Το… αλάθητο της ελληνικής Δικαιοσύνης 87 χρόνια "αθωώνει" τον εαυτό της
Ηταν το 1929 όταν ιδρύθηκε και συγκροτήθηκε για πρώτη φορά το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας, δικαστήριο στο οποίο εκδικάζονται αγωγές κακοδικίας σε βάρος όλων των λειτουργών της Δικαιοσύνης, και 87 χρόνια αργότερα υπάρχουν μόλις δύο καταδικαστικές αποφάσεις! Σε σύνολο περίπου 380 αγωγών, μόλις δύο δικαστές καταδικάστηκαν, ενώ οι εν λόγω αποφάσεις εκδόθηκαν πριν από πενήντα και πλέον χρόνια, με τη Δικαιοσύνη να αθωώνει πανηγυρικά... τον εαυτό της.
Από την έναρξη λειτουργίας του, στις 31 Δεκεμβρίου 1929, έως και σήμερα το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας έχει εκδώσει περίπου 380 αποφάσεις. Από αυτές, 29 εκδόθηκαν υπό το κράτος του Συντάγματος 1927, κατά το οποίο απαιτούνταν άδεια για την έγερση της αγωγής κακοδικίας, 55 εκδόθηκαν υπό το κράτος των Συνταγμάτων 1952 και 1968, κατά τα οποία δε χρειαζόταν άδεια για την άσκηση της αγωγής και ίσχυε ο νόμος 407/1914, και οι υπόλοιπες εκδόθηκαν με το ισχύον Σύνταγμα. Ο ασύλληπτος αριθμός των συνολικά δύο καταδικαστικών αποφάσεων (σ.σ.: οι υπ’ αριθμ. 3/1964 και 1/1966) χαρακτηρίζεται «όνειδος» από κύκλους της Δικαιοσύνης.
Ο σχεδόν μηδενικός αριθμός καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος λειτουργών της Δικαιοσύνης δημιουργεί εύλογα ερωτήματα ακόμα και στους κόλπους της. Ανώτατη δικαστική πηγή σχολιάζει στην «Ε» σχετικά με το θέμα: «Ο θεσμός του Ειδικού Δικαστηρίου Κακοδικίας, παρά τις κατά καιρούς νομοθετικές του βελτιώσεις, δεν κατόρθωσε να αρθεί στο ύψος της αποστολής του και δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στον σκοπό για τον οποίον συστάθηκε. Το γεγονός ότι σε ελάχιστες υποθέσεις οι εναγόμενοι δικαστές εκπροσωπούνται από δικηγόρο είναι εντυπωσιακό. Θεωρούν ότι θα είναι απαλλακτικές οι αποφάσεις; Το συμπέρασμα σίγουρα είναι ότι αυτού του είδους οι διαφορές δεν επιλύονται από το Ειδικό Δικαστήριο και ο μόνος τρόπος ελέγχου των δικαστών μοιάζει να ο πειθαρχικός έλεγχος».
Σπάνιες οι προσφυγές
Με την πλειονότητα των πολιτών να αγνοεί την ύπαρξη αυτού του Δικαστηρίου, αλλά και, σε αντίθετη περίπτωση, με τα έξοδα να είναι σημαντικά, αφού η παράσταση του δικηγόρου κοστίζει περίπου 1.500 ευρώ, όσο δηλαδή και στον Αρειο Πάγο, η προσφυγή είναι σπάνια, με τον αριθμό να φτάνει περίπου τις 9 τον χρόνο. Ωστόσο, αν διαπιστωθεί αδυναμία του ενάγοντος να καταβάλει τα έξοδα της δίκης, μπορεί με απόφαση του προέδρου του δικαστηρίου να του χορηγηθεί το ευεργέτημα πενίας και να μην καταβάλλει παράβολο και δικαστικό ένσημο. Η σύνθεση του δικαστηρίου αλλάζει κάθε χρόνιο και αποτελείται από τον πρόεδρο του ΣτΕ, ως πρόεδρο, από ένα σύμβουλο της Επικρατείας, έναν αρεοπαγίτη, έναν σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δύο τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των Νομικών Σχολών των Πανεπιστημίων της χώρας και δύο δικηγόρους από τα μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, ως μελών. Από τα μέλη του εξαιρείται κάθε φορά αυτό που ανήκει στο Σώμα ή στον Κλάδο της Δικαιοσύνης, επί ενέργειας ή παράλειψης λειτουργού επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο, ενώ τα μέλη του ορίζονται με κλήρωση.
Στη θέση του ενάγοντος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε πολίτης που θεωρεί ότι υπέστη ζημιά η οποία προξενήθηκε από δόλο, βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία δικαστικού λειτουργού. Η συζήτηση της αγωγής διεξάγεται σε δημόσια συνεδρίαση προφορικά και βασίζεται στα έγγραφα της προδικασίας και η εκδιδόμενη απόφαση εκτελείται αναγκαστικά και είναι αμετάκλητη. Στις αγωγές σε βάρος δικαστών, η απόφαση επί της οποίας γίνεται η αγωγή πρέπει να είναι τελεσίδικη, ενώ το περιθώριο άσκησης περιορίζεται στους έξι μήνες από τότε που ο ενάγων έλαβε γνώση της παράνομης πράξης ή παράλειψης.
Ενδιαφέρουσα μειοψηφία
Το ζήτημα της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να εγερθεί αγωγή σε βάρος δικαστή «ακούμπησε» μέλος του δικαστηρίου στην απόφαση 7/2007, κάνοντας λόγο για προνομιακή προθεσμία. Ο γνωστός δικηγόρος Βασίλης Χειρδάρης διατύπωσε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μειοψηφία, σχολιάζοντας την προνομιακή προθεσμία υπέρ των δικαστών, οι οποίοι μπορούν να εγείρουν αγωγή σε βάρος πολίτη σε διάστημα πενταετίας, δηλαδή έχουν στη διάθεσή τους 9 φορές περισσότερο χρόνο.
Στη συγκεκριμένη απόφαση κηρύχτηκε απαράδεκτη αγωγή κακοδικίας που είχε κατατεθεί εμπρόθεσμα, αλλά είχε κοινοποιηθεί στους εναγόμενους δικαστές μετά την παρέλευση του εξαμήνου. Ομως, σύμφωνα με την άποψη του μειοψηφούντος, η προθεσμία είναι «ασφυκτική για τον δικαιούμενο σε άσκησή της, ο οποίος στον σύντομο αυτό χρόνο οφείλει να αποφασίσει για την άσκηση ή μη της αγωγής, να συλλέξει τα αποδεικτικά στοιχεία, να συμβουλευτεί δικηγόρο, να συνταχθεί η αγωγή, να κατατεθεί μαζί με αποδεικτικά έγγραφα και να κοινοποιηθεί». Μάλιστα, υπογραμμίζει ότι «η έντονη και προκλητική διαφορά που δημιουργεί ο κοινός νόμος ως προς τον χρόνο άσκησης ίδιων αγωγών μεταξύ Ελλήνων πολιτών παραβιάζει ευθέως τη συνταγματική ισότητα».
Αναγκαία η αναμόρφωση
Η απονομή της δικαιοσύνης από το Ειδικό Δικαστήριο Κακοδικίας δεν ικανοποιεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα των πολιτών, όπως προκύπτει από τον περιορισμένο αριθμό των καταδικαστικών αποφάσεων του δικαστηρίου. «Ο θεσμός του Δικαστηρίου Κακοδικίας πρέπει να αναμορφωθεί, προκειμένου να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του συνταγματικού νομοθέτη. Κάθε πολίτης που πιστεύει ότι αδικήθηκε από κάποια δικαστική απόφαση επιβάλλεται να διατηρεί μια βάσιμη ελπίδα ότι θα αποκατασταθεί η προξενηθείσα σ’ αυτόν ζημία», δηλώνει ο γνωστός δικηγόρος Βασίλης Χειρδάρης.