε καινούργιο ξυράφι μέσα στην ξυριστική μηχανή, αντί να πετάξουμε ολόκληρο το εργαλείο, μόνο και μόνο επειδή η λεπίδα του ξυραφιού δεν έκοβε πια καλά. Αλλά δεν είχαμε το “πράσινο πράγμα” τότε.
Στα παιδικά μου χρόνια, οι άνθρωποι έπαιρναν το λεωφορείο για τη δουλειά και τα παιδιά πήγαιναν με τα πόδια ή με το ποδήλατο στο σχολείο τους, αντί να μετατρέπουν τις μητέρες τους σε 24ωρη υπηρεσία ταξί, με το SUV των €45.000 ή το βαν της οικογένειας – που κοστίζουν όσο κόστιζε ένα ολόκληρο σπίτι . πριν από το “πράσινο πράγμα”.
Είχαμε μια πρίζα σε κάθε δωμάτιο, και όχι πολύμπριζα, για να τροφοδοτούμε καμιά δεκαριά συσκευές. Και δεν χρειαζόμασταν έναν υπολογιστή-γκάτζετ για να λάβουμε σήμα που εκπέμπεται από δορυφόρους 20.000 χλμ. έξω στο διάστημα, για να βρούμε το πλησιέστερο μαγαζί που πουλάει χάμπουργκερ… με συγχωρείς, τότε τα λέγαμε μπιφτέκια! … Τότε ο καφές ήταν «ελληνικός» κι όχι espresso ή cappuccino… ή ακόμα χειρότερο –fredo! … O καφετζής δεν είχε ακόμα τον ευγενή τίτλο του barista και ο μάγειρας ήταν… μάγειρας κι όχι chef!
Δεν είναι αξιοθρήνητο, που η σημερινή γενιά κόπτεται για το πόσο σπάταλοι ήμασταν εμείς, τότε, μόνο και μόνο επειδή –και καλά- δεν είχαμε αυτό το “πράσινο πράγμα”;
Κοπέλα μου, δεν γουστάρουμε να είμαστε γέροι, έτσι κι αλλιώς, οπότε δεν χρειαζόμαστε πολύ για να μας ανάψουν τα αίματα… ειδικά από μία πολλαπλά κατά-τρυπημένη και γεμάτη τατουάζ εξυπνούλα, που δεν ξέρει πόσα ρέστα πρέπει να δώσει, χωρίς να της το αποτυπώσει η ταμειακή μηχανή…