Νέα

Ποιό βιβλίο προτείνετε / μόλις ολοκληρώσατε;

  • Μέλος που άνοιξε το νήμα ais8hsh
  • Ημερομηνία ανοίγματος
  • Απαντήσεις 4K
  • Εμφανίσεις 287K
  • Tagged users Καμία
  • Βλέπουν το thread αυτή τη στιγμή 1 άτομα (0 μέλη και 1 επισκέπτες)

Επισκέπτης
Ξαναδιάβασα το ΑΚΟΥ, ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ! του Βιλχελμ Ραϊχ, εκδόσεις Αποσπεριτης
 

alexandros1976

Μέλος
Εγγρ.
30 Ιαν 2007
Μηνύματα
4.446
Like
0
Πόντοι
16
Το "Περι Τυφλοτητος" του Ζοσε Σαραμαγκου!!!
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ..... οπως και το "Περι Φωτησεως"
 

KRATOS

Μέλος
Εγγρ.
4 Ιουλ 2007
Μηνύματα
58
Κριτικές
1
Like
0
Πόντοι
0
Τον Παρία του MASTERTON.Πραγματίκα πολύ καλό αν σου αρέσουν οι ιστορίεσ τρόμου
 

shy_rider

Μέλος
Εγγρ.
25 Αυγ 2008
Μηνύματα
406
Like
0
Πόντοι
1
ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ : "ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ 1. Η ΛΈΣΧΗ" εκδ. Κέδρος.Ο ήρωας ανακαλύπτει κρυφοκοιτάζοντας ότι το αντικείμενο του πόθου του η Έμμυ κάνει έρωτα με άλλον.




Γιατί να πηδήξω το τοιχαλάκι; Γιατί έπρεπε τάχα κείνη την ίδια νύχτα που τ' αποφάσιζα, να ξαναφορέσω και τη στολή; Τα πατζούρια της κρεβατοκάμαρας της Αμαλίτσας, πρώτη φορά τα έβλεπα ανοιγμένα και το φως του ηλεκτρικού χυνόταν έξω, στον κήπο κι έφτανε ως τη χαβούζα. Ποιος δαίμονας μ’ έσπρωξε; Να ξέρω, πως δυό δρόμους πιο πέρα με περίμενες ο σύνδεσμος που θα με πήγαινε στη σύσκεψη κι εγώ να χασομεράω για να κοιτάξω τους έρωτες του Αδάμ με μια χοντροαρμένισα. Κι ήταν άλλη ! Ήταν η Έμμη, όπως δεν την είχα δει, όπως δεν θα την ξαναδώ ποτέ ! Ορθή, τέλεια, με διπλωμένο το ένα γόνατο πάνω στην άκρη του κρεβατιού, να περνάει πεσκιράκι στη λαστιχένια σάρκα της και να σκουπίζει τον ιδρώτα. Στα κατακόκκινα χείλια της ήταν ένα χαμόγελο αλλόκοτο, σχεδόν διαβολικό και τα μελένια μάτια της, δυό φορές πιο μεγάλα, ήτανε καρφωμένα πάνω του. Κι αυτός, ο μυθικός Αδάμ ήταν ένα τουλούμι τριχωτό, ριγμένο ανάσκελα, με πλαδαρά βυζιά κι αξιοδάκρυτα στραβά κανιά. Κλειστά τα τραχωματικά του βλέφαρα. Περίμενε ο αισχρός. Δε θέλω πιά να θυμηθώ ! Ακόμα δε μπορώ να πιστέψω στον τόσο εξευτελισμό της καλλονής της. Προχώρησα δίχως προφύλαξη και σήκωσα το γρόθο πάνω στο τζάμι. Και κείνη έκανε τότε να πάρει ανάσα και παραμέρισε με το χέρι τα καστανόχαλκα μαλλιά που της σκεπάζανε το κούτελο κι ανέβλεψε. Οι ματιές μας ανταμωθήκανε. Ήμουν ολόκληρος μέσα στο φως. Έκανε πως δεν με γνώρισε, πως δε με είδε και ξανάπιασε με περισσότερο πάθος τη φριχτή δουλειά της. Πώς γρυλίζουν τα γουρούνια μέσα στα σπλάχνα, πώς φυσούν μέσα στο στόμα του ανθρώπου τη θανατερή μπόχα τους, τα τσακάλια …
 

shy_rider

Μέλος
Εγγρ.
25 Αυγ 2008
Μηνύματα
406
Like
0
Πόντοι
1
Αλήθεια, που χάθηκε η ηθική αυτουργός του thread ;
 

shy_rider

Μέλος
Εγγρ.
25 Αυγ 2008
Μηνύματα
406
Like
0
Πόντοι
1
Μας οδήγησαν στο Οδεμήσιον. Μείναμε έξι μήνες εκεί - και βάλε. Είχα μια αγαπητικιά, τη Μαρία. Ο πατέρας της είχε κατάστημα στη Σμύρνη.
Εκείνη μου χαμογέλασε πρώτη. Έκανα βόλτα στο πεζοδρόμιο, μου χαμογέλασε, της είπα καλησπέρα. Μου απάντησε.
Μια μέρα στο πηγάδι πήγα κοντά της. Ήταν στην πίσω αυλή του σπιτιού τους. Καθίσαμε στα χείλη του πηγαδιού, πήγα να περάσω το χέρι μου στην πλάτη της, να μια γειτόνισσα. Αυτό ήτανε.
Σε δυο μέρες ήρθε διαταγή να φύγουμε. Φάλαγγα σε τετράδες και η Μαρία ήρθε, μπροστά σε όλους μου φώναξε : Στο καλό, η Παναγιά μαζί σου.
Αργότερα στην Αθήνα, το '23, βρήκε τον Νιόνιο Γρηγορίου και τους άλλους. Με έψαχνε κι αυτοί από ζήλια της είπαν ότι είχα σκοτωθεί.



Θανάση Βαλτινού
Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη
Βιβλίο Δεύτερο : Βαλκανικοί -'22

Εκδόσεις Ωκεανίδα.

[youtube=425,350]<object width="425" height="344"><param name="movie" value="
"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><embed src="
" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true" width="425" height="344"></embed></object>[/youtube]
 

DIMO

Σεβαστός
Εγγρ.
1 Ιουλ 2006
Μηνύματα
990
Κριτικές
17
Like
10
Πόντοι
1.997
Να προτείνω ένα Ε Κ Π Λ Η Κ Τ Ι Κ Ο βιβλίο που διάβασα πρόσφατα. Τίτλος "Η Αηδονόπιτα". Συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός. Εκδόσεις Πατάκης. Κυριολεκτικά με καθήλωσε. Ο άνθρωπος είναι ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ κι όχι ένας τυχαίος γραφιάς. Αν κάποιος συναγωνιστής το διάβασε ας γράψει την άποψή του.
 

shy_rider

Μέλος
Εγγρ.
25 Αυγ 2008
Μηνύματα
406
Like
0
Πόντοι
1
Να προτείνω ένα Ε Κ Π Λ Η Κ Τ Ι Κ Ο βιβλίο που διάβασα πρόσφατα. Τίτλος "Η Αηδονόπιτα". Συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός. Εκδόσεις Πατάκης. Κυριολεκτικά με καθήλωσε. Ο άνθρωπος είναι ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ κι όχι ένας τυχαίος γραφιάς. Αν κάποιος συναγωνιστής το διάβασε ας γράψει την άποψή του.
Εγώ το αγόρασα το καλοκαίρι, το ξεκίνησα αλλα δυστυχώς το σταμάτησα για λόγους ανεξάρτηρους της θέλησης μου (ας πούμε ότι μπήκε ένας κυκλώνας στη ζωή μου). Ο Ζουργός είναι για μένα ένας από τους μεγαλύτερους νέους Έλληνες συγγραφείς. Το 2007 το καλοκαίρι διάβασα τη "Σκιά της πεταλούδας" του ίδιου και είναι ότι καλύτερο έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.
Ελπίζω να καταφέρω να ολοκληρώσω το βιβλίο που αναφέρεις.
 

shy_rider

Μέλος
Εγγρ.
25 Αυγ 2008
Μηνύματα
406
Like
0
Πόντοι
1
ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ - ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ (ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ)
ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ : ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ.

[youtube=425,350]<object width="425" height="344"><param name="movie" value="
"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><embed src="
" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true" width="425" height="344"></embed></object>[/youtube]
 

shy_rider

Μέλος
Εγγρ.
25 Αυγ 2008
Μηνύματα
406
Like
0
Πόντοι
1
ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ - ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ - Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Ξημερωνοντας τ' Αγιαννιου, με την αυριο των φωτων, λαβαμε
τη διαταγη να κινησουμε παλι μπροστα, για τα μερη οπου δεν
εχει καθημερινες και σκολες. Επρεπε, λεει, να πιασουμε τις
γραμμες που κρατουσανε ως τοτε οι Αρτινοι, απο Χειμαρρα
ως Τεπελενι. Λογω που εκεινοι πολεμουσανε απ' την πρωτη
μερα, συνεχεια, και ειχαν μεινει σκεδον οι μισοι και δεν
αντεχανε αλλο.

Δωδεκα μερες κιολας ειχαμε μεις πιο πισω, στα χωρια.
Κι απανω που συνηθιζε τ' αυτι μας παλι στα γλυκα τριξιματα
της γης, και δειλα συλλαβιζαμε το γαβγισμα του σκυλου ή τον
αχο της μακρινης καμπανας, να που ηταν αναγκη, λεει, να
γυρισουμε στο μονο αχολόι που ξεραμε: στο αργο και στο βαρυ
των κανονιων, στο ξερο και στο γρηγορο των πολυβολων.

Νυχτα πανω στη νυχτα βαδιζαμε ασταματητα, ενας πισω
απ' τον αλλο, ιδια τυφλοι. Με κοπο ξεκολλωντας το ποδαρι απο
τη λασπη, οπου, φορες, εκατοβουλιαζε ισαμε το γονατο. Επειδη
το πιο συχνα ψιχαλιζε στους δρομους εξω, καθως μες στην ψυχη
μας. Και τις λιγες φορες οπου καναμε σταση να ξεκουραστουμε,
μητε που αλλαζαμε κουβεντα, μοναχοι σοβαροι κι αμιλητοι,
φεγγοντας μ' ενα μικρο δαδι, μια-μια εμοιραζομασταν τη σταφιδα.
Η φορες παλι, αν ηταν βολετο, λυναμε βιαστικα τα ρουχα και
ξυνομασταν με λυσσα ωρες πολλες, οσο να τρεξουν τα αιματα.
Τι μας ειχε ανεβει η ψειρα ως το λαιμο, κι ηταν αυτο πιο κι απ' την
κουραση ανυποφερτο. Τελος, καποτε, ακουγοτανε στα σκοτεινα η
σφυριχτρα, σημαδι οτι κινουσαμε, και παλι σαν τα ζα τραβουσαμε
μπροστα να κερδισουμε δρομο, πριχου ξημερωσει και μας βαλουνε
στοχο τ' αεροπλανα. Επειδη ο Θεος δεν κατεχε απο στοχους ή
τετοια, κι οπως το 'χε συνηθιο του, στην ιδια παντοτε ωρα ξημερωνε
το φως.

Τοτες, χωμενοι μες στις ρεματιες, γερναμε το κεφαλι απο το
μερος το βαρυ, οπου δε βγαινουνε ονειρα. Και τα πουλια μάς
θυμωναν, που δε διναμε ταχα σημασια στα λογια τους - ισως και
που ασκημιζαμε χωρις αιτια την πλαση. Αλλης λογης εμεις χωριατες,
μ' αλλω λογιω ξιναρια και σιδερικα στα χερια μας, που ξορκισμενα
να 'ναι.

Δωδεκα μερες κιολας, ειχαμε μεις πιο πισω στα χωρια κοιταξει
σε καθρεφτη, ωρες πολλες, το γυρο του προσωπου μας. Κι απανω
που συνηθιζε ξανα το ματι τα γνωριμα παλια σημαδια, και δειλα
συλλαβιζαμε το χείλο το γυμνο ή το χορτατο απο τον υπνο μαγουλο,
να που τη δευτερη τη νυχτα σαμπως παλι αλλαζαμε, την τριτη ακομη
πιο πολυ, την υστερη, την τεταρτη, πια φανερο, δεν ειμασταν οι ιδιοι.
Μονε σα να πηγαιναμε μπουλουκι ανακατο, θαρρουσες, απ' ολες τις
γενιες και τις χρονιες, αλλοι των τωρινων καιρων κι αλλοι πολλα παλιων,
πού 'χαν λευκανει απ' τα περισσια γενια. Καπεταναιοι αγελαστοι με το
κεφαλοπανι, και παπαδες θερια, λοχιες του 97 ή του 12, μπαλτατζηδες
βλοσυροι πανου απ' τον ωμο σειώντας το πελεκι, απελάτες και
σκουταροφοροι με το αιμα επανω τους ακομη Βουργαρων και Τουρκών.
Ολοι μαζι, διχως μιλια, χρονους αμετρητους αγκομαχωντας πλάι-πλάι,
διαβαιναμε τις ραχες, τα φαραγγια, διχως να λογαριαζουμε αλλο τιποτε.
Γιατι καθως οταν βαρουν απανωτες αναποδιες τους ιδιους τους
ανθρωπους παντα, συνηθαν στο Κακο, τελος του αλλαζουν ονομα, το
λεν Γραμμενο ή Μοιρα - ετσι κι εμεις επροχωρουσαμε ισια πανου σ'
αυτο που λεγαμε Καταρα, οπως θα λεγαμε Ανταρα ή Συννεφο. Με
κοπο ξεκολλωντας το ποδαρι απο τη λασπη οπου πολλες φορες
εκατοβουλιαζε ισαμε το γονατο. Επειδη το πιο συχνα, ψιχαλιζε στους
δρομους εξω καθως μες στην ψυχη μας.

Κι οτι ημασταν σιμα πολυ στα μερη οπου δεν εχει καθημερινες
και σκολες, μητε αρρωστους και γερούς, μητε φτωχους και πλουσιους,
το καταλαβαιναμε. Γιατι κι ο βροντος περα, κατι σαν πισω απ' τα βουνα,
δυναμωνε ολοενα, τοσο που καθαρα στο τελος να διαβαζουμε το αργο
και το βαρυ των κανονιων, το ξερο και το γρηγορο των πολυβολων.
Υστερα και γιατι ολοενα πιο συχνα, τυχαινε τωρα ν' απαντουμε, απ' τ'
αλλο μερος vα 'ρχονται, οι αργες οι συνοδειες με τους λαβωμενους.
Οπου απιθωνανε χαμου τα φορεια οι νοσοκομοι, με τον κοκκινο σταυρο
στο περιβραχιωνιο, φτυνοντας μεσα στις παλαμες, και το ματι τους αγριο
για τσιγαρο. Κι οπου σαν ακουγανε για που τραβουσαμε, κουνουσαν το
κεφαλι, αρχινωντας ιστοριες για σημεια και τερατα. Ομως εμεις το μονο
που προσεχαμε ηταν εκεινες οι φωνες μεσα στα σκοτεινα, που ανεβαιναν,
καυτες ακομη απο την πισσα του βυθου ή το θειαφι. "Όι, όι μανα μου","
όι, όι μανα μου", και καποτε, πιο σπανια, ενα πνιχτο μουσουνισμα, ιδιο
ροχαλητο, που 'λεγαν, οσοι ξερανε, ειναι αυτος ο ρογχος του θανατου.

Ηταν φορες που εσερνανε μαζι τους κι αιχμαλωτους, μολις
πιασμενους λιγες ωρες πριν, στα ξαφνικα γιουρουσια που κάναν τα περιπολα.
Βρωμουσανε κρασι τα χνωτα τους, κι οι τσεπες γιοματες κονσερβα ή σοκολατες.
Ομως εμεις δεν ειχαμε, οτι κομμενα τα γιοφυρια πισω μας, και τα λιγα μουλαρια
μας κι εκεινα ανημπορα μεσα στο χιονι και στη γλιστραδα της λασπουριας.

Τελος καποια φορα, φανηκανε μακρια οι καπνοι που ανεβαιναν
μεριες-μεριες, κι οι πρωτες στον οριζοντα κοκκινες, λαμπερες φωτοβολιδες.


Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ.
 

Επισκέπτης
Πάθος εδώ και καιρό το σκέφτομαι, πήρα τώρα και τη σύμφωνη γνώμη του Duracell ;)
Και ο λόγος που το άνοιξα, είναι γιατί ήθελα να ποστάρω αυτό εδώ, που το πέτυχα καθώς έψαχνα κάτι άλλο.

O BAΡΝΑΛΗΣ ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ ΒΑΡΝΑΛΗ - Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ
[youtube=425,350]v018Oz-brfU[/youtube]
... ;)
 

DIMO

Σεβαστός
Εγγρ.
1 Ιουλ 2006
Μηνύματα
990
Κριτικές
17
Like
10
Πόντοι
1.997
Εγώ το αγόρασα το καλοκαίρι, το ξεκίνησα αλλα δυστυχώς το σταμάτησα για λόγους ανεξάρτηρους της θέλησης μου (ας πούμε ότι μπήκε ένας κυκλώνας στη ζωή μου). Ο Ζουργός είναι για μένα ένας από τους μεγαλύτερους νέους Έλληνες συγγραφείς. Το 2007 το καλοκαίρι διάβασα τη "Σκιά της πεταλούδας" του ίδιου και είναι ότι καλύτερο έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.
Ελπίζω να καταφέρω να ολοκληρώσω το βιβλίο που αναφέρεις.
[/quo
"Η Σκια Της Πεταλούδας" είναι επίσης πολύ καλό βιβλίο, αλλά διαφορετικής θεματολογίας από την "Αηδονόπιτα". Εδώ ο συγγραφέας είναι ακόμη πιο ώριμος και αφήνει να ξεδιπλωθεί τα ταλέντο του στη γραφή. Θα πρότεινα όταν μπεις στο "μάτι του κυκλώνα", τότε που-για λίγο- τα πράγματα ηρεμούν, να κάνεις μια προσπάθεια να το τελειώσεις.
 

shy_rider

Μέλος
Εγγρ.
25 Αυγ 2008
Μηνύματα
406
Like
0
Πόντοι
1
Τέτοιο βράδυ ...

Οδυσσέα Ελύτη **Το Άξιον Εστί**


ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ



Τις ημερες εκεινες εφτασαν επιτελους υστερα απο τρεις σωστες εβδομαδες
οι πρωτοι στα μερη μας ημιονηγοι. Και ελεγαν πολλα για τις πολιτειες που
διαβηκαν, Δέλβινο, Αγιοι Σαραντα, Κορυτσα. Και ξεφορτωναν τη ρεγγα και
το χαλβα κοιταζοντας να ξετελεψουν μια ωρα αρχυτερα και να φυγουνε.
Οτι δεν ηταν συνηθισμενοι και τους ετρομαζε το βροντισμα στα βουνα και
το μαυρο γενι στη φαγωμενη την οψη μας.

Και συνεβηκε τοτες ενας απ' αυτους να 'χει μαζι του κατι παλιες
εφημεριδες. Και διαβαζαμε ολοι απορημενοι, μ' ολο που το 'χαμε κιολας
ακουστα, πως επανηγυριζαν στην πρωτευουσα και πως ο κοσμος εσηκωνε,
λεει, ψηλα στα χερια τους φανταρους που γυριζανε με αδειες απο τα γραφεια
της Πρεβεζας και της Αρτας. Και σημαινανε ολη μερα οι καμπανες, και το
βραδυ στα θεατρα λεγανε τραγουδια και παριστανανε στη σκηνη τη ζωη μας
για να χειροκροτα ο κοσμακης.

Βαρεια σιωπη επεσε αναμεσο μας, επειδη κι η ψυχη μας ειχε μηνες
τωρα μεσα στις ερημιες αγριεψει, και, χωρις  να το λεμε, πολυ λογαριαζαμε
τα χρονια μας. Μαλιστα μια στιγμη δακρυσε ο λοχιας ο Ζωης κι εκανε περα
τα χαρτια με τις ειδησεις του κοσμου, ανοιγοντας τα πεντε δαχτυλα καταπανω
τους. Και οι αλλοι εμεις δε λεγαμε τιποτε, μοναχα με τα ματια του δειχναμε
κατι σαν ευγνωμοσυνη.

Τοτε ο Λευτερης, που τυλιγε παρεκει τσιγαρο, καρτερικα, σα να 'χε
παρει απανω του την ανημπορια ολακερης της Οικουμενης, γυρισε και "Λοχια"
ειπε "τι βαρυγκομας; Αυτοι που 'ναι ταγμενοι για τη ρεγγα και το χαλβα, σ' αυτα
παντοτε θα ξαναγυριζουν. Και οι αλλοι στα δεφτερια τους που δεν εχουνε τελειωμο,
και οι αλλοι στα κρεβατια τους τα μαλακα που τα στρωνουν μα δεν τα οριζουν.
Αλλα κατεχε οτι μοναχα εκεινος που παλευει το σκοταδι μεσα του θα 'χει μεθαυριο
μερτικο δικο του στον ηλιο". Και ο Ζωης : "Τι λοιπον, θαρρεις οτι δεν εχω κι εγω
γυναικα και χωραφια και βασανα της καρδιας που καθομαι και φυλαω δωνα στις
εξοριες;" Του αποκριθηκε ο Λευτερης: "Αυτα που δεν αγαπα κανεις, αυτα λοχια
μου, να φοβαται, τι τα 'χει απο τα πριν χαμενα κι ας τα σφιγγει οσο θελει απανω
του. Αλλά τα πραματα της καρδιας τροπος δεν ειναι να χαθουν, εννοια σου, και
γι ' αυτα οι εξοριες δουλευουν. Αργα-γρηγορα κεινοι που ειναι ναν τα βρουν, θα
τα βρουν". Παλι ρωτησε ο λοχιας Ζωης: "Και ποιος λες ταχα του λογου σου οτι θαν
τα βρει;" Τοτε ο Λευτερης, αργα, δειχνοντας με το δαχτυλο: "Εσυ κι εγω κι οτι αλλο
δειξει, αδερφε μου, η ωρα τουτη που μας ακουει".

Και ευθυς ακουστηκε στον αερα η σκοτεινη σφυριγματια της οβιδας που
εφτανε. Και πεσαμε ολοι καταγης μπρουμυτα, πανω στις σκαρπες, οτι γνωριζαμε
αποξω τα σημαδια του Αορατου, και με τ' αυτι μας οριζαμε απο πριν το μερος οπου
θα 'σμιγε η φωτια το χωμα ν' ανοιξει και να χυθει. Και δεν επειραξε η φωτια κανεναν.
Κατι μουλαρια μοναχα σηκωθηκαν στα πισινα τους ποδαρια και αλλα ταραχτηκαν
και σκορπισαν. Και μεσα στην καπνα που κατακαθιζε θωρουσες να τρεχουνε πισω
τους χειρονομωντας οι ανθρωποι που τα 'χανε φερει με κοπους ισαμε κει. Και τα
προσωπα τους χλωμα, και ξεφορτωναν τη ρεγγα και το χαλβα κοιταζοντας να
ξετελεψουν μια ωρα αρχυτερα και να φυγουνε, οτι δεν ηταν μαθημενοι και τους
ετρομαζε το βροντισμα στα βουνα και το μαυρο γενι στη φαγωμενη την οψη μας.


 

shy_rider

Μέλος
Εγγρ.
25 Αυγ 2008
Μηνύματα
406
Like
0
Πόντοι
1
.... πριν εξήντα οκτώ χρόνια,
πάνω στα βουνά, στην παγωνιά ...


Οδυσσέα Ελύτη ***Το Άξιον Εστί***


ε'

ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ του αστρου * στους ουρανους εβγηκα
Στο αγιαζι των λειμωνων28 * στη μονη ακτη του κοσμου
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !

Λυπημενες μυρσινες * ασημωμενες υπνο
Μου ραντισαν την οψη * Φυσω και μονος παω
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !

Οδηγε των ακτινων * και των κοιτωνων Μαγε
Αγυρτη που γνωριζεις * το μελλον μιλησε μου
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !

Τα κοριτσια μου πενθος * για τους αιωνες εχουν
Τ' αγορια μου τουφεκια * κρατουν και δεν κατεχουν
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !

Εκατογχειρες νυχτες * μες στο στερεωμα ολο
Τα σπλαχνα μου αναδευουν * Αυτος ο πονος καιει
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !

Με το λυχνο του αστρου * στους ουρανους γυριζω
Στο αγιαζι των λειμωνων * στη μονη ακτη του κοσμου
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !


[youtube=425,350]<object width="425" height="344"><param name="movie" value="
"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><embed src="
" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true" width="425" height="344"></embed></object>[/youtube]
 

shy_rider

Μέλος
Εγγρ.
25 Αυγ 2008
Μηνύματα
406
Like
0
Πόντοι
1
...λίγο πριν η παγωμένη σάρκα και το καυτό σίδερο
γίνουν ένα .....

Οδυσσέα Ελύτη **Το Άξιον Εστί***


Η'

ΗΡΘΑΝ
με τα χρυσα σειρητια
τα πετεινα του Βορρα και της Ανατολης τα θηρια !
Και τη σαρκα μου στα δυο μοιραζοντας
και στερνα στο συκωτι μου επανω εριζοντας
εφυγαν.
"Γι ' αυτους, ειπαν, ο καπνος της θυσιας,
και για μας της φημης ο καπνος,
αμην."
Και την ηχω σταλμενη απο τα περασμενα
ολοι ακουσαμε και γνωρισαμε.
την ηχω ακουσαμε γνωρισαμε ξανα
με στεγνη φωνη τραγουδησαμε :
Για μας, το ματωμενο σιδερο
και τριπλα εργασμενη προδοσια.
Για μας η αυγη στο χαλκωμα
και τα δοντια τα σφιγμενα ως την ωρα την υστερη
ο δολος και τ' αορατο γαγγαμο27.
Για μας το συρσιμο της γης
ο κρυφος ορκος μες στα σκοτεινα
των ματιων η απονια
κι η ποτε καμια, καμια ποτε Ανταποδοση.
Αδελφοι μάς εγελασαν !
"Γι' αυτους, ειπαν, ο καπνος της θυσιας,
και για μας της φημης ο καπνος,
αμην."
Αλλα συ μες στο χερι μας το λυχνο του αστρου
με το λογο σου αναψες, του αθωου στομα
θυρα της Παραδεισος !
Την ισχυ του καπνου στο μελλον βλεπουμε
της πνοης σου παιγνιο
και το κρατος και τη βασιλεια του !
 

shy_rider

Μέλος
Εγγρ.
25 Αυγ 2008
Μηνύματα
406
Like
0
Πόντοι
1
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας

- 3
Οδυσσέας Ελύτης 



Γι' αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή,
λυώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
-ο θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο!

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλλα στον αέρα,
καθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
στο θάνατο - κ' η μοίρα ό τι θέλει ας πεί.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κ' ηύρε το θάρρος,
καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο,
-κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
(Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...)

Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες,
ύστερα σκόρπισε ο καπνός κ' η μέρα πήε δειλά
να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια.

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
-μολις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος,
κ' ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλομά του νύχια!


5

Ηλιε, δεν ήσουν ο παντοτεινός;
Πουλί, δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη, δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κ' εσύ, περβόλι, ωδείο των λουλουδιών,
κι' εσύ, ρίζα σγουρή, φλογέρα της μαγνόλιας!

Eτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δεντρο
και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
κ' ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
και τα δυο ματια πάνε να δακρύσουν,
γιατί; ρωτάει ο αητός, πούναι το παλικάρι;
Κι' όλα τ' αητόπουλα απορούν: πούναι το παλικάρι!
Γιατί; ρωτάει, στενάζοντας η μάνα, πούναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν: πού νάναι το παιδί!
Γιατί; ρωτάει ο σύντροφος, πού νάναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν: πού νάναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός.
πιάνουν το χέρι, και παγώνει,
πάν να δαγκάσουνε ψωμί, κ' εκείνο στάζει αίμα,
κοιτούν μακριά τον ουρανό κ' εκείνος μελανιάζει
-γιατί; γιατί; γιατί; γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος;
γιατί ένα τέτιο ανόσιο ψωμί;
γιατί ένας τέτιος ουρανός εκεί που πρωτα εκατοικούσε ο ήλιος!..
 

Pradadevil

Μέλος
Εγγρ.
22 Ιαν 2008
Μηνύματα
1.395
Κριτικές
3
Like
866
Πόντοι
96
Απο το βίβλιο του Νικόλα Άσιμου - Αναζητώντας Κροκανθρώπους

Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ' ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις.
Αλλά δε θα 'μαι πια εγώ. Θα 'ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. 'Οσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν.
Οσο υπήρχα με φοβόσουν.
Οσο υπήρχα δε με άντεχες.
Δεν είχες καν την δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα.
Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ.
Είναι καλύτερο ν' αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη.
Κι ας σου φαίνεται γελοίο.
Κι ας μου φαινόταν γελοίο
 

Stories

Νέο!

Stories

Top Bottom