Χέρμαν;”, τον ρώτησε ο Μπάγκλι.
“μάλιστα κύριε;”
“τι νιώθεις; ή πώς νιώθεις”
“δεν νιώθω τίποτα, κύριε”
“σ’ αρέσουν οι μπάτσοι;”
“όχι μπάτσοι, κύριε – αστυνομικοί. είναι τα θύματα της επιθετικότητάς μας ακόμη και όταν καμιά φορά μας προστατεύουν πυροβολώντας μας, φυλακίζοντάς μας, χτυπώντας μας και βάζοντάς μας πρόστιμα. δεν υπάρχει κακός μπάτσος. συγνώμη, αστυνομικός ήθελα να πω. αντιλαμβάνεστε ότι εάν δεν υπήρχαν αστυνομικοί, θα έπρεπε να παίρνουμε το νόμο στα χέρια μας;”
“και τότε τι θα συνέβαινε;”
“αυτό δεν το έχω σκεφτεί ποτέ, κύριε”.
“υπέροχα. πιστεύεις στο Θεό;”
“ω, μάλιστα κύριε, στο Θεό και στην Οικογένεια και στην Κοινωνία και στο Κράτος και στην τίμια εργασία”.
“θεέ και κύριε!”
“τι συνέβη, κύριε;”
“συγνώμη. λοιπόν, τι θα έλεγες για μια δουλειά με υπερωρίες;”
“ω, ναι κύριε! θα ήθελα να εργάζομαι 7 μέρες την εβδομάδα εάν είναι δυνατόν, και μάλιστα να κάνω δύο δουλειές, αν είναι δυνατόν”.
“γιατί;”
“για τα λεφτά, κύριε. λεφτά για έγχρωμες τηλεοράσεις, καινούρια αυτοκίνητα, αγορά σπιτιού με μετρητά, για μεταξωτές πιτζάμες, 2 σκυλιά, ηλεκτρική ξυριστική μηχανή, ασφάλεια ζωής, ασφάλεια ιατρική, ωω για όλων των ειδών τις ασφάλειες και τη φοίτηση στο κολέγιο για τα παιδιά μου εάν θα έχω παιδιά και αυτόματες πόρτες στο γκαράζ και ωραία ρούχα και πανάκριβα παπούτσια, και κάμερες, και ρολόγια, και δαχτυλίδια, πλυντήρια, ψυγεία, καινούρια σαλόνια, καινούριες κρεβατοκάμερες, χαλιά από τοίχο σε τοίχο, προσφορές στην εκκλησία, θέρμανση με θερμοστάτη και…”
“εντάξει σταμάτα. και πότε θα τα χρησιμοποιείς όλα αυτά;”
“δεν καταλαβαίνω την ερώτησή σας, κύριε”.
“εννοώ, άμα θα δουλεύεις μέρα – νύχτα και υπερωρίες, πότε θα απολαμβάνεις όλες αυτές τις πολυτέλειες;”
“ω, θα βρεθεί μια μέρα, θα έρθει εκείνη η μέρα, κύριε!”
“και δεν σου περνάει από το μυαλό σου ότι σαν μεγαλώσουν τα παιδιά σου θα σε θεωρούν μαλάκα;”
“εφόσον θα τα έχω διαπαιδαγωγήσει όπως θέλω, κύριε! φυσικά και όχι!”
“θαυμάσια. τώρα λίγες ακόμα ερωτήσεις”
“μάλιστα, κύριε”
“δεν πιστεύεις πως όλος αυτός ο ασταμάτητος μόχθος είναι επιβλαβής στην υγεία και στο πνεύμα, στην ψυχή, τι λες…”;
“ω μα τι λέτε, εάν δεν θα εργαζόμουν συνεχώς δεν θα έκανα τίποτα άλλο από το να αράζω και να πίνω ή να ζωγραφίζω ή να γαμάω ή να πηγαίνω στο τσίρκο ή να κάθομαι στο πάρκο και να χαζεύω τις πάπιες. τέτοια πράγματα”.
“δεν πιστεύεις ότι είναι ωραίο πράγμα να κάθεσαι και να χαζεύεις τις πάπιες μές στο πάρκο;”
“δεν μπορώ να κερδίσω χρήματα κατ’ αυτόν τον τρόπο, κύριε”.
“εντάξει. άντε γαμήσου”.
“τι είπατε κύριε;”
“εννοώ, η συζήτησή μας τελείωσε”.
“εντάξει. αυτός είναι έτοιμος. Νταν. καλή δουλειά. δώσ’ του ένα συμβόλαιο, βάλ’ τον να το υπογράψει, να μην το διαβάσει βεβαίως. πιστεύει ότι είμαστε καλοί άνθρωποι. πήγαινέ τον στην διεύθυνση που έδωσαν. θα τον κρατήσουν. έχω μήνες να στείλω τέτοιο κελεπούρι”.