ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΔΕΝ Φρίτεις, ἄνθρωπε, ποῦ ἀκοῦς τόν Θεόν νά σοῦ λέει κάθε μέρα σέ ὅλην τήν θείαν Γραφήν, «νά μή βγαίνει ἀπό τό στόμα σου ἀργός λόγος «διότι σᾶς βεβαιώνω πῶς ἀκόμη καί γιά ἕναν περιττόν λόγον θά δώσετε ἀπολογία (κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως)»,«καί γιά ἕνα ποτήρι κρύο νερό ποῦ προσφέρατε θά λάβετε μισθό». Δέν ἀκοῦς πῶς ὁ Θεός εἶναι κριτής ἀκόμη καί τῶν ἐννοιῶν καί τῶν λογισμῶν τῆς καρ-
δίας; Πράγματι, τί λέει; «Ὅποιος στρέψει τό βλέμμα του σέ μιά γυναῖκα μέ πονηρή ἐπιθυμία, διέπραξε ἢδη μοιχεία μέσα στήν καρδιά του». . Εἶδες πῶς θεωρεῖται μοιχός, ὅποιος βλέπει μέ πονηρή ἐπιθυμία σέ κάποιο πρόσωπο; Ἔτσι, ὦ ἄνθρωπε, γνώριζε μέ βεβαιότητα ὅτι καί ὅποιος εἶναι δέσμιος στήν ἐπιθυμία τῶν χρημάτων, κρίνεται ὡς φιλάργυρος, ἔστω καί ἄν δέν ἔχει τίποτε δικό του ἐπίσης καί ὅποιος ποθεῖ πολλά καί πολυτελῆ φαγητά, θεωρεῖται γαστρίμαργος, ἔστω κι ἄν λόγῳ φτωχείας τρέφεται μόνο μέ ψωμί καί νερό, ἀλλά καί πόρνος θεωρεῖται ὅποιος μολύνεταί συνδυάζοντας πονηρούς λογισμούς ἐπί πολύ, ἔστω καί ἄν ποτέ δέν δεῖ πρόσωπο ἀνθρώπου. Παρομοίως καί ὅποιος λέει μέσα στήν καρδιά του, «κακῶς διαπράχθηκε αὐτό καί παραλόγως ἔγινε ἐκεῖνο» καί «γιατί ἔγινε αὐτό κι αὐτό;» καί «γιατί ἐκεῖνο δέν ἔγινε;», μήν πλανηθεῖ, καταλαλητής· εἶναι, καί θά κριθεῖ ὡς κατακριτής, ἔστω καί ἄν δέν βγάλει λέξη ἀπό τό στόμα του, οὔτε ἀκούσει κανείς τήν φωνή του.
.Διευκρινιστικά κείμενα
1.Νά εἶσαι ἀργοκίνητος σέ κάθε ἀργολογία. συνετός δέ καί προσεκτικός στίς σωτήριες ἀκροάσεις τῶν θείων Γραφῶν.
Μεγ. Βασίλειος
1. Κανένα ἄλλο δέν ἐξαφανίζει τήν ἀρετή, ὅσο ἡ εὐτραπελία καί ἡ ἀργολογία. Καί πάλι κανένα δέν ἀνακαινίζει τήν παλαιωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή καί τήν προετοιμάζει νά πλησιάσει τόν Θεόν, ὅσο ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ καλή προσοχή και ἡ συνεχής μελέτη τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ.
Ἰω. Καρπάθιος
3. ’Άν φοβόμασταν τήν κόλαση καί ἐπιθυμοῦσαμε τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἀργολογούσαμε ποτέ, ἀφοῦ μάλιστα ἐντολή τοῦ Κυρίου εἶναι, ὃτι στόν καιρό τῆς κρίσεως θά δώσουμε λόγο γιά κάθε ἀργολογία. ὃσα δέν ὠφελοῦν τήν ψυχήν, εἶναι ἀργά λόγια.
Ἀντίοχος Πανδέκτης
β'
Μήν κατακρίνεις κανένα, οὒτε ν ἀκοῦς εὐχάριστα ἐκεῖνον πού κατακρίνει διαφορετικά, καί σύ πού ἀκοῦς τήν κατάκριση.θά εἶσαι συνένοχος στήν ἁμαρτία με τόν κατάλαλο. Γιατί ἡ κατάκριση εἶναι πονηρό καί ἀκατάστατο δαιμόνιο, πού δεν εἰρηνεύει ποτέ, ἀλλά πάντοτε κατοικεῖ στίς διχοστασίες.
Μέγας Ἀθανάσιος
ΜΗΝ ΠΛΑΝΙΟΣΑΣΤΕ, ἀδελφοί μου, ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος, εὒσπλαγχνος καί ἐλεήμων καί ἐγώ μαρτυρῷ καί ὁμολογῷ ὃτι, λόγῳ αὐτῆς τῆς εὐσπλαγχνίας, ἒχω τήν πεποίθηση ὃτι εἶμαι σεσωσμένος.
Πλήν ὃμως πρέπει νά ξέρετε ὃτι αὐτούς πού δέν μετανοοῦν καί δέν τηροῦν μέ κάθε ἀκρίβεια καί φόβο πολύ τίς ἐντολές του καθόλου δέν θά τούς ὠφελήσει, ἀλλά μᾶλλον θά τούς τιμωρήσει καί χειρότερα ἀπό τά ἒθνη τά ἂπιστα καί ἀβάπτιστα. Μήν πλανιόσαστε, λοιπόν, ἀδελφοί, καί μήν σᾶς φαίνονται μικρά κάποια ἀπό τά ἁμαρτήματα)" καί ἂς μήν τά καταφρονεῖτε, διότι τάχα δέν προξενοῦν τόσο μεγάλη βλάβη στίς ψυχές μας οἱ εὐγνώμονες δούλοι τοῦ Θεοῦ δέν γνωρίζουν διαφορά μικροῦ καί μεγάλου ἁμαρτήματος, ἀλλά κι ἂν σφάλλουν ἒστω μέ τό βλέμμα ἢ μέ τόν νοῦν ἢ μέ τόν λόγο, νιώθουν σάν νά ἐξέπεσαν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού πιστεύω πώς εἶναι ἀληθινό. Πράγματι, ὃποιος βάλλει στόν νοῦ του κάτι ἀντίθετο πρός τό θεῖον θέλημα, καί δέν μετανοιώσει διώχνοντας ἀμέσως τήν προσβολή τοῦ λογισμοῦ, ἀλλά ἂν τήν δεχθεῖ καί τήν κρατήσει, αὐτό λογαριάζεται σάν ἁμαρτία του, ἒστω κι ἂν νομίζει ὃτι τελοῦσε ἐν ἀγνοία, πώς αὐτό ἦταν κακό. Διότι μόλις ἦρθε ὁ θεῖος νόμος, ἡ διδασκαλία δηλαδή τῶν ἁγίων Γραφῶν, τό μέν κακό πού ἦταν κρυμμένο στήν ἀγνοία ἀνέζησε, κι ἒτσι ἀποκαλύφθηκε ὡς παροῦσα μέσα μου ἡ ἁμαρτία, ἐνῶ ἐγώ ἒγινα νεκρός και ξένος τοῦ καλοῦ.πρέπει ἡ συνείδηση τοῦ καθενός νά ἀνακρίνεται ἀπό τήν καρδιά του. Καί ἂν ἒγινε κάτι πού δέν ἒπρεπε, ἢ ενθύμημα πού ἀπαγορεύεται, ἢ λόγος ἂσχετος πρός τό καθῆκον, ἡ ραθυμία στήν προσευχή, ἡ ἀκηδία στήν ψαλμωδία, ἡ ἐπιθυμία τοῦ κοσμικοῦ βίου, νά μήν κρύβεται τό παράπτωμα, ἀλλά νά ἐξομολογεῖται στήν ἀδελφότητα, ὣστε νά μπορέσει νά θεραπευθεῖ μέ τήν κοινήν προσευχή τό πάθος ἐκεῖνου, πού ἒπεσε σέ τέτοιο κακό.
Μέγας Βασίλειος