Πως...χυνω
Σε ολους εσας αδερφια μου , μαζι που ηπιαμε οινο,
μικρα σπουδαια μυστικα του τροπου που εγω χυνω,
ευθυς αμεσως θα σας πω. Κι ισως να εμβαθυνω
αν θα προλαβω, γιατι αυριο φευγω για το Λονδινο.
Οργιο σπουδαιο γινεται, και παω να διευθυνω.
Αφου λοιπον τη γκομενα με τροπο ωραιο ψηνω
κι ολους τους φοβους και τα μη, ευθυς καταπραυνω
αρχιζω αργα και τρυφερα, μα σταθερα, να γδυνω.
Παντα τα προφυλαχτικα, διπλα στο κομοδινο.
Φιλια και χαδια αφθονα αρχιζω να της δινω
Και ερωτησεις προστυχες συχνα της απευθυνω.
Αφου την προσκυνaω παντου σαν Παναγια στην Τηνο,
και με τη γλωσσα μου γλυκα ολους τους κομπους λυνω,
μεσα της μπαινω και σιγα σιγα, οπως στο τραμπολινο,
αρχιζω παλιδρομηση. Κι ολο επιταχυνω.
Μετα απο λιγο αποτομα, ξανα επιβραδυνω.
Προσεξτε με: Την καυλα της εγω την κατευθυνω.
Κι οταν τα υγρα της ερθουν και γινουν σαν τον Ρηνο,
το «Εν Τουτο Νικα» σκεφτομαι. Τον Αγιο Κωνσταντινο.
Αγρια τοτε, και δυνατα την ορμη μου κατευθυνω
στην εκρηξη που ερχεται. Θαυμα σπουδαιο και φινο.
Κλεινω τα ματια. Λεμε και οι δυο: Ελα μωρο μου, χυνωωωωωω...
Οπερες τοτε ακουγονται, του μαγκα Τζοακινο.
Μετα απο λιγο αυτη ρωταει : Na φυγω η να μεινω ?
Θυμαμαι αμεσως ραντευου πως εχω με τον Νινο.
Ειναι ο καημενος αρωστος, και θα του παω κινινο.
«Μωρο μου θα σε ξαναδω. Συγνωμη που σε αφηνω.
Σε αγαπαω, το ξερεις πολυ». Κι ενα φιλι της δινω.
Φευγoυμε. Μονος, καθ’ οδον, παλι ενα Λοττο ξυνω...
Σε ολους εσας αδερφια μου , μαζι που ηπιαμε οινο,
μικρα σπουδαια μυστικα του τροπου που εγω χυνω,
ευθυς αμεσως θα σας πω. Κι ισως να εμβαθυνω
αν θα προλαβω, γιατι αυριο φευγω για το Λονδινο.
Οργιο σπουδαιο γινεται, και παω να διευθυνω.
Αφου λοιπον τη γκομενα με τροπο ωραιο ψηνω
κι ολους τους φοβους και τα μη, ευθυς καταπραυνω
αρχιζω αργα και τρυφερα, μα σταθερα, να γδυνω.
Παντα τα προφυλαχτικα, διπλα στο κομοδινο.
Φιλια και χαδια αφθονα αρχιζω να της δινω
Και ερωτησεις προστυχες συχνα της απευθυνω.
Αφου την προσκυνaω παντου σαν Παναγια στην Τηνο,
και με τη γλωσσα μου γλυκα ολους τους κομπους λυνω,
μεσα της μπαινω και σιγα σιγα, οπως στο τραμπολινο,
αρχιζω παλιδρομηση. Κι ολο επιταχυνω.
Μετα απο λιγο αποτομα, ξανα επιβραδυνω.
Προσεξτε με: Την καυλα της εγω την κατευθυνω.
Κι οταν τα υγρα της ερθουν και γινουν σαν τον Ρηνο,
το «Εν Τουτο Νικα» σκεφτομαι. Τον Αγιο Κωνσταντινο.
Αγρια τοτε, και δυνατα την ορμη μου κατευθυνω
στην εκρηξη που ερχεται. Θαυμα σπουδαιο και φινο.
Κλεινω τα ματια. Λεμε και οι δυο: Ελα μωρο μου, χυνωωωωωω...
Οπερες τοτε ακουγονται, του μαγκα Τζοακινο.
Μετα απο λιγο αυτη ρωταει : Na φυγω η να μεινω ?
Θυμαμαι αμεσως ραντευου πως εχω με τον Νινο.
Ειναι ο καημενος αρωστος, και θα του παω κινινο.
«Μωρο μου θα σε ξαναδω. Συγνωμη που σε αφηνω.
Σε αγαπαω, το ξερεις πολυ». Κι ενα φιλι της δινω.
Φευγoυμε. Μονος, καθ’ οδον, παλι ενα Λοττο ξυνω...