Αν και βαθύ, προωθημένο και απαιτητικό, κάποτε παράξενο και πρωτόγνωρο, είναι έργο γνήσια λαϊκό. Όχι μόνο γιατί το περιεχόμενό του ανταποκρίνεται στα λαϊκά συμφέροντα, αλλά και γιατί σέβεται και εξυψώνει τους ανθρώπους του λαού, αντί να τους κρίνει "αφ' υψηλού" ως ανίκανους τάχα να συλλάβουν το νόημα της μεγάλης τέχνης. Εντυπωσιακή ήταν η απόλυτη ταύτιση καλλιτέχνη και κοινού στις συναυλίες του, ακόμη και με έργα πρωτοποριακά όπως το "Μουσική πράξη στον Μπρεχτ", αλλά και οι τρεις μεγάλες συναυλίες με τα "Καντάτα για τη Μακρόνησο" και "Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι" που τις αφιέρωσε στα 100 χρόνια του ΚΚΕ, δηλώνοντας στη συνέχεια πως αυτές ήταν οι πιο συγκινητικές στιγμές της ζωής του.
Έτσι δεν πρέπει να απορεί κανείς, που ένα μεγάλο λαϊκό πλήθος αγκαλιάζει χρόνια το έργο του, το έχει στα χείλη του στις απεργίες, στις πορείες, στις συγκεντρώσεις, αλλά και στα γλέντια και τις χαρές ή στις μοναχικές στιγμές της περισυλλογής και των μύχιων αγωνιών του. Αυτό το λαϊκό πλήθος δεν τον άφησε στιγμή μονάχο στη σκληρή, ηρωική μάχη του για τη ζωή, στέλνοντάς του καθημερινά κύματα αγάπης, θαυμασμού και ευγνωμοσύνης, όπως θα έκανε για τον πιο πολύτιμο άνθρωπό του.
Και πώς ο Θάνος Μικρούτσικος να μην εμπνέει δυνατά αισθήματα "στον δικό του κόσμο, στους δικούς του ανθρώπους", στα μέλη και τους φίλους του ΚΚΕ, όταν κόντρα στο ρεύμα του συμβιβασμού με το μικρό και "εφικτό", καλούσε μαζί με το ΚΚΕ σε πάλη για αυτό που στους πολλούς φαντάζει "ανέφικτο", όταν σε καιρούς αντεπανάστασης σάλπιζε στο πλευρό του ΚΚΕ την αναγκαιότητα της επανάστασης, όταν πρώτος αυτός ανάμεσα στους πρώτους έδωσε το σύνθημα για να βαδίσουν και άλλοι καλλιτέχνες- δημιουργοί στον ίδιο δρόμο. Και πώς να μην κερδίζει τον απεριόριστο θαυμασμό μας όταν στα επιστημονικά συνέδρια της ΚΕ του ΚΚΕ για τον Μπρεχτ, τον Χικμέτ και στο τελευταίο, για τη νέα ελληνική λογοτεχνία μιλώντας για τον Καββαδία, θάμπωνε με την πλατειά, επιστημονική, μαρξιστική γνώση και τη διαλεκτική σκέψη του, όταν την πρώτη εμφάνισή του μετά την επιδείνωση της υγείας του τη χάρισε στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ, εκεί όπου δυο χρόνια αργότερα με αφάνταστη δύναμη σε πείσμα της αρρώστιας του, έκλεισε για τελευταία φορά την αυλαία των συναυλιών του, ευτυχισμένος μέσα στη λατρεία του κοινού και των εκλεκτών συνεργατών του, ήσυχος "όπως εκείνοι που έχουν κάνει το καθήκον τους".