Παραλλαγμένη ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Την Πηνελόπη ήθελε καθένας τους για ταίρι
για να της γλείφει τα βυζιά και να της βάζει χέρι.
Αυτή όμως δεν πείθεται πως έχει πια χηρέψει
και μ' όλο που στον ύπνο της συχνά παθαίνει ρεύση!
Kρατά την τρύπα της κλειστή για τα καυλιά τα ξένα,
καυλιά π' αν τα' βάζε μαζί για να τα κάνει ένα,
κι αυτό το ένα το καυλί στην τρύπα της να χώσει,
πάλι δε θα της έφτανε για να την ξεκαβλώσει.
Παρ' όλη όμως την καύλα της - κι είναι προς έπαινο της -
καμιά ψωλή δεν άγγιξε ποτέ τον πισινό της.
Όρκο τους βάζει φοβερό πως την καρδιά θα δώσει
σ' όποιον μπορέσει με κλειστά μάτια να της τον χώσει.
Ήτανε δύσκολο πολύ σε τούτη τη φατρία
(της το' χε μάθει ο Οδυσσεύς πριν φύγει για την Τροία).
Την Πηνελόπη έγδυνε, ασφάλιζε τα μάτια,
έπαιρνε φόρα, όρμαγε σαν τα βαρβάτα άτια
κι έτσι τρέχοντας πήγαινε στην τρύπα συστημένα
παρ' όλο που τα μάτια του ήτανε σφαλισμένα.
Και με το κόλπο τώρ' αυτό τους έχει πια στο χέρι
και όρκο παίρνει πως κανείς δε θα τα καταφέρει.
Ήρθε η ώρα η κρίσιμη, πλησίαζε η ώρα
που βασιλιά θα απέκταγε του Οδυσσέα η χώρα.
Σε χαμηλό ανάκλιντρο στα κόκκινα στρωμένο
η Πηνελόπη στάθηκε με κώλο τουρλωμένο.
Λίγο πιο πέρα οι γαμπροί στέκονται στη γωνία
και τη σειρά του ο καθείς προσμένει μ' αγωνία.
Πρώτος ειν' ο Ψωλάριχος, τα μάτια του 'χουν δέσει
μα το πανί είναι μακρύ και κρέμεται σαν φέσι.
Κινά σε λίγο βιαστικός για την κωλοτρυπίδα
περνάει δίπλα της ξυστά και χάνει καθ' ελπίδα.
-δεύτερος ο Μουνίχιος - κρατάει απ' την Τροιζήνα -
μα παίρνει λάθος διεύθυνση και μπαίνει στην κουζίνα.
Κι ο κώλος πάντα ανέγγιχτος τουρλώνεται με νάζι
και την ψωλή του τυχερού στα βάθη του φωνάζει.
Τρίτος είν' ο Αρχίδημος με τα μεγάλ' αρχίδια
αλλά σκοντάφτει στα μισά και πέφτει στα τσακίδια.
Τέταρτος, πέμπτος, έβδομος, κανείς δεν έχει τύχη
και την πληρώνουν πάντοτε οι πόρτες και οι τοίχοι.
Και ξάφνου κάποιος πρόβαλε - κανένας δεν τον ξέρει
κι ούτε να είναι φαίνεται απ' τα δικά τους μέρη.
Στον κώλο ρίχνει μια ματιά π' ασπρίζει εκεί στο βάθος,
γυρνάει και λέει στους γαμπρούς όλο καημό και πάθος:
- Είμαι κι εγώ ένας άρχοντας, έχω γαλάζιο αίμα,
να μαραθεί ο πούτσος μου άμα σας λεω ψέμα!
Τον κώλο αυτόν τον αναιδή θα 'θελα να δαμάσω
παρακαλώ αφήστε με κι εγώ να δοκιμάσω.
Τον άφησαν, του δέσανε τα μάτια και τον γδύσαν,
κι ο πούτσος του σαν φάνηκε τον είδαν κι απορήσαν.
Μ' αυτός κινάει αγέρωχος με γρήγορο το βήμα
κι ο πούτσος στη κωλάρα της σφηνώνεται σα βλήμα.
Ακούστηκε ένα τρίξιμο, σαν πόρτα όταν κλείνει
είχε ξεχάσει η δύστυχη να βάλει βαζελίνη.
Ολ' οι μνηστήρες τα 'χασαν, τους ζώσανε τα φίδια.
Εξ' απ' τον κώλο μοναχά κρεμόντουσαν τ' αρχίδια.
Της Πηνελόπης η φωνή τους βγάζει από την πλάνη
(τον έχει ακόμα μέσα της κι από τις πάντες κλάνει).
- Ειν' ο Οδυσσέας κι αν μπορεί κανείς ας με διαψεύσει
λάθος δεν κάνω εγώ ποτέ, τον γνώρισα απ' τη γεύση.
Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.
Ανοίγουνε τα πόδια τους, τουρλώνουνε τον κώλο
και περιμένουν να δεχτούν τον τρομερό τον ψώλο.
Μ' αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασμένος
πως είν' τ' αρχίδια του κενά και ο πούτσος του πεσμένος.
Έδωσε όμως το λόγο του στους τουρλωμένους κώλους
πως κάποια μέρα και αυτούς θα τους γαμούσε όλους.
Κι έχυσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Ασχετο αλλα ηθελα να το μοιραστω και βαριομουν να ανοιξω αλλο νημα