Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ ΕΥΡΩ Η ΕΥΡΩΠΗ
ΕΥΡΩΛΑΓΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΙΔΙΟΠΡΟΣΩΠΙΑ
του Γιώργου Καραμπελιά
Σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο, η Ελλάδα ενσωματώθηκε σταδιακώς στην Ενωμένη Ευρώπη και στο «ευρωπαϊκό όνειρο». Απέναντι στην εκ νέου ανάδυση της τουρκικής απειλής, μετά την κατοχή της Κύπρου, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πολιτικού κόσμου και των κοινωνικών δυνάμεων, προσχώρησε στην πραγματικότητα μιας ευρωπαϊκής ενοποίησης, που πραγματοποιούνταν μονομερώς, με αφετηρία τη Δυτική Ευρώπη. Αρχικώς, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, εν τέλει δε, μετά την κατάρρευση της Σοβ. Ένωσης, και το μεγαλύτερο μέρος της παραδοσιακής Αριστεράς, προσχώρησαν στην «ευρωπαϊκή ιδέα». Αρχικώς εξ ανάγκης, εν συνεχεία από συμφέρον (μέσα από τη ροή ευρωπαϊκών προγραμμάτων, μιζών, επιδοτήσεων κ.ο.κ.) και τέλος από ιδεολογία (ο ευρωπαϊσμός ως υποκατάστατο της ελληνικής εθνικής ταυτότητας), σταδιακώς, το σύνολο των ελίτ (πολιτικών, οικονομικών και κυρίως πνευματικών) προσχώρησε σε έναν ευρωπαϊσμό που δεν τον έβλεπε ως συμπλήρωμα και επέκταση της ελληνικής ιδιοπροσωπίας αλλά ως την καταστροφή της και την αντικατάστασή της από τον ευρωπαΪσμό. Γι’ αυτό, σταδιακώς, και ιδιαίτερα μετά το 1990, αποκλειστικό όνειρο των Ελλήνων (στο οποίο, μέσω επιδοτήσεων, χρηματιστηρίων, φτηνών δανείων και ταξιδιών στο εξωτερικό) γίνεται η ενσωμάτωσή τους σε μια μυθική, υπερεθνική Ευρώπη. Γι’ αυτό και στο ιδεολογικό πεδίο θα κυριαρχήσει ο εθνομηδενισμός, η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης και ο αποεθνικοποιημένος πολυπολιτισμός. Όλα αυτά περπατούσαν, παρά τις αντιφάσεις και τις κρίσεις, λίγο πολύ, έως το 2009, μάλλον ομαλά και απρόσκοπτα και μόνο λίγες δυνάμεις, είτε από την Εκκλησία (αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, Άγιο Όρος, ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες 1990 και 2000), είτε από ελάχιστες δυνάμεις των υπολειμμάτων του «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ» ή της πατριωτικής Αριστεράς, προσπαθούσαν να βάλουν έναν φραγμό σε αυτή τη γενικευμένη παρασιτική ενσωμάτωση στον ευρωπαϊσμό.
Αίφνης, από το 2009 και μετά, αρχίζει η κρίση αυτού του μοντέλου με ταυτόχρονη παροξυστική έξαρση της εξάρτησης μέσω του παραπέρα δανεισμού. Το ελληνικό παράσιτο, μέσα στην κρίση που προκάλεσε στη Δύση η ανάδυση της Ανατολής, και κατ’ εξοχήν της Κίνας, ως του νέου πόλου της παγκόσμιας συσσώρευσης, και η ενίσχυση της ισλαμικής Ανατολής και της Τουρκίας, μπήκε σε βαθιά κρίση.
Αντιμέτωποι με αυτή την κρίση, οι Έλληνες ανακάλυψαν και πάλι αιφνιδίως πως δεν αποτελούν ένα αδιαφοροποίητο, νοτιο-ευρωπαϊκό τμήμα ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συνόλου, αλλά ότι αποτελούσαν ένα εθνικό σύνολο το οποίο μπήκε σε πολύ βαθύτερη κρίση από την υπόλοιπη Ευρώπη και από το οποίο η νέα γερμανική Ευρώπη απαιτούσε την άμεση αποπληρωμή, εδώ και τώρα, του παρασιτικού χαρακτήρα της ενσωμάτωσής της. Οι Έλληνες θα έπρεπε να καταστρέψουν κοινωνικές δομές και βιοτικό επίπεδο, θεμελιωμένα στην παρασιτική υφή της οικονομίας τους, και να «προσαρμοστούν» βίαια στην πραγματικότητά τους. Διαφορετικά, ο «ΑMEA» χειρουργός απειλούσε να τραβήξει βίαια το οξυγόνο, στη διάρκεια της επέμβασης. Και αυτό μπορούσε να το κάνει διότι η ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος είχαν χάσει, τα προηγούμενα χρόνια, κάθε παραγωγική βάση και είχαν οικοδομήσει ως παράσιτο ένα ψευδο-κοινωνικό κράτος με δανεικά.
Μέσα από αυτή την παρασιτική σύμβαση, ήταν δυνατό στις ανώτερες ελίτ να αναπαράγονται και ανεβάζουν διαρκώς το επίπεδο μιας χωρίς όρια σπατάλης –λέγε με Μύκονο– και οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις να απολαμβάνουν παρασιτικά τις παροχές (αγροτικές επιδοτήσεις, κοινωνικό κράτος, ξένοι δουλοπάροικοι-μετανάστες, κλπ.) που διασφάλιζε αυτή η παρασιτική σχέση. Όταν λοιπόν η «Ευρώπη» έχασε τον χαρακτήρα της πηγής εμπορευμάτων, επιδοτήσεων και ευχάριστων ευρωπαϊστικών ιδεολογιών, και επέβαλε στους Έλληνες τη σιδερένια λογική του Εμπόρου της Βενετίας (ή τα χρήματα ή το ανάλογο κομμάτι από τη σάρκα σου), το παράσιτο μπήκε σε κρίση. Ένα μέρος του, προσπαθώντας να χάσει όσο το δυνατόν λιγότερα, φορτώνοντάς τα στους πιο αδύναμους, παραδόθηκε ανοιχτά στους δανειστές. Ένα άλλο τμήμα, που περιλάμβανε και την πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων, άρχισε σταδιακώς να εξεγείρεται. Διότι η καταστροφή του παλιού μοντέλου επέφερε ανυπολόγιστο πόνο στους πιο αδύναμους και εξαρτημένους.
Όμως, και αυτή η εξέγερση, εξέγερση ενός λαού που δεν είχε πλέον παραγωγική και πνευματική αυτονομία, ήταν εγκλωβισμένη στα σχήματα μιας πελατειακής εξέγερσης, δηλαδή, ο πελάτης/υποτακτικός δεν αντιπαραθέτει στον κυρίαρχο μια στρατηγική εφικτής ανεξαρτητοποίησης αλλά εκείνη του δύστροπου κακοπληρωτή. Γι’ αυτό και, στα πέντε ή έξι χρόνια της κρίσης, δεν υπήρξαν πραγματικές πολιτικές και οικονομικές προτάσεις σταδιακής οικοδόμησης ενός νέου παραγωγικού μοντέλου αλλά η διαρκής αναζήτηση «μαγικών λύσεων» αποφυγής της κατάρρευσης του εξαρτημένου παρασιτικού μοντέλου, στο οποίο είχε μάθει να ζει η πλειοψηφία των Ελλήνων. Γι’ αυτό και το κίνημα των Αγανακτισμένων, στην Ελλάδα, δεν παρήγαγε μια νέα κοινωνική και παραγωγική πρόταση, δεν παρήγαγε κανένα νέο κοινωνικό πρόταγμα, αλλά, απλά και μόνο, την ανέφικτη επιστροφή στο status quo ante, με αποκορύφωμα τον ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ και τη φασιστική υποστροφή της Χρυσής Αυγής.
Ολόκληρο το άρθρο στον ιστότοπο του περιοδικού Άρδην