όσο λιγοστεύουμε
κι η φωνή σου πιο σπάνια γίνεται
κουβαλώντας πότε πότε αλμύρα
ή μια γλύκα παράξενη
ικανή
να με φέρει στον έρωτα πάλι
το μυαλό να τινάξει ένα ρίγος
πριν μια μόνιμη κούραση
να με ρίξει βαρύ στο κρεβάτι
επιμένω να σκέφτομαι
χθες προχωρώντας σε μια άλλη σκηνή
ξαναβρήκα παιχνίδια σου
μ’ αρέσει τις επιφάνειες να καθαρίζω ξανά
κι ύστερα σε μεγάλα κουτιά να τα κλείνω
γιατί στο είχα πει :
όλα θα σ ‘ τα κληρονομήσω ,
δυο τρεις ελιές το ρυάκι με τις καλαμιές
και τα χαλίκια
καθώς περνάς
φορτωμένη το χρόνο
στο μεγάλο καράβι
μαζεύοντας άνεμο
μια προσευχή
η οργή η φωνή η ντροπή σου
οι ναύτες
μάθανε τα μυστικά μας
τις νύχτες
μας καρτερούν στην προκυμαία ευγενικά και
πιο πίσω αστράφτει ένα κτήριο
ένας ζητιάνος βιάζεται κουτσαίνοντας
να γεμίσει απ’ το φούρνο κουλούρια
μια σακούλα γέλια
παιδιά
2. χωρισμός
Που μοιάζαμε που διαφέραμε
Ποια γούρνα είχαμε κοινή με νερό
τη λέγαμε αγάπη !
Βουτώντας κάθε τόσο βαθειά στο κορμί
που θα ’μοιαζε αλλιώς παραβίαση
τα δάχτυλα σπρώχνοντας στους ιστούς
τρυπώντας το άλλο σώμα
διαμελισμένο πρωτόγονα με
τα ίχνη του έρωτα
ένα τέρας ένα ζώο μια κραυγή
μα κοντά στην ουσία μας
που πονά όταν εγκαταλείψουμε ο ένας τον άλλο
θεωρώντας πως την ξέρουμε
γνωρίζω τους τρόπους
μαζεμένους σε βιβλία λίστες και λόγια
τους δείχτες των χεριών την οργή
Ο άλλος ηχείο πολύπλοκο
Όταν σου έδινα κορμί
μα θα μ’ αγάπαγες αν δεν σου έδινα ή
μήπως σε γνώρισα κι έτσι ;
που ήταν ο πόνος χωμένος σε συμπεριφορές
κάτω από στοίβες ρούχα φερσίματα
που ήταν η ψυχή
ξεχασμένη στο τσάκισμα
απότομα όταν
κατάπινες και ράγιζε
κάτι
που αγνοείς
παντού μαζί σου στα χρόνια μετά
καλυμμένο ωραία ωραία για να μπορείς
να μιλήσεις
να φας
ν’ αγοράσεις ψωμί
να φιλήσεις
αόρατο νομίζεις ορατό στους άλλους
όταν πια παραδίνεσαι
και κλαις
με λυγμούς
σαν παιδί
στον ώμο μου:
ολότελα δικό μου θα το προστατεύω πάντα
αυτό
3.συγνώμη
( στη μάνα μου)
Κλειστό το σπίτι από παντού
μόνο
μέσα τρυπώνει η βροχή βρίσκει διόδους
γλιστράει απαλά ανεμπόδιστα το νερό
στους τοίχους εκεί
αυλακώνει τα μάτια της που με κοιτούσαν
πάντα ερωτηματικά κάτι ζητώντας
πάντα
εισχωρώντας σε ό,τι προστάτευα
ανθρώπινος πόνος και αλήθεια μαζί
που δεν άντεχα
τώρα
της το οφείλω :
ήμουν σκληρός
Κατοικώντας στις πόλεις σε δωμάτια ξένα
κατοικώντας κοντά
μακριά
σ’ ακατοίκητα βλέμματα
χρόνια γεμάτα παύσεις στο τηλέφωνο
ψάχναμε απ’ τα λόγια τα οδυνηρά
κλαίγοντας χωριστά
ο καθένας το κλάμα του
τον ίδιο καημό
ανένδοτοι στη λογική ή στο πείσμα
ή σ’ αυτό που έμοιαζε αιωνιότητα :
το θυμό της πληγής μας
όταν
επέστρεφε απ’ την περιπέτεια
μπαίνοντας στην αυλή ένα γκρέμισμα
δεν υπήρχε γωνιά
μας χτύπαγε η τρικυμία
σχεδόν μαθημένοι πως αυτό ήταν η μοίρα μας
αγκαλιασμένοι στο τέλος
βρίσκοντας επιτέλους ένα νόημα να ανήκουμε μαζί
στις σκάλες
έτρεχε νερό αλάτι έκανε κρύο η φωτιά σβηστή
έπαιζα
με ξύλα αναμμένα
σπρώχνοντας μες στη χόβολη κομμάτια πικρά
μια τεράστια φτώχια
ακαθόριστη
ένας μαύρος δρόμος ξεκίναγε από βαθειά
κι ήταν ο μόνος
δεν ήξερα άλλο
κανένα δεν φαντάζομαι
ίσως φοβάμαι
κάποτε φτάνει μια κραυγή πότε πότε
μα δεν υπάρχει πια
τα σίδερα σπάζοντας το όριο περνώντας
έχει ξεφύγει στα πουλιά
ένας αέρας πότε πότε
ίσως δυο δάκρυα
ό,τι με το χρόνο κατακάθεται και
μοιάζει αγάπη
δυο μάτια θολά
4. νόσος
εκεί που απ’ τη ζωή γαντζώνομαι
κάθε παρασκευή πριν απ ‘ το μεγαλόδειπνο
εξομολογημένος
ψαύοντας στον ορίζοντα τα μάτια του πατέρα μου κλειστά
μες στα πορτοκαλιά του ήλιου τα ξέφτια
γαληνεύει η ψυχή μου
χρωματίζεται όπως παλιά η όψη μου
μπρος στο πάμφωτο θαύμα
μα δεν είδα χριστέ μου το ζύγι σου
όπως πλησίαζες μεγαλοβήματος
στο ράσο της αγγαρείας
και δεν ξέρω
πώς να εκλάβω τη ματιά σου
που ούτως ή άλλως με φοβίζει –
πως είμαι λάθος
ή πως πρέπει αυτό το βάρος πια να αποδεχτώ
στους ανθρώπινους ώμους μου
γιατί χτυπούν τα καλντερίμια σου
παραμερίζουνε τα ύψη
για να φανεί ο γολγοθάς
κι υπό το βάρος της ανάστασης
πονά ο θάνατος πολύ
την ψίχα ως τα βάθη
παρασκευές σε δρόμο πολύφωτο
προχωρώ στο λιμάνι
ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟς Ο ΚΑΡΤΑΚΗΣ ...ΜΑΛΙΣΤΑ