για τον αντίλογο το βάζω και μόνο...
Τρεις λόγοι που θέλω ΣΥΡΙΖΑ παρά την «κωλοτούμπα»
Η προεκλογική «παράσταση» του ΣΥΡΙΖΑ και οι τρεις λόγοι που πρέπει να γίνει κυβέρνηση. Ποιες είναι οι «δυνατές» και ποιες οι «αδύνατες» συμμαχίες. Το μοιραίο λάθος του Αντώνη Σαμαρά και πού θα κριθεί η επιτυχία του Αλέξη Τσίπρα.
Αγγίζουμε το τέλος και αυτής της προεκλογικής περιόδου που σφραγίστηκε από την κινδυνολογία των υπό πτώση κομματικών δεινοσαύρων και τα νταούλια με τους ζουρνάδες της φρεσκοανερχόμενης κομματικής δύναμης. Μερικές παρατηρήσεις εν όψει των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου που όλοι θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα δώσει κυβέρνηση.
ΣΥΡΙΖΑ: Η ολοκλήρωση της κωλοτούμπας
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το αδιαμφισβήτητο φαβορί των εκλογών, αυτό συμβαίνει διότι έπεισε την Ελλάδα και την Ευρώπη πως παρότι εκ καταγωγής κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, θέλει να αποτελέσει, όσο μπορεί, κομμάτι του συστήματος.
Η προεκλογική παράσταση που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η ολοκλήρωση της «κωλοτούμπας» που ξεκίνησε τον Μάιο-Ιούνιο του 2012, όταν από το 4% (2009), πέρασε στο 17% και στο 27% αντίστοιχα. Τότε βάλθηκε να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό του, όχι πια ως ένα κόμμα που ανταγωνίζεται το ΚΚΕ για την πρώτη θέση στην ελάσσονα αριστερά, αλλά ως αξιωματική αντιπολίτευση που ανταγωνίζεται τη Ν.Δ. με στόχο την κυβέρνηση μέσα σε μια οριακή συγκυρία για την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Δεν είναι στις προθέσεις μου να καταγράψω όλες τις παραμέτρους της μεταμόρφωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Στέκομαι όμως στο ότι η προ του 2012 υπόσχεση για «κατάργηση του μνημονίου με ένα νόμο και ένα άρθρο» έχει δώσει πλέον τη θέση της στη δέσμευση για «παραμονή στο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας και σε συζήτηση με τους Ευρωπαίους για τον τρόπο υλοποίησης της παρούσας δανειακής συμφωνίας, (...) με ένα πρόγραμμα που δεν θα είναι μνημονιακό» (Ν. Παππάς). Επίσης στο ότι η «μονομερής διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» έχει γίνει «δεν θα υπάρξουν μονομερείς ενέργειες με την Ευρώπη» (Αλ. Τσίπρας Γ. Κατρούγκαλος κ.ά.), ότι το «δεν πληρώνουμε το χαράτσι της ΔΕΗ» έχει μεταλλαχθεί σε ένα «θα φτιάξουμε ένα δικαιότερο και αποτελεσματικότερο φορολογικό σύστημα αλλά μεσοπρόθεσμα» (Γ. Σταθάκης) και στο ότι «το ευρώ δεν είναι φετίχ» έχει καταλήξει στο «πρέπει να είμαστε παρανοϊκοί για να θέλουμε να βγούμε από την ευρωζώνη» (Αλ. Τσίπρας).
Με βασικές κοινωνικές τους συμμαχίες τον κόσμο της δημοσιοϋπαλληλίας, των ΔΕΚΟ και τμήματος των πρώην ανερχόμενων, νυν κατερχόμενων μεσοστρωμάτων, οι Συριζαίοι έρχονται στην εξουσία όχι πλέον «για τη σοσιαλιστική επανάσταση», αλλά ως πρόταση κεντροαριστερής εκτόνωσης, έστω και θολή, για μια ταλαιπωρημένη κοινωνία. Δεν αποτελούν λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης, αποτελούν όμως λύση για τα κοινωνικά αδιέξοδα που δημιούργησε η οθωμανικής αντίληψης διαχείριση του μνημονίου από τη συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ. Δεν θα κάνουν καμία σοβαρή διαφορά στην οικονομία, ούτε θα πετύχουν την υποσχόμενη παραγωγική ανασυγκρότηση. Φαντασιώνονται ευρωπαϊκά κονδύλια και ΕΣΠΑ, δημόσιες επενδύσεις με έργα υποδομής και δίκτυα που θα φέρουν ανάπτυξη – όλα τα γνωστά δηλαδή. Όσο για το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, εκτιμώ ότι λίγα πράγματα θα μπορέσουν να υλοποιήσουν από αυτό, γιατί δυστυχώς ... λεφτά δεν υπάρχουν.
Παρ' όλα αυτά, θα ήθελα να δω τον ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση για τρεις λόγους:
Πρώτον, για να ανοίξει η κουβέντα με την Ευρώπη για το ελληνικό πρόγραμμα και να αναθεωρηθεί το ύψος των δυσθεώρητων πλεονασμάτων που είναι υποχρεωμένη να βγάζει η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια (νομίζω της τάξης του 4.5% του ΑΕΠ, δηλαδή περί τα 9 δισ. ευρώ). Δεν περιμένω από την Ευρώπη να συναινέσει στις μαξιμαλιστικές θέσεις των Συριζαίων (μεγάλο κούρεμα του χρέους), πιστεύω όμως πως ό,τι κι αν αποσπάσουν είναι καλό (ας πούμε κάτι σαν ολιγοετές μορατόριουμ στην εξυπηρέτηση του χρέους και βλέπουμε...).
Δεύτερον, γιατί ελπίζω στο αριστερό DNA των Συριζαίων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη φορολογική ανακούφιση των πλέον ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων: κάτι άνεργοι και άποροι που σήμερα χρεώνονται με ΕΝΦΙΑ, κάτι τεκμαρτά που επιβάλλονται σε ανέργους και ελεύθερους επαγγελματίες με τρόπο που απαγορεύουν την επαγγελματική δραστηριότητα σε νέους και «μη επιτυχημένους», όλο αυτό το ανελέητο φοροκυνηγητό σε βάρος των κατεξοχήν θυμάτων της κρίσης πρέπει να πάψει... Για τον ίδιο λόγο προτιμώ να γίνει από τον ΣΥΡΙΖΑ κι όχι από τη Ν.Δ. η παρέμβαση στο ασφαλιστικό και η μείωση των συντάξεων (που θα γίνει, το αναγνώρισε εμμέσως πλην σαφώς κι ο Γ. Δραγασάκης προ ημερών σε εκπομπή του Αλ. Παπαχελά).
Τρίτον, γιατί ελπίζω ότι οι Συριζαίοι, ακριβώς επειδή δεν θα μπορέσουν να πετύχουν σπουδαία πράγματα με το χρέος και την Ευρώπη, θα επιδιώξουν να κάνουν κάνα δυο καλά πραγματάκια στο εσωτερικό. Κι επειδή χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο και σπάσιμο της διαπλοκής κράτους-ολιγαρχών, ας κάνει επιτέλους κάποιος κάτι. Θα είναι σημαντική η κατάργηση των χιλιάδων θέσεων ακριβοπληρωμένων κρατικών συμβούλων την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποσχεθεί, ή μια μεταρρύθμιση στην απονομή της δικαιοσύνης (την οποία θα μπορούσε κάλλιστα να παλέψει).
Ν.Δ.: Γιατί απέτυχε η στρατηγική του φόβου
Η ευθύνη για τη διαφαινόμενη ήττα της Ν.Δ. βαραίνει εξολοκλήρου τον Αντώνη Σαμαρά και το επιτελείο του. Μεγάλο μέρος της ψήφου προς το ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κατάφαση στις διακηρύξεις του Αλ. Τσίπρα, ούτε αριστερή στροφή της κοινωνίας. Είναι εκδικητική ψήφος για τη συγκυβέρνηση και προέρχεται ακόμη και από παραδοσιακούς ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας.
Ο Αντώνης Σαμαράς χρησιμοποίησε την προεκλογική στρατηγική της απεριόριστης κινδυνολογίας («ψηφίστε μας ή καταστρεφόσαστε») κατά του ΣΥΡΙΖΑ μια φορά επιτυχώς, το 2012. Τότε έπιασε γιατί η ελληνική κοινωνία ήλπιζε ακόμη σε έξοδο από την κρίση αλλά γιατί κι ο ίδιος ισομοίραζε τον φόβο με την ελπίδα, υποσχόμενος «επαναδιαπραγμάτευση», «κατάργηση του χαρατσιού της ΔΕΗ» και τα λεγόμενα «18 σημεία». Στα δυόμισι χρόνια που κύλησαν όμως έκτοτε, ο αρχηγός της Ν.Δ. αθέτησε όλες του τις προεκλογικές υποσχέσεις και στον ιδιωτικό τομέα μοίρασε μόνο χρέη και ασφυκτικά αδιέξοδα.
Αποτέλεσμα: ιδίως στο Λεκανοπέδιο, είναι πολύς ο κόσμος που είτε είναι κατεστραμμένος είτε νιώθει οριστικά καταδικασμένος σε ισόβια μιζέρια και θέλει πρωτίστως να δει τους ηγέτες της συγκυβέρνησης κ.κ. Σαμαρά και Βενιζέλο να φεύγουν. Γι' αυτό η υιοθέτηση της κινδυνολογίας από τη Ν.Δ. ως βασικής της στρατηγικής στις παρούσες εκλογές, δεύτερη φορά, δεν απέδωσε. Στο κενό, όμως έπεσε κι η απόπειρα του νυν πρωθυπουργού να εξισορροπήσει την εκστρατεία του φόβου με μικρές δόσεις ελπίδας, γιατί άργησε πολύ να το επιχειρήσει, γιατί κανείς δεν πιστεύει πια τον Αντώνη Σαμαρά αλλά και γιατί όσα πήγε να υποσχεθεί, έστω και στο φίνις της προεκλογικής περιόδου, βασίστηκαν σε κακό υπολογισμό – αφορούν ελάχιστους.
υπάρχουν και πολλά σχόλια με αρκετά από αυτά να έχουν ενδιαφέρον.