Η Ηριάννα διώκεται χωρίς στοιχεία, κυριολεκτικά: η κατηγορία για την συμμετοχής της στους «Πυρήνες της Φωτιάς», στηρίχθηκε αφ’ ενός στην στενή σχέση που (προφανώς) διατηρούσε με τον σύντροφό της. Ο σύντροφός της κατηγορήθηκε επίσης για συμμετοχή στους «Πυρήνες», αλλά αθωώθηκε ομόφωνα, σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν της δίκης τής Ηριάννας.
Το βασικό ‘‘αποδεικτικό’’ στοιχείο της αστυνομίας, ήταν ένα «μη πλήρες» δείγμα DNA. Παραθέτουμε σχεδόν ολόκληρη της συνέντευξη του δικηγόρου της Ηριάννας, κ. Μαντά, στον Νίκο Μπογιόπουλο του Real FM:
Μαντάς: «Τα ευρήματα, ο οπλισμός, που βρέθηκε στην Πολυτεχνειούπολη του Ζωγράφου, τον Νοέμβριο του 2011, ερευνήθηκε εκτενώς στα εργαστήρια της ελληνικής αστυνομίας, και διαπιστώθηκε ότι κανένα από τα ευρήματα δεν έχει χρησιμοποιηθεί και δεν έχει ταυτοποιηθεί, όχι μόνο σε δραστηριότητες των «Πυρήνων της Φωτιάς», αλλά σε καμία απολύτως παραβατική εκδοχή. Σε ένα, λοιπόν, από τα 49 ευρήματα, […] υπήρξε ένα μερικό (μη πλήρες) DNA. […] Μερικό DNA σημαίνει ότι βρέθηκε ένα μικρό τμήμα δείγματος DNA. Το πλήρες DNA, ως εύρημα, (του οποίου και πάλι η αποδεικτική αξία, από τους ειδικούς επιστήμονες, βιολόγους και γενετιστές, αμφισβητείται) σημαίνει ότι έχουν βρεθεί 16 στοιχεία, τα οποία ταυτοποιούν πλήρως το γενετικό δείγμα […] του δικού μου [παραδείγματος χάριν] αποτυπώματος. Εδώ έχουμε ένα μερικό-μη πλήρες DNA (όπως η ίδια η έκθεση των εργαστηρίων της ελληνικής αστυνομίας το προσδιορίζει, δεν είναι δική μου προσέγγιση, υπερασπιστική), το οποίο σημαίνει ότι: Από τα 16 στοιχεία, τα οποία είναι προαπαιτούμενο να υπάρχουν στο σύνολό τους για να ταυτοποιηθεί το δείγμα με το πρόσωπο, στην περίπτωσή μας υπήρχαν μόνο 3.»
Ερώτηση δημοσιογράφου: Αυτό το δείγμα, το μερικό έστω, με αυτά τα 3 στοιχεία, υπάρχει σήμερα;
Μαντάς: «Δεν υπάρχει. Όχι [μόνο] δεν υπάρχει […]. Ήδη από τότε, και αφού λάβαμε γνώση της δικογραφίας, το πρώτο που ζητήσαμε, ασκώντας νόμιμο δικαίωμα, ρητά προβλεπόμενο από την Ποινική Δικονομία, αίτημα το οποίο αποδέχθηκε ο ειδικός εφέτης-ανακριτής, και παρήγγειλε, έδωσε εντολή […] ώστε η εξέταση του DNA να επαναληφθεί, […] ώστε να επιβεβαιωθούν ή όχι τα αποτελέσματά της, ή εν πάση περιπτώσει να δούμε σε ποιο βαθμό είναι ικανό να αποτελεί στοιχείο αποδεικτικό. Είναι δηλαδή στο 30%, στο 40%, στο 50% ; Και η απάντηση που είχαμε, και που έχουμε […] είναι ότι επειδή το δείγμα ήταν εξαιρετικά περιορισμένο ([…] το λένε τα εργαστήρια της ελληνικής αστυνομίας), ΑΝΑΛΩΘΗΚΕ στο σύνολό του κατά την πρώτη εξέταση, και συνεπώς, το δείγμα δεν μπορεί να διατεθεί για επανεξέταση. Ούτε καν, ως μοναδικό πειστήριο της δικογραφίας, να μπει στην διαδικασία του ελέγχου, και της επιβεβαιώσεως από ειδικούς πραγματογνώμονες ή από τεχνικό σύμβουλο… [Με βάση] αυτό, λοιπόν, το εξαφανισμένο ή αναλωθέν μερικό δείγμα DNA, μια νέα κοπέλα, πανεπιστημιακός, βρίσκεται με κάθειρξη 13ων ετών στην φυλακή.»