Σεβαστό μοι ΜΕΑΝΜ,
Εις τον προθάλαμον του παράντος νήματος εμβαίνω- εγώ ο τάλας, ο μικροτσούτσουνος- με προσωπον ωχρόν.
Ωχρόν, εκ του τρόμου που προκαλέι εις έναν ευειδή και χαριτόβρυτον νέον, η θέα του μετεωρούντος Χάροντος επι των κεφαλών τοσούτων παππούληδων.
Αλλά,
τρόμος άρδην μεταβαλλόμενος είς απορίαν:
Ουδέποτε είχον εχθρούς. Ουδέποτε ηθέλησα τον περιγελον, την βάσανον – ή εστω- την όχλησην, οιοδήποτε συνοδοιπόρου εις ακολασίας μετέχοντος του παρόντος διαδυκτιακού βήματος.
Ωϊμέ!Ωσαν δεν έφτανε η άμαχητος Μοίρα, καταστήσας μέ μικροπέοντα και προξενήσας τοσαύτον πόνον!
Αναρωτωμαι, σεβαστό μοι ΜΕΑΝΜ, ποια επιχειρήματα μετέλθω, ινα αποδείξω περαν κάθε αμφιβολίας πως είμί ουκ εστίν ελέφας;
Ο εξαιρετος Άγιος, ο λιαν αγαπητός, ο υψηπέτης, ο ρεκτης, ο πλήρους εμπειριών αλλά και ημερών -ίσως- μη δυνάμενος όπως αντιληφθει τας ελικρινάς μου προθέσεις - αλίμονο πέραν των 150 ετών και εκ των τοσων βασανων περιπληγείς- ίσως, επαναλαμβάνω- επαρεξήγησέν μοι.
Εξηγουμαι:
Την κρίσιν του Αγιού ουχί κρίνω, ότι ου δύναμαι κρίνων αυτόν, εγώ ο μικρόνους μικροπέοντας.
Δια την κατάκρισιν εκ της παρεξηγήσεως, ωστόσο, δικαιούμαι να ομιλώ.
Ότι ουκ εστιν κλώνος, εν καθαρά καρδία και συνειδήσει επορευόμην πάντα, ιδιαιτέρως σεβόμενος βακτιρίας βασταζοντες γέροντες, αντιλαμβανόμενος πως και εγώ μετά πάροδο 120-130 ετων στην ίδιαν θέσην θα βρίσκομαι.
Σνιφ, συγκινηθηκα.
Σεβαστό μοι ΜΕΑΝΜ,
Τα προσήκοντα πράγματα τοις ανθρώποιος αποδίδομεν.
Όπερ, ουχί ως ταων περί καλλους αγωνίσζεσθαι ή ως γεοσκώληξ εις χοες ρυπαρές υπόκεισθε, τουναντίον, ίσταμαι ενώπιον του σεβαστου ΜΕΑΝΜ, διαρρήδην αρνούμενως τας εις εμέ καταγγελλόμενα, ως προϊντα ανθρωπίνης παρεξηγήσεως.
Σεβαστό μοι ΜΕΑΝΜ,
εν κατακλείδι, παρακαλώ όπως αποφασίσεται υπερ της συμμετοχής εις το παρον νήμα.
Μετά τίμης.