εδώ φον δημητράκη μου νομίζω ότι λαθεύεις...
οι λιμοί οφείλονταν στα λάθη / ανεπάρκειες / καθυστέρηση / κατά το μετασχηματισμό της ιδιωτικής παραγωγής σε συλλογική ή κρατική.
από τα προβλήματα που παρουσίασε η λεγόμενη κολλεκτιβοποίηση...
....που προκάλεσε καπου 7 εκ. νεκρους.
Αρα κρίνοντας εκ του αποτελέσματος η κολλεκτιβοποίηση είναι ένα ατελες συστημα οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής.
Ανάμεσα στα άγνωστα γεγονότα της σοβιετικής ιστορίας παρέμενε για πολύ καιρό κι ο μεγάλος λιμός των ετών 1932-1933, τα θύματα του οποίου υπήρξαν, σύμφωνα με πηγές που σήμερα δεν αμφισβητούνται, περισσότερα από 6.000.000 [1].
Αντίθετα με τον λιμό του 1921-1922, που οι σοβιετικές αρχές τον παραδέχτηκαν κάνοντας ευρεία έκκληση στη διεθνή βοήθεια, ο λιμός του 1932-1933 δεν έγινε ποτέ παραδεκτός από το καθεστώς που έπνιξε με την προπαγάνδα του τις λίγες φωνές που προσπαθούσαν, στο εξωτερικό, να προσελκύσουν την προσοχή σε αυτή την τραγωδία [2].
Παρ’όλα αυτά, κάποιοι υψηλά ιστάμενοι πολιτικοί, ιδιαίτερα Γερμανοί και Ιταλοί, γνώριζαν και μάλιστα με αρκετές λεπτομέρειες τα σχετικά με τον λιμό του 1932-1933. Οι αναφορές των Ιταλών διπλωματών που ήταν διαπιστευμένοι στο Χαρκόφ, στην Οδησσό ή στο Νοβοροσίσκ και οι οποίες αποκαλύφθηκαν πρόσφατα και δημοσιεύτηκαν από τον Ιταλό ιστορικό Αντρέα Γκρατσιόζι [3] αποδεικνύουν ότι ο Μουσολίνι ήταν απολύτως εν γνώσει της καταστάσεως, ωστόσο δεν την χρησιμοποίησε για την αντικομμουνιστική του προπαγάνδα. Αντιθέτως, το καλοκαίρι του 1933 σημαδεύτηκε από την υπογραφή μιας ιταλοσοβιετικής εμπορικής συμφωνίας, που την ακολούθησε η υπογραφή ενός συμφώνου ειρήνης και μη επιθέσεως. Αποσιωπημένη ή θυσιασμένη στο βωμό του συμφέροντος του κράτους, η αλήθεια για τον μεγάλο λιμό, για την οποία γινόταν λόγος σε ουκρανικές εκδόσεις χαμηλής κυκλοφορίας στο εξωτερικό, άρχισε να επιβάλλεται μόνο μετά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’80, αφού πρώτα δημοσιεύτηκε μια σειρά από εργασίες και έρευνες, τόσο από δυτικούς ιστορικούς όσο και από ερευνητές από την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Κάθε φθινόπωρο, η εκστρατεία περισυλλογής μεταμορφωνόταν σε μια πραγματική αναμέτρηση δυνάμεων ανάμεσα στο κράτος και τους αγρότες που προσπαθούσαν απελπισμένα να κρατήσουν για τους εαυτούς τους ένα μέρος της σοδειάς. Το στοίχημα ήταν θεμελιώδους σημασίας: για το κράτος η παρακράτηση προϊόντων, για τους αγρότες η επιβίωση.
Το 1930, το κράτος συνέλεξε το 30% της αγροτικής παραγωγής στην Ουκρανία, 38% στις πλούσιες πεδιάδες του Κουμπάν στον βόρειο Καύκασο, 33% της σοδειάς στο Καζακστάν.
Το 1931, μολονότι η συγκομιδή ήταν αρκετά κατώτερη, τα αντίστοιχα ποσοστά έφτασαν στο 41,5%, 47% και 39.5%. Τέτοιας έκτασης παρακράτηση από την πλευρά του κράτους δεν γινόταν παρά για να αποδιοργανώσει πλήρως τον παραγωγικό κύκλο. Στο σημείο αυτό αρκεί να θυμηθούμε ότι με το καθεστώς της ΝΕΠ [4] οι αγρότες δεν παραχωρούσαν περισσότερο από το 15-20% της σοδειάς τους, κρατώντας το 12-15% για την επόμενη σπορά, το 25-30% για ζωοτροφές και το υπόλοιπο για την ιδιωτική τους κατανάλωση.
Έτσι, η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη ανάμεσα στους αγρότες, που ήταν αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν κάθε μορφής στρατήγημα προκειμένου να διατηρήσουν ένα τμήμα της σοδειάς τους, και τις τοπικές αρχές που ήταν υποχρεωμένες να εκπληρώσουν με κάθε τίμημα ένα ολοένα και πιο εξωπραγματικό πλάνο (το 1932, το πλάνο της παρακράτησης ήταν κατά 32% ανώτερο από το αντίστοιχο του 1931) [5].
Η εκστρατεία συλλογής αγροτικών προϊόντων του 1932 άρχισε με πολύ βραδείς ρυθμούς. Από τη στιγμή που άρχισε ο θερισμός, οι αγρότες-μέλη των κολχόζ προσπαθούσαν να κρύψουν ή να «κλέψουν» στη διάρκεια της νύχτας ένα μέρος της σοδειάς. Παρά τα δρακόντεια μέτρα που πάρθηκαν [6], το σιτάρι δεν «απέδιδε». Στα μέσα Οκτωβρίου του 1932, το πλάνο συλλογής για τις βασικές σιτοπαραγωγικές περιοχές της χώρας δεν είχε εκπληρωθεί παρά στο 15-20%. Στις 22/10/1932, το Πολιτικό Γραφείο αποφάσισε να στείλει στην Ουκρανία και στον βόρειο Καύκασο δύο έκτακτες επιτροπές, με σκοπό «την επιτάχυνση της συλλογής των εισφορών» [7].
Στις 2 Νοεμβρίου 1932, η επιτροπή του Λάζαρ Καγκάνοβιτς, έφτασε στο Ροστόφ-Ντον. Συγκάλεσε αμέσως συνέλευση όλων των περιφερειακών γραμματέων του Κόμματος της περιοχής του βορείου Καυκάσου, η οποία υιοθέτησε την παρακάτω απόφαση:
«Σε συνέχεια της ιδιαιτέρως ντροπιαστικής αποτυχίας του πλάνου συλλογής των σιτηρών, να υποχρεώσετε τις τοπικές οργανώσεις του Κόμματος να τσακίσουν το οργανωμένο από αντεπαναστατικά στοιχεία και κουλάκους σαμποτάζ και να εκμηδενίσουν την αντίσταση των αγροτοκομμουνιστών και των προέδρων των κολχόζ που τέθηκαν επικεφαλής αυτού του σαμποτάζ».
Για έναν ορισμένο αριθμό περιφερειών που είχαν περιληφθεί στον «μαυροπίνακα» (σύμφωνα με την επίσημη ορολογία) πάρθηκαν τα ακόλουθα μέτρα: απόσυρση όλων των προϊόντων από τα καταστήματα, ολοκληρωτική παύση του εμπορίου, άμεση εξόφληση των τρεχόντων δανείων, επιβολή έκτακτης εισφοράς, σύλληψη όλων των «δολιοφθορέων», των «αλλοτριωμένων στοιχείων» και των «αντεπαναστατών», σύμφωνα με μια επιταχυνόμενη διαδικασία, υπό την αιγίδα της Γκεπεού. Σε περίπτωση εξακολούθησης του «σαμποτάζ», ο πληθυσμός υπόκειτο σε ομαδική εκτόπιση. Τον Δεκέμβριο, άρχισαν οι ομαδικές εκτοπίσεις όχι μονάχα των κουλάκων αλλά και ολόκληρων χωριών, ιδιαιτέρως των Κοζάκων stanitsy, που είχαν ήδη πληγεί το 1920 από παρόμοια μέτρα [8].
Ο αριθμός των ειδικών εποίκων εκτοξεύτηκε ραγδαία στα ύψη. Αν για το 1932 τα στοιχεία της διοίκησης του Γκουλάγκ έκαναν λόγο για άφιξη 71.236 εκτοπισμένων, το 1933 καταγράφηκε μια πλημμυρίδα 268.091 νέων ειδικών εποίκων [9].
Μπορούσαν αυτά τα κατασταλτικά μέτρα να επιτρέψουν στο κράτος να κερδίσει τον πόλεμο κατά των αγροτών;
Όχι, υπογράμμιζε σε μια ιδιαιτέρως οξυδερκή αναφορά ο Ιταλός πρόξενος του Νοβοροσίσκ:
«ο σοβιετικός κρατικός μηχανισμός, υπερβολικά εξοπλισμένος και ισχυρός, βρίσκεται πράγματι σε αδυναμία να νικήσει σε μία ή περισσότερες μάχες εν παρατάξει. Ο εχθρός δεν παρουσιάζεται μαζικός, είναι διάσπαρτος και οι σοβιετικοί εξαντλούνται σε μια ατελείωτη σειρά ατελείωτων επιχειρήσεων […] Τον εχθρό πρέπει να τον γυρεύεις από σπίτι σε σπίτι, από χωριό σε χωριό. Είναι σαν να κουβαλάς νερό με έναν τρύπιο κάδο!» [10].
Συνεπώς, για να νικηθεί ο «εχθρός» δεν έμενε παρά μονάχα μια λύση: η πείνα.
Τον Αύγουστο του 1932, ο Μολότοφ ανέφερε στο Πολιτικό Γραφείο ότι υφίστατο «πραγματική απειλή λιμού ακόμη και στις περιοχές όπου η συγκομιδή ήταν εξαιρετική». Ωστόσο, πρότεινε να εκπληρωθεί με κάθε τίμημα το πλάνο της συλλογής των εισφορών. Ακόμα και σκληροί σταλινικοί [11] ζήτησαν από τον Στάλιν και τον Μολότοφ να ελαφρύνουν το πλάνο συλλογής εισφορών [12].
«Η άποψή σας», αποκρίθηκε ο Μολότοφ, «είναι βαθύτατα λαθεμένη και διόλου μπολσεβίκικη. Εμείς οι μπολσεβίκοι δεν μπορούμε να βάζουμε τις ανάγκες του κράτους-ανάγκες που καθορίζονται επακριβώς με κομματικές αποφάσεις- στη δέκατη, ακόμη και στη δεύτερη θέση» [13].
Μερικές ημέρες αργότερα, το Πολιτικό Γραφείο έστειλε στις τοπικές αρχές μια εγκύκλιο που διέταζε ότι, από τα κολχόζ τα οποία δεν είχαν ακόμη εκπληρώσει το πλάνο τους, έπρεπε αμέσως να αφαιρεθούν «όλα τα σιτηρά που είχαν στη διάθεσή τους, ακόμη και οι σπόροι που συνιστούν απόθεμα για την σπορά!».
Υποχρεωμένοι να παραδώσουν κάτω από τις απειλές, ακόμη και τα βασανιστήρια, όλα τα ισχνά τους αποθέματα, μην έχοντας ούτε τα μέσα ούτε τη δυνατότητα να αγοράσουν οτιδήποτε, εκατομμύρια αγρότες των πιο πλούσιων αγροτικών περιοχών της Σοβιετικής Ένωσης αφέθηκαν έτσι στο έλεος του λιμού και δεν είχαν άλλη σωτηρία από το να φύγουν, με προορισμό τα μεγάλα αστικά κέντρα. Όμως, στις 27 Δεκεμβρίου 1932, η κυβέρνηση καθιέρωσε το εσωτερικό διαβατήριο και την υποχρεωτική απογραφή των κατοίκων των πόλεων, με στόχο να περιορίσει την έξοδο των αγροτών, να «εξολοθρεύσει τον κοινωνικό παρασιτισμό» και να «καταπολεμήσει τη διείσδυση των κουλάκων στις πόλεις».
Μπροστά σε αυτή τη φυγή των αγροτών που προσπαθούσαν να επιβιώσουν, στις 22 Ιανουαρίου 1933, η κυβέρνηση δημοσίευσε μια εγκύκλιο που καταδίκαζε σε προγραμματισμένο θάνατο εκατομμύρια πεινασμένους.
Με τις υπογραφές του Στάλιν και του Μολότοφ, διέταζε τις τοπικές αρχές, και ειδικότερα την Γκεπεού, να απαγορεύσουν «με κάθε μέσον τις ομαδικές αναχωρήσεις των αγροτών της Ουκρανίας και του βόρειου Καυκάσου προς τις πόλεις.
Μετά τη σύλληψη των αντεπαναστατικών στοιχείων, οι υπόλοιποι φυγάδες θα επιστρέφουν δια της βίας στους τόπους διαμονής τους».
Η εγκύκλιος ερμήνευε ως εξής την κατάσταση: «Η Κεντρική Επιτροπή και η κυβέρνηση έχουν αποδείξεις πως αυτή η μαζική έξοδος των αγροτών είναι οργανωμένη από τους εχθρούς της σοβιετικής εξουσίας, τους αντεπαναστάτες και τους Πολωνούς πράκτορες, με στόχο την προπαγάνδα κατά του συστήματος των κολχόζ ειδικότερα και της σοβιετικής εξουσίας γενικότερα» [14].
Σε όλες τις περιοχές που επλήγησαν από τον λιμό, ανεστάλη πάραυτα η πώληση εισιτηρίων για τα τρένα. Οδοφράγματα ελεγχόμενα από τις ειδικές μονάδες της Γκεπεού στήθηκαν στους δρόμους για να εμποδίζονται οι αγρότες να εγκαταλείψουν την περιφέρειά τους.
Στο σημείο αυτό παραθέτουμε την μαρτυρία του Ιταλού πρόξενου του Χαρκόφ, ο οποίος βρισκόταν στην καρδιά μας περιοχής που είχε πληγεί βαρύτατα από τον λιμό: «[…] Εκτός από τους αγρότες που συρρέουν στην πόλη, αφού δεν έχουν καμιά πιθανότητα επιβίωσης στην ύπαιθρο χώρα, υπάρχουν παιδιά που τα φέρνουν εδώ οι γονείς τους και στη συνέχεια τα εγκαταλείπουν, για να επιστρέψουν οι ίδιοι στα χωριά τους και να πεθάνουν εκεί. […] Τα άτομα που έχουν ήδη πρηστεί, μεταφέρονται με εμπορικές αμαξοστοιχίες στην ύπαιθρο και εγκαταλείπονται 50-60 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη, ώστε να πεθάνουν απαρατήρητοι […] Όταν φτάνουν στους τόπους εκφόρτωσης, σκάβουν μεγάλους τάφρους και ρίχνουν μέσα τους νεκρούς από τα βαγόνια» [15].
Στην ύπαιθρο, η θνησιμότητα φτάνει στα ύψη την άνοιξη του 1933. Στην πείνα προστίθεται ο τύφος. Σε κωμοπόλεις με αρκετές χιλιάδες κατοίκους, οι ζωντανοί μετριούνται σε μερικές δεκάδες. Περιπτώσεις κανιβαλισμού επισημαίνονται στις αναφορές της Γκεπεού, όπως και στις αντίστοιχες των Ιταλών διπλωματών που είναι διαπιστευμένοι στο Χαρκόφ:
«Στο Χαρκόφ, κάθε βράδυ μαζεύουν 250 πτώματα ανθρώπων που πέθαναν από την πείνα ή από τον τύφο. Διαπιστώθηκε ότι ένας μεγάλος αριθμός πτωμάτων δεν είχε πια συκώτι: φαινόταν σαν να είχε αφαιρεθεί με μια μεγάλη τομή. Η αστυνομία τελικά συνέλαβε μερικούς από τους μυστηριώδεις «ακρωτηριαστές» που ομολόγησαν ότι με το κρέας αυτό κατασκεύαζαν τη γέμιση των πιροσκί, τα οποία πουλούσαν στη συνέχεια στην αγορά» [16].
Τον Απρίλιο του 1933, ο συγγραφέας Μιχαήλ Σολόχοφ, που ήταν περαστικός από μια κωμόπολη στο Κουμπάν, έγραψε δύο γράμματα στον Στάλιν εκθέτοντας λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο οι τοπικές αρχές είχαν αποσπάσει, με βασανιστήρια, όλα τα αποθέματα των κολχόζ, υποχρεώνοντας τους αγρότες να πεινάσουν. Ζητούσε από τον πρώτο γραμματέα να στείλει βοήθεια και τρόφιμα.
Στην απάντησή του στον συγγραφέα, ο Στάλιν αποκάλυπτε χωρίς περιστροφές τη θέση του: οι αγρότες είχαν τιμωρηθεί δίκαια επειδή είχαν «απεργήσει» και είχαν «διαπράξει σαμποτάζ», επειδή είχαν «διεξαγάγει έναν υπονομευτικό πόλεμο κατά της σοβιετικής εξουσίας, έναν πόλεμο μέχρι θανάτου» [17].
Την ώρα που, το 1933, εκατομμύρια αγρότες πέθαιναν από την πείνα, η σοβιετική κυβέρνηση συνέχιζε τις εξαγωγές στο εξωτερικό 18.000.000 κανταριών (εκατόκιλων) σιτηρών για «τις ανάγκες της βιομηχανοποίησης».
Τα δημογραφικά στοιχεία και οι απογραφές του 1937 και του 1939, που είχαν κρατηθεί μυστικές μέχρι πρόσφατα, επιτρέπουν την εκτίμηση της έκτασης του λιμού του 1933. Γεωγραφικά, η «ζώνη της πείνας» κάλυπτε ολόκληρη την Ουκρανία, ένα τμήμα της ζώνης των μαύρων γαιών, τις εύφορες πεδιάδες του Ντον, του Κουμπάν και του βόρειου Καυκάσου κι ένα μεγάλο μέρος του Καζακστάν. Ο λιμός και η σιτοδεία έπληξαν περίπου 40.000.000 άτομα.
Στις περιοχές που επλήγησαν περισσότερο, όπως οι αγροτικές ζώνες γύρω από το Χαρκόφ, η θνησιμότητα μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου δεκαπλασιάστηκε σε σχέση με τον μέσο όρο των προηγούμενων ετών [18].
Για το 1933 και για το σύνολο της χώρας, διαπιστώνεται αύξηση των θανάτων μεγαλύτερη από 6 εκατομμύρια. Αφού η τεράστια πλειονότητα αυτού του αριθμού οφειλόταν στο λιμό, μπορούμε να εκτιμήσουμε με ακρίβεια σε 6.000.000 περίπου τα θύματα αυτής της τραγωδίας. Η αγροτιά της Ουκρανίας πλήρωσε το βαρύτερο τίμημα, με τουλάχιστον 4.000.000 νεκρούς. Στο Καζακστάν, 1.000.000 νεκροί περίπου, ιδιαιτέρως μεταξύ των νομαδικών πληθυσμών που μετά την κολεκτιβοποίηση είχαν στερηθεί όλα τους τα κοπάδια κι είχαν εγκατασταθεί σε μόνιμους οικισμούς διά της βίας. Στον βόρειο Καύκασο και στην περιοχή των μαύρων γαιών, 1.000.000 νεκροί [19].
Πηγή του παρόντος ποστ, «η Μαύρη βίβλος του Κομμουνισμού», σσ.185-194 [20].
Μια ανείπωτη τραγωδία, μεγαλύτερη σε θύματα ακόμη και από το Ολοκαύτωμα των εβραίων.
Μια τραγωδία, στα αζήτητα της ιστορίας, μια τραγωδία καλά χωμένη στα βάθη της λήθης για τους υποστηρικτές του κομμουνισμού.
Μια τραγωδία για την οποία η ελληνική Αριστερά, ακόμη και σήμερα, δεν τολμά να μιλήσει, δεν θέλει να την αντικρύσει, δεν θέλει καν να την ξέρει. Γράφει στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης της «Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού», ο Δημήτρης Δημητράκος, Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σχετικά με την ηθελημένη ιδεολογική απενεργοποίηση της μνήμης από τους κομμουνιστές:
"Μπορεί να είναι η αποσιώπηση της αλήθειας ή η αδιαφορία για το δίκιο, ορισμένες φορές, για χάρη ενός ανώτερου σκοπού, που είναι η παγκόσμια επανάσταση. […] Όλα αυτά γίνονται στο όνομα της ουτοπίας. Από πρώτη άποψη αυτό φαίνεται ανεκτό, ίσως και συμπαθές. Μια ουτοπική φαντασίωση, και στη χειρότερη ακόμα περίπτωση, είναι μια αβλαβής αυταπάτη. Δεν φταίει ο πνευματικός άνθρωπος αν ξεγελάστηκε από αυτήν. Αν τελικά το όραμα έκρυβε πίσω του τη φρίκη, αν η ουτοπία τελικά αποδείχθηκε δυστοπία της χειρότερης μορφής[…]" [21].
Έτσι, μέσα από αυτή την αντινομία, προκρίνεται η «απορρόφηση» του πραγματικού από το ιδεατό και η στάση αυτή νομιμοποιείται μέσα από μια μεταθεωρητική αρχή που δικαιώνει την ιδεολογία και την ουτοπία έναντι της αντικειμενικής πραγματικότητας [22].
Οι κομμουνιστές επί Στάλιν (αλλά και μετά), ειδικά αυτοί που είχαν την «τύχη» να βρεθούν στις χώρες του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, είτε θα γινόταν πολέμιοι αυτού του φασιστικού καθεστώτος και θα οδηγούνταν με μαθηματική ακρίβεια στο εκτελεστικό απόσπασμα, είτε θα υπέτασσαν την αντικειμενική πραγματικότητα στην ιδεολογική (χωρίς φυσικά να διασφαλίζουν έτσι την ζωή τους), όπως συνήθως γινόταν:
«οι άνθρωποι που ζούσαν κάτω από αυτά τα καθεστώτα εφάρμοσαν μια πρακτική «διπλής πίστης» ή «διπλής αλήθειας» . Η τήρηση αυτής της αρχής σήμαινε την αναγκαστική υποταγή της εμπειρικής πραγματικότητας στην ιδεολογική: αυτό είναι το ίδιον του ολοκληρωτισμού. Ζητεί να αναγνωρισθεί ως αλήθεια η ουτοπία, η οποία ανακηρύσσεται επίσημα ως ισχύουσα. Η πραγματικότητα της ιδεολογίας εκτοπίζει πολιτικά την εμπειρική πραγματικότητα» [23].
Και φυσικά η απώτατη χειραγώγηση της πραγματικότητας παρατηρήθηκε όταν οι απανταχού κομμουνιστές αποκήρυξαν μετά θάνατον, τον –όταν ήταν στη ζωή- επί γης Θεό τους, τον «πατερούλη» Στάλιν, θεωρώντας ότι ο σταλινισμός ήταν εκτροπή από τον «αγνό» κομμουνισμό. Όμως «αυτό που ονομάστηκε «σταλινισμός» δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός ιστορικά τυχαίου γεγονότος που συνδέεται με την προσωπικότητα του Ιωσήφ Στάλιν. Ήταν απόρροια του βολονταρισμού του κομμουνισμού και της «κάθετης» οργάνωσης της εξουσίας, χωρίς τις «οριζόντιες» διεξόδους που παρέχει η ελευθερία. Η κάθετη οργάνωση σημαίνει ότι κάθε οικονομικό ή κοινωνικό πρόβλημα ανάγεται σε πολιτικό πρόβλημα, που μόνο η εξουσία μπορεί να το λύσει, με αποτέλεσμα όλα να αποφασίζονται κεντρικά και να μην λαμβάνεται υπόψη το κόστος μιας απόφασης, διότι το κόστος έχει σημασία μόνο όταν γίνεται συναλλαγή, συμφωνία μεταξύ ίσων, σε «οριζόντια» και όχι σε «κάθετη» σχέση που είναι πάντα σχέση εξουσίας και ιεραρχίας. Από την άλλη μεριά, η πολιτικοποίηση κάθε θέματος όταν το κομμουνιστικό κόμμα βρίσκεται στην εξουσία, σημαίνει ότι η επιβολή της θέλησής του θα είναι πάντα αμείλικτη και βίαιη. Ο κομμουνισμός είναι δεμένος με τη βία στην πράξη, αλλά και στη θεωρία. Είναι μύθος ότι ο Στάλιν εισήγαγε τη χρήση της μαζικής βίας στην κομμουνιστική πρακτική. Ο Στάλιν εφάρμοσε πιστά το πρόγραμμα του Λένιν[…]» [24].