«ΝΙΩΘΩ ΤΟΝ ΚΛΟΙΟ ΝΑ ΣΦΙΓΓΕΙ ΓΥΡΩ ΜΟΥ, τους αισθάνομαι να ετοιμάζουν το επόμενο βήμα, να οργανώνουν τα καριόλια που ’χουν για ρου- φιάνους, να μουρμουράνε πάνω από το κουτάλι και το σταγονόμετρό μου – τα σουτάρω στον σταθμό της Ουάσινγκτον Σκουέαρ, πηδάω τα περιστρεφόμενα κάγκελα κατεβαίνω δυο σιδερένιες σκάλες και παίρνω το τρένο για βόρεια… Ενας νεαρός, όμορφος, κοντοκουρεμένος, με γαλλικά και πιάνο, πουστάκος, στέλεχος διαφημιστικής εταιρείας μού κρατάει την πόρτα ανοιχτή. Προφανώς με θεωρεί και το πρώτο μούτρο. Κλασική περίπτωση τύπου που νταραβερίζεται με μπαριτζήδες και ταρίφες, μιλάνε για δεξιά κροσέ και τους Ντότζερς, φωνάζει με το μικρό του όνομα το παιδί στο γκισέ του Νέντικ. Σκέτος μαλάκας. Και πάνω στην ώρα καταφτάνει στην αποβάθρα ο αρχίδης της Δίωξης με την άσπρη καμπαρντίνα (φαντάσου να ακολουθείς κάποιον φορώντας άσπρη καμπαρντίνα. Μάλλον θα θες να σε περάσουν για λούγκρα). Τον φαντά- ζομαι να κρατάει τα σύνεργά μου στο αριστερό του χέρι και το κουμπούρι στο δεξί και να μου λέει: «Σου πέσανε αυτά, κολλητέ». Το τρένο, όμως, έχει ξεκινήσει. «Τα λέμε, μπατσόσκυλο!» φωνάζω, ανταποκρινόμενος στις προσ δοκίες του πουστάκου. Τον κοιτάζω στα μάτια, παρατηρώ τα λευκά του δόντια, το μαύρισμα από τις παραλίες της Φλόριντα, το διακοσίων δολαρίων κοστούμι του από δέρμα καρχαρία, το Μπρουκς Μπρόδερς που- κάμισο με τον σένιο γιακά και τα μανικετόκουμπα, κουβαλώντας τη News σαν ευπόληπτος πολίτης. «Εγώ μόνο τον Μικρό Άμπνερ1 διαβάζω»