Αφιερωμενο εξαιρετικα στα πτωματοφαγα μουνοφασιστακια...
"τί είδα εκεί έξω:
Κατεβήκαμε στο πανεπιστήμιο την ώρα που το ΠΑΜΕ περπατάει στη Σταδίου. Απ’ τα μεγάφωνα κλασσικά Ξυλούρης. Ο κόσμος είναι πάρα πολύς. Βλέπεις αρκετά μετά το Σύνταγμα τους πρώτους, οι τελευταίοι ακόμη δεν έχουν ξεκινήσει από την Ομόνοια.
Λίγα μέτρα παραπέρα αρχίζει η άλλη πορεία. Πρωτοβάθμια σωματεία και λοιποί. Οι τελευταίοι, μου λέει απ’ το τηλέφωνο ο Γ., είναι μετά την ΑΣΟΕΕ, ενώ κάποιοι είναι στην Αλεξάνδρας. Μετά την ανακοίνωση των μέτρων για τη μη κατάργηση του 13 και 14 μισθού στον ιδιωτικό τομέα, πίστεψα ότι ο κόσμος στην απεργία θα ήταν αρκετός, αλλά όχι ιδιαίτερα πολύς. Έκανα λάθος. Στις συζητήσεις άκουγες συγκρίσεις και υπολογισμούς. Ακόμη δεν μπορούσα να χωνέψω το μέγεθος του πλήθους.
Περπατώντας σημειωτόν παρατηρείς μερικά πράγματα. Τα μπλοκ είναι πυκνά, όχι η συνηθισμένη εικόνα με τους διαδηλωτές να περπατάνε αραιά. Δεν μπορούσες να προχωρήσεις μπρος πίσω, για να δεις πόσος κόσμος υπήρχε πίσω. Παρόλο που απ’ την αρχή της Σταδίου εμφανίστηκαν τα ΜΑΤ με τις γνωστές χημικές διαθέσεις, τα γνωστά συνθήματα «μπα – γου – δο» ακούστηκαν λιγότερο από ποτέ. Η κουβέντα που σερνόταν στα στόματα και έδινε τον παλμό ήταν το «να καεί το μπουρδέλο η βουλή». Η ένταση ήταν πρωτοφανής, νομίζω. Αν θεωρούμε ότι ο προπέρσινος Δεκέμβρης είχε οργή, ας το ξανασκεφτούμε. Στο σημείο εκείνο, λίγο μετά την κορυφή των πρωτοβάθμιων σωματείων, στη Σταδίου, τα ΜΑΤ ξεκίνησαν να πετάνε τα πρώτα χημικά.
Ενδεικτικό της κατάστασης ότι με την Ι. επαναλήφθηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές ο διάλογος:
Ι: «Πάμε λίγο πιο γρήγορα, εδώ έχει μαύρους».
Moi: «Πού μωρέ; Δεν είναι αυτοί, καμία σχέση».
Μπροστά μας παιδιά χωρίς κουκούλες, τριαντάρηδες και ακόμη μεγαλύτεροι πετάνε μπουκάλια ή και πέτρες στα ΜΑΤ. Δεν έχουν σχέση με αυτούς που σπάνε συστηματικά ή που είναι οργανωμένοι. Πάνω απ’ τα νέφη, πάνω απ’ τον καπνό έχει κατακάτσει μια τρομερή αγανάκτηση.
Φτάνουμε στο Σύνταγμα στο κάτω μέρος της πλατείας. Ήδη πάνω γίνονται κάποια μικροεπεισόδια. Ο κόσμος αρχίζει να ανεβαίνει την ανηφόρα στα δεξιά της πλατείας για να φτάσει επιτέλους στο κοινοβούλιο. Με το που φτάνουμε στο τέλος της Όθωνος τρώμε τα δακρυγόνα. Ο κόσμος αρχίζει να τρέχει προς τα πίσω. Φωνάζω ένα «ήρεμα, μην τρέχετε», σκεφτόμενος ότι καλύτερα το χημικό παρά να ποδοπατηθούμε. Κάνω λάθος γιατί αυτό το πράγμα ή είναι πολύ δυνατό ή έχει σκάσει ακριβώς στα μούτρα μας. Μια κοπέλα πέφτει λιπόθυμη κάτω, δύο παιδιά κουβαλάνε έναν γέρο που παλεύει να πάρει ανάσα. Ο κόσμος είναι μέσα στην πλατεία και στη Φιλελλήνων. Ορισμένοι πετάνε πέτρες στις τράπεζες της Όθωνος, σπάνε κάμερες και χειροκροτούνται. Ανεβαίνουν σιγά σιγά πάλι προς τα πάνω, πετάνε πέτρες, δέχονται ξανά δακρυγόνα έρχονται πίσω. Προς το παρόν σάστισμα. Το κύμα έρχεται τώρα απ’ τον μεγαλύτερο κόσμο, αυτόν που δεν σπάει. «Να καεί, να καεί..». Ο κόσμος αρχίζει προς τα πάνω ξανά, μαζί με αυτούς που κρατάνε πέτρες, αξεχώριστα. Προχωράνε μπροστά, δακρυγόνα ξανά. Το γνωστό πήγαινε έλα όχι όμως μεταξύ κουκουλοφόρων και αστυνομικών, αλλά μεταξύ ΜΑΤ και σώματος της διαδήλωσης. Το σύνθημα που επαναλαμβάνεται δεν είναι ένα απλό σλόγκαν. Είναι η συμπύκνωση της οργής, είναι πραγματική επιθυμία. Νωρίτερα κάποιοι δίπλα μου συγκρατούν δυο κουκουλοφόρους λέγοντας «μη σπάτε ρε, κρατηθείτε. Περιμένετε να φτάσουμε στη βουλή». Ένας αριθμός ανθρώπων (100.000; 200.000; 30.000; πες όσους θες) ζητάει επίμονα και με τρομερή ένταση το θέαμα της βουλής που καίγεται. Αυτή ήταν η αίσθησή μου, μπορεί να έκανα και λάθος.
14:12. Το πιο ζόρικο δακρυγόνο που έχω φάει στη ζωή μου μόλις ανοίγω τα μάτια μου μοιάζει να είναι το πιο ανίσχυρο όπλο να αντιμετωπίσει τα πρόσωπα γύρω μου. Ο κόσμος καταπίνει τα νέφη με μάτια δακρυσμένα και ορθάνοιχτα. Δίκαιοι και άδικοι, μπάχαλοι, αριστεριστές και αγαναχτισμένοι σαραντάρηδες για μια στιγμή είναι ένα αποφασισμένο σώμα. Σ’ αυτό το σημείο ο Παπαγιώργης μας θυμίζει τη φράση του Ποζνιτσόφ: «Δεν μπορώ να εγγυηθώ για τον εαυτό μου».
Την ώρα του δακρυγόνου που προανέφερα η Α.Μπ. μου λέει, ότι έχει πάρει φωτιά η Marfin κοντά στον Ιανό και μιλάνε για δύο αγνοούμενους, δεν απαντάνε στα κινητά τους. Είναι λέει οι πυροσβέστες μέσα και ψάχνουν. Δεν δίνω πολύ σημασία. Λέω: ε καλά δεν πιστεύω να ήταν κανείς μέσα. Άμα ήταν θα μιλούσαν στους πυροσβέστες, θα τους έβρισκαν.
Ακολουθεί το γνωστό κυνηγητό. ΜΑΤ, διαδηλωτές, χημικά. Περαστικοί και άλλοι θαμώνες από μαγαζιά βρίζουν τους αστυνομικούς. Το επιχείρημα είναι πολλές φορές ότι τα μέτρα στρέφονται και εναντίον τους. Γιατί υπερασπίζονται τους κλέφτες; Αρχίζουν φωτιές. Στο παράρτημα του υπ. Οικ. σε αμάξια, σε κάδους. Έχουμε φτάσει στην Δ. Αρεοπαγίτου.
Λίγο πιο κάτω η Α.Μπ. μου λέει ότι η πυροσβεστική έστειλε στους συντάκτες ότι έχουμε τρεις νεκρούς στην τράπεζα. Παγώνω. Παίρνω τηλέφωνα, για κάποιο λόγο θέλω να το πω και σε άλλους. Δεν είναι θέμα ενημέρωσης, θέλω να μοιραστώ κατά κάποιο τρόπο το βάρος. Ο Α. είναι στα προπύλαια. Το έχει ακούσει. Μου λέει: Όταν περνούσα από κει, είχε ανάψει μια μικρή φωτιά στην τράπεζα. Κάποιοι είχαν βγει στα μπαλκόνια. Ως συνήθως οι διαδηλωτές τους έβριζαν, λέγοντας τους ότι θα έπρεπε να απεργούν. Ένας άντρας απ’ το μπαλκόνι, λέει: «όχι έτσι ρε παιδιά. Θα καούμε ζωντανοί». Ένας ηλικιωμένος λίγο πιο μπροστά φωνάζει «να καείτε μουνάκια».
Ο Α. ήταν μετά έξω απ’ την τράπεζα. Με παίρνει και μου λέει ότι κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι ψέματα. Του λέω το είπε μέχρι και το BBC. Του λέω είναι τελείως μλκ αυτό. Πρέπει να φύγει ο κόσμος από κει. Μου λέει: Μόλις ήρθε ο Βγενό. Το πλήθος φωνάζει “να τος να τος ο πρωθυπουργός” και “προσοχή προσοχή δολοφόνος με γυαλί”. Είναι με δέκα μπράβους και μερικούς αστυνομικούς. Κάποιος του φωνάζει: “έτσι θα κυκλοφορείς από δω και πέρα”
Είμαι ακόμη Φιλελλήνων. Η Ρ. μου λέει στο τηλέφωνο ότι το έμαθε. Μου λέει ότι αρκετός κόσμος έχει μαζευτεί Εξάρχεια. Έχουν τρελαθεί μου λέει. Φωνάζουν «σε μία μέρα Αργεντινή». Ο κύριος δίπλα μου που ακούει να επαναλαμβάνω το τηλεφώνημα λέει: «τι λέτε ρε παιδιά; Είναι παράδειγμα η Αργεντινή; Είναι περίπτωση ήττας αυτή». Η Ρ. συνεχίζει: «φοβάμαι ότι περνάμε τα στάδια πολύ γρήγορα. Μοιάζει με εμφύλιο. Ή με τους από δώ ή από με τους από κει». Βρίζουμε κι οι δύο, αλλά όχι με ιδιαίτερο σιχτίρι. Έχουμε παγώσει.
Η Α.Μπ. μου λέει απ’ το τηλ. ότι ο Σκάι παίζει κανονικά, ενώ κι η ΕΣΗΕΑ μάλλον θα σταματήσει την απεργία. Πάω με τα πόδια σπίτι. Σκέφτομαι ότι ζούμε ιστορικές στιγμές. Περνάω μια διάβαση στη Βουλιαγμένης σκεπτόμενος ακριβώς τις 14:12 όταν κάποιοι στην Όθωνος κουνάνε τα χέρια τους προς τη Φιλελλήνων λέγοντας: «Πάμε ρε, όλοι μαζί, μην φοβάστε». Το πλήθος ξεκινάει να πολιορκήσει τη Βουλή. Τρώει κι άλλα χημικά. Κάποιοι αρχίζουν να περπατάνε προς τα κάτω την Φιλελλήνων. Μπροστά στην ΑΔΕΔΥ υπάρχουν κάποια πολυτελή αυτοκίνητα. Υπήρχαν. Επιστρέφω στις 14:12. Αν ο κόσμος προχωρούσε λίγο ακόμη προς τη Βουλή, σκέφτομαι ότι δε θα είχαμε μόνο τρεις νεκρούς. Υπερβολικός ή όχι το πιστεύω. Η ένταση του κόσμου ήταν για μένα πρωτοφανής.
Στο σπίτι με παίρνει ο Α. Είναι βαρύς. Μιλάει και για μένα. «Δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι για αυτούς τους 3 ανθρώπους φταίμε κι εμείς. Έχουμε ευθύνη. Κάτι πρέπει να γίνει. Τι όμως; Ν’ αρχίσουμε να πλακωνόμαστε δηλαδή στο δρόμο με τους μπάχαλους;». Του υπενθυμίζω ότι σήμερα πέτρες (εντάξει όχι μολότοφ, αλλά πέτρες) πετούσε ένα σωρό κόσμος. Πολύς κόσμος. Ύστερα συμφωνώ μαζί του. Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι στις φλέβες μας κυλάει η ένταση μιας φοβερής διαδήλωσης. Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι στα ακροδάχτυλά μας υπάρχει έστω και λίγο απ’ το αίμα αυτών των ανθρώπων.
Οι στίχοι του Βάρου («πάρε τηλέφωνο τη μοναξιά σου ή βγες ξανά στο δρόμο της φωτιάς») θα έβγαιναν απ’ το στόμα μου με όλο τον λαϊκισμό που λιμνάζει μέσα μου. Τώρα όμως έχουμε τρεις νεκρούς να σκεφτούμε και να πενθήσουμε. Αν ήταν αλλιώς αυτή η μέρα, θα της έπρεπε μια ανεπανάληπτη ανάσα αισιοδοξίας. Τώρα της πρέπει προβληματισμός, περίσκεψη, αναστοχασμός."
ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ ΜΟΥΝΟΠΑΝΑ...