Επισκέπτης
κι εμενα ρε μαλακα..πςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς
μου γάμησες την ψυχολογία τώρα.
φευγω για ομονοια..
λεω να ξαναπεσω στην πρεζα..
κι εμενα ρε μαλακα..πςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς
μου γάμησες την ψυχολογία τώρα.
μπινελίκια.
ποσταρε καμμια φωτο τωρα κι ασε τα καβλια...ετσι & χειροτερα..
συνεχιζε να μας διασκεδαζεις..
Υ.Γ σε επανασυνδεω με το καυλι μου..
οπως ειπα στ αρχιδια μου κι εσυ κι ο πλε...πςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς
μου γάμησες την ψυχολογία τώρα.
ααααααααααααααααααααααααααααααχχααχχααχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχχααχα
το πάλλιωμα του βίλλου με τον πούττον
Ο βίλλος εσηκώθηκεν μιαν νύχταν θυμωμένος
βαρβάτος, ολοκότσιηνος, κκεφάτος, καυλωμένος.
Τζι άννοιξεν το ρουθούνιν του πόσιει στην τζιεφαλήν του
τζι ένα κομμάτιν σίερον έκαμεν το κορμίν του.
Τζιαι μιαν μανιέραν έπιασεν τζιαι στο πουττίν γυρίζει
τζιαι τέθκοια λόγια του λαλεί, τέθκοια το φοβερίζει:
-Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω
τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω
τζι αν έν΄ τζι η τρύπα σου στενή, εγιώ θα την ι-σσιίσω.
Θα σ΄ αναγείρω πκιο βαθκιά, στον πάτον σου θα φτάσω
τζι εννά γαμώ τζι εννά γαμώ τζι έθθεν για να χορτάσω.
Εννά σε κάμω, ρε πουττίν, συγγνώμην να ζητήσεις,
τ΄ αρτζίδκια μου τα κρεμμαστά θα σσίυψεις να φιλήσεις
τζιαι μιαν τζιαι δκυο τζιαι τρεις φορές μιτά μου έννα χύσεις.
Ομως, πούττε, λαλώ σου το, έθθεν να σύρω πίσω,
αν δεν σε κάμω λάχανον <τζι>έθθεν να παραιτήσω,
ωσότου να μου πεις «αμάν», ωσότου σε νικήσω.
Στον βίλλον που συνέχισεν τζιείντα καμώματά του,
Ο πούττος εν εβάσταξεν τζιαι τέθκοια απαντά του:
-Ρε βίλλε ανοστόπλαστε, πόσιεις έναν αμμάτιν,
εγίνης μου αήττητος, μεγάλον πκιον κακκάτιν.
Μα τούτα ούλα που λαλείς εγιώ εν τα στιμιάζω
τζι ούτε πως είσαι, σγοιάν λαλείς, εγιώ σε λοαρκάζω.
Τζιαι αν λαλείς πως με νικάς, έν΄ κουτουρού λοούδκια,
η αλουπού στον ύπνον της θωρεί πετειναρούδκια!
Εγιώ τωρά σε προκαλώ το έργον σου ν΄ αρχίσεις,
να δούμεν αν, όπως λαλείς, βίλλε, θα με νικήσεις.
Ο βίλλος εσηκώθηκεν τζι άρτζιεψεν τον αγώνα,
πάνω στον πούττον στάθηκεν σγοιάν να ΄τουν μια κολόνα.
Τζιείν΄ η κκελλέ εγίνηκεν κότσιηνη πομιλόρι,
φτάννει στην τρύπαν του πουττιού τζιαι μπαίννει με το ζόρι.
Τραβά βαθκιά ούλλος χαράν, στον πάτον του πεζεύκει,
τζιαι που του άρεσεν πολλά άρτζιεψεν να χορεύκει.
Δώσ΄ του χορόν τζιαι άππηον, σαν να ΄τουν μεθυσμένος,
τον πούττον ενεκάτσιασεν, ο τρισκαταραμένος.
Ο πούττος εσιώπησεν -με σιιόνιν, με χαλάζι!-
του βίλλου τες παλλικαρκές θωρεί τζιαι κάμνει χάζι.
Ο βίλλος άμα έκαμεν τζιείντα καμώματά του,
μέσα στον πούττον άρτζιεψεν τζιαι τα ξεράματά του.
Που τα πολλά τα ξερατά, εγίνην χλωμιασμένος
τζι απού ΄τουν σγοιάν το σίδερον, βαρβάτος, καυλωμένος,
ήρτεν τζι εγίνην μια μπουτσιά, χλωμός τζιαι μαραμμένος.
Από τον πούττον έβκηκεν τζι εστάθην ντροπιασμένος,
μες στο πετσίν του κρύφτηκεν, σαν γέρος ποσταμένος.
Ο πούττος τζιείνην την στιγμήν γελά τζιαί χαχχανίζει,
του βίλλου τέθκοια του λαλεί, τέθκοια του μουρμουρίζει:
-Ελα, ρε βίλλε, καρτερώ, ξανάμπα στο τρυπίν μου,
χόρεψε, σούστου όσο μπορείς, ν΄ αναπαυτεί η ψυσιή μου.
Είντα ΄ν΄που έπαθες τωρά τζι είσαι σαν σκοτωμένος,
είδες είντα ΄ν΄πο σου ΄λεα, πως θά ΄φκεις νικημένος;
εγιώ ρε βίλλε, σατανά, μονάμματε, σακκάτη,
φτάννει να θέλω που καρκιάς, να βάλω το γινάτι
τζιαι δέκα βίλλους σαν εσέν μπορώ να τους νικήσω
τον έναν πίσω τ΄ αλλουνού τζι έθθα το χαπαρίσω.
Ο βίλλος που την αντροπήν έμεινεν μουρρωμένος,
σγοιά το παιξούμενον πουλλίν, ήταν ο καημένος.
Τζιείντο πολλύν φουμίσιν του καπνός τζιαι διαλύθην
τζιαι έκαμεν παραδοχήν ότι πως ενικήθην.
Οι πρωτινοί λαλούσασιν ο πούττος πως έν΄ κάστρον,
πιάννει το βίλλον που το φτιν τζιαι παίρνει τον στον μάστρον.
Οταν γεράσ΄ ο άδρωπος, ο βίλλος πεθανίσκει,
ο πούττος όπως ήταν πριν τζιαι στα στερνά μεινίσκει.
Η ιστορία ετέλειωσεν, το νόημα έν΄ τούτον:
προσέχετε τον βίλλον σας, κοπέλλια που τον πούττον.
Δέκα φορές απανωτά τον πούττον να γαμήσεις,
ποττέ μεν βάλεις κατά νουν πως έννα τον γιρτίσεις,
την θάλασσαν με μιαν ποτσούν μπορείς να ξηντιλήσεις;
αμα είχες δε θα γραφες στο νετ τα τελευταία ποστάκια.οπως ειπα στ αρχιδια μου κι εσυ κι ο πλε...
Αφου κανεις αλαξωκολιες στα στουντιο με της γκομενες γιατη δεν το παραδεχεσαιαμα είχες δε θα γραφες στο νετ τα τελευταία ποστάκια.
σκύψε και ψάχτα, αυτά με πλήκτρα μόνο τα λαλείς.
σα δεις την πούτσα του πλέζουρα σε φυγή θε να τραπείς.
συνεχα γιατι μεχρι στιγμης διασκεδαζω αφανταστα...αμα είχες δε θα γραφες στο νετ τα τελευταία ποστάκια.
σκύψε και ψάχτα, αυτά με πλήκτρα μόνο τα λαλείς.
σα δεις την πούτσα του πλέζουρα σε φυγή θε να τραπείς.
Αφου κανεις αλαξωκολιες στα στουντιο με της γκομενες γιατη δεν το παραδεχεσαι
κριμα να νομιζεις οτι απλως γραφω οτι διαβαζω σε ποστ σου οπως κανεις εσυ τωρα...αν και 30ρης προς 40...και ο ντράμμερ κάνει αλλαξοκωλιες στο μονολίθι στην πρέβεζα....
τον κόζαρα κάτω απ το νικόπολις. Μετά τραβιόσαντε στο καναλάκι με κάτι όμορφους σα και μέ. γυρνώντας πέρασε από τον θείο βάνια και χτύπησε τυρόπιττες να σκοτώσει την πείνα του......
παλι για πεοι λαλλειταιααααααααααααααααααααααααααααααχχααχχααχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχχααχα
το πάλλιωμα του βίλλου με τον πούττον
Ο βίλλος εσηκώθηκεν μιαν νύχταν θυμωμένος
βαρβάτος, ολοκότσιηνος, κκεφάτος, καυλωμένος.
Τζι άννοιξεν το ρουθούνιν του πόσιει στην τζιεφαλήν του
τζι ένα κομμάτιν σίερον έκαμεν το κορμίν του.
Τζιαι μιαν μανιέραν έπιασεν τζιαι στο πουττίν γυρίζει
τζιαι τέθκοια λόγια του λαλεί, τέθκοια το φοβερίζει:
-Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω
τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω
τζι αν έν΄ τζι η τρύπα σου στενή, εγιώ θα την ι-σσιίσω.
Θα σ΄ αναγείρω πκιο βαθκιά, στον πάτον σου θα φτάσω
τζι εννά γαμώ τζι εννά γαμώ τζι έθθεν για να χορτάσω.
Εννά σε κάμω, ρε πουττίν, συγγνώμην να ζητήσεις,
τ΄ αρτζίδκια μου τα κρεμμαστά θα σσίυψεις να φιλήσεις
τζιαι μιαν τζιαι δκυο τζιαι τρεις φορές μιτά μου έννα χύσεις.
Ομως, πούττε, λαλώ σου το, έθθεν να σύρω πίσω,
αν δεν σε κάμω λάχανον <τζι>έθθεν να παραιτήσω,
ωσότου να μου πεις «αμάν», ωσότου σε νικήσω.
Στον βίλλον που συνέχισεν τζιείντα καμώματά του,
Ο πούττος εν εβάσταξεν τζιαι τέθκοια απαντά του:
-Ρε βίλλε ανοστόπλαστε, πόσιεις έναν αμμάτιν,
εγίνης μου αήττητος, μεγάλον πκιον κακκάτιν.
Μα τούτα ούλα που λαλείς εγιώ εν τα στιμιάζω
τζι ούτε πως είσαι, σγοιάν λαλείς, εγιώ σε λοαρκάζω.
Τζιαι αν λαλείς πως με νικάς, έν΄ κουτουρού λοούδκια,
η αλουπού στον ύπνον της θωρεί πετειναρούδκια!
Εγιώ τωρά σε προκαλώ το έργον σου ν΄ αρχίσεις,
να δούμεν αν, όπως λαλείς, βίλλε, θα με νικήσεις.
Ο βίλλος εσηκώθηκεν τζι άρτζιεψεν τον αγώνα,
πάνω στον πούττον στάθηκεν σγοιάν να ΄τουν μια κολόνα.
Τζιείν΄ η κκελλέ εγίνηκεν κότσιηνη πομιλόρι,
φτάννει στην τρύπαν του πουττιού τζιαι μπαίννει με το ζόρι.
Τραβά βαθκιά ούλλος χαράν, στον πάτον του πεζεύκει,
τζιαι που του άρεσεν πολλά άρτζιεψεν να χορεύκει.
Δώσ΄ του χορόν τζιαι άππηον, σαν να ΄τουν μεθυσμένος,
τον πούττον ενεκάτσιασεν, ο τρισκαταραμένος.
Ο πούττος εσιώπησεν -με σιιόνιν, με χαλάζι!-
του βίλλου τες παλλικαρκές θωρεί τζιαι κάμνει χάζι.
Ο βίλλος άμα έκαμεν τζιείντα καμώματά του,
μέσα στον πούττον άρτζιεψεν τζιαι τα ξεράματά του.
Που τα πολλά τα ξερατά, εγίνην χλωμιασμένος
τζι απού ΄τουν σγοιάν το σίδερον, βαρβάτος, καυλωμένος,
ήρτεν τζι εγίνην μια μπουτσιά, χλωμός τζιαι μαραμμένος.
Από τον πούττον έβκηκεν τζι εστάθην ντροπιασμένος,
μες στο πετσίν του κρύφτηκεν, σαν γέρος ποσταμένος.
Ο πούττος τζιείνην την στιγμήν γελά τζιαί χαχχανίζει,
του βίλλου τέθκοια του λαλεί, τέθκοια του μουρμουρίζει:
-Ελα, ρε βίλλε, καρτερώ, ξανάμπα στο τρυπίν μου,
χόρεψε, σούστου όσο μπορείς, ν΄ αναπαυτεί η ψυσιή μου.
Είντα ΄ν΄που έπαθες τωρά τζι είσαι σαν σκοτωμένος,
είδες είντα ΄ν΄πο σου ΄λεα, πως θά ΄φκεις νικημένος;
εγιώ ρε βίλλε, σατανά, μονάμματε, σακκάτη,
φτάννει να θέλω που καρκιάς, να βάλω το γινάτι
τζιαι δέκα βίλλους σαν εσέν μπορώ να τους νικήσω
τον έναν πίσω τ΄ αλλουνού τζι έθθα το χαπαρίσω.
Ο βίλλος που την αντροπήν έμεινεν μουρρωμένος,
σγοιά το παιξούμενον πουλλίν, ήταν ο καημένος.
Τζιείντο πολλύν φουμίσιν του καπνός τζιαι διαλύθην
τζιαι έκαμεν παραδοχήν ότι πως ενικήθην.
Οι πρωτινοί λαλούσασιν ο πούττος πως έν΄ κάστρον,
πιάννει το βίλλον που το φτιν τζιαι παίρνει τον στον μάστρον.
Οταν γεράσ΄ ο άδρωπος, ο βίλλος πεθανίσκει,
ο πούττος όπως ήταν πριν τζιαι στα στερνά μεινίσκει.
Η ιστορία ετέλειωσεν, το νόημα έν΄ τούτον:
προσέχετε τον βίλλον σας, κοπέλλια που τον πούττον.
Δέκα φορές απανωτά τον πούττον να γαμήσεις,
ποττέ μεν βάλεις κατά νουν πως έννα τον γιρτίσεις,
την θάλασσαν με μιαν ποτσούν μπορείς να ξηντιλήσεις;
κρίμα να καρφώνεσαι... σε μια πόλη με 17 χιλιάρια κατοίκους δε ξες που θα πέσεις....κριμα να νομιζεις οτι απλως γραφω οτι διαβαζω σε ποστ σου οπως κανεις εσυ τωρα...αν και 30ρης προς 40...
κι επειδη ξεχαστηκα,σοβαρη σχεση με στριπ γουμαν δεν υπαρχει κανας λογος να κανεις περαν του να το πεις στους φιλους σου για να φανεις πιο αντρας...ασχετως αν η στριπτιζου απο πισω σου θα λεει τι μαλακας εισαι οπως κανει το 90% των κοριτσιων αυτων...κι ας λενε οι υπολοιποι οτι εγω τις γαμαω,ειμαι της πιατσας κλπ...
παλι το ιδιο κανεις φιλαρακι...μη διαβαζεις τα ποστ μου θα στραβωθεις...κρίμα να καρφώνεσαι... σε μια πόλη με 17 χιλιάρια κατοίκους δε ξες που θα πέσεις....
Υ.Γ.
εσύ δεν είσαι που διαγράφτηκες και ξαναγράφτηκες;
μιλησε ο γαμιας των αθηνων...που προσπαθει να το παιξει καποιος στο ιντερνετ...αντε γεια μεγαλε...για να το λες εσύ που έχεις κάνει επιστήμη τη Φυλής κάτι θα ξέριες παραπάνω.
αααααααααααααααααααααααααχαχαχαχχααχαχχααχαχαχαχχαχααχαχαχαχαχαχα
φιλάκια ηπειρούλη. τα λέμε.
παλι το ιδιο κανεις φιλαρακι...μη διαβαζεις τα ποστ μου θα στραβωθεις...
μιλησε ο γαμιας των αθηνων...που προσπαθει να το παιξει καποιος στο ιντερνετ...αντε γεια μεγαλε...
Δεν είναι τυχαίο που αυτοκτό ο ποιητής στον παντοκράτορα.
πίκρα το χειμώνα. χειρότερα απο αγγλία.
γειάααααααααααααααααααααααα πρεβεζούλη.