Τα πάντα λένε κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Όντως, έτσι είναι καλώς ή κακώς. Παράλληλα, όμως, τα πάντα εκτιμώνται μέσω του ενθουσιασμού ή της απογόητευσης που μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος μια δεδομένη στιγμή ή περιόδο. Για παράδειγμα, πριν από 12 μήνες ο Παναγιώτης Γιαννάκης ήταν η μεγάλη ελπίδα του ερυθρόλευκου κόσμου για επιστροφή στην κορυφή του ελληνικού ή ακόμη και του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Τότε, επικρατούσε άκρατος ενθουσιασμός. Μέχρι και ότι θα τον σέβονται οι διαιτητές και θα κάθονται σούζα είχαν πει πολλοί. Ξέρετε τι του είπε διεθνής διαιτητής σε έναν από τους -τελευταίους- τελικούς; “Μην κάνεις τον σταυρό σου καραγκιόζη!”. Μάλιστα. Προφανώς τα σεμινάρια της ΚΕΔ έχουν εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια και δεν το έχω πάρει χαμπάρι…
Δώδεκα μήνες -και μηδέν τίτλοι- μετά από τον ενθουσιασμό, η απογοήτευση ήρθε και στρογγυλοκάθισε στο μυαλό των ερυθρόλευκων φιλάθλων, με συνέπεια η παραμονή του Παναγιώτη Γιαννάκη στον πάγκο να έχει προκαλέσει ανησυχία για το μέλλον του Ολυμπιακού. Μισό λεπτό να πάρω θέση. Σίγουρα, υπάρχουν καλύτεροι προπονητές από τον Γιαννάκη, όπως υπάρχουν και καλύτεροι δημοσιογράφοι, καλύτεροι παίκτες, καλύτεροι δικηγόροι, καλύτεροι αγρότες, καλύτεροι κλέφτες. Σίγουρα, το μπάσκετ που έπαιξε ο Ολυμπιακός δεν εντυπωσίασε και δεν έπεισε πολλούς, ενώ δεν ήταν και ξεκάθαρο το παιχνίδι που ήθελε να κάνει η ομάδα. Μόνο στο διάστημα όπου η ομάδα έφτασε στο Βερολίνο και κέρδισε το πλεονέκτημα έδρας υπήρξε ένας άκρατος -πάλι- ενθουσιασμός ότι οι ερυθρόλευκοι είναι έτοιμοι να πατήσουν κορυφή. Αλλά, πείτε μου με το χέρι στην καρδιά και στη φωτιά, ποιος είναι ο προπονητής που σε ένα χρόνο (ή σε ένα μήνα, γιατί αυτό θέλει ο κόσμος του Ολυμπιακού) θα αναστήλωνε μια ομάδα που παραπατάει εδώ και 12 συναπτά έτη;
Ο Πέσιτς που δεν έχει ιδέα τι σημαίνει ελληνική μπασκετική πραγματικότητα, ο Ιβάνοβιτς που έχει μια περίεργη αντίληψη για τη σχέση του με τους παίκτες και τους φιλάθλους; Ο Μεσίνα; Ναι αυτός, ίσως. Έχει τα φόντα, τα προσόντα, τις εμπειρίες, τους τίτλους, τις γνώσεις. Αλλά θα μπορούσε ο Ιταλός προπονητής να αντέξει την πίεση και την επιτακτική ανάγκη για την εξιλέωση του Ολυμπιακού; Στη Ρωσία με την ΤΣΣΚΑ έπαιζε μόνος του όλα αυτά τα χρόνια (δεν βάζουμε το τι έχει κάνει στην Ευρώπη, γιατί στον Πειραία κοιτάνε πρώτα τους εν Ελλάδι στόχους) και στην Ιταλία τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα ή πιο καθαρά. Όπως θέλετε το παίρνετε. Και πώς μπορεί να δημιουργηθεί μια ομάδα όταν σχεδόν κάθε χρόνο αλλάζει προπονητή και παίρνει με το τσουβάλι παίκτες; Θέλετε και νούμερα;
Ο Ολυμπιακός τα τελευταία 10 χρόνια έχει αλλάξει 8 προπονητές και έχει πάρει-διώξει περίπου 100 παίκτες! Μιλάμε για ασύλληπτα πράγματα. Κάθε χρόνο άλλη φιλοσοφία του κόουτς, άλλα προσόντα παικτών, άλλη χημεία. Κάθε χρόνο μέχρι τον Δεκέμβριο ο Ολυμπιακός ψάχνει ρόλους, ζητάει υπομονή για να δέσει το σύνολο, τον Ιανουάριο παίζει καλύτερο μπάσκετ, μετά αρχίζει η πίεση για κατάκτηση τίτλου και το καλοκαίρι βλέπουμε το ίδιο φινάλε. Έχω δει την ταινία “Η Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ” με τον Τιμ Ρόμπινς πάνω από 10 φορές και δεν την έχω βαρεθεί. Αυτό το ψυχασθενές και σχιζοφρενικό έργο του Ολυμπιακού, όμως, δεν αντέχεται με τίποτα.
Να περάσουμε όμως και στα λάθη του Γιαννάκη, τουλάχιστον όπως τα έχουμε δει με το χαλαρό (που λέει ο λόγος) μάτι μας από τα δημοσιογραφικά θεωρεία. Μέσα στους 17 μήνες που βρίσκεται στον Ολυμπιακό, ο “δράκος” ασχολήθηκε με περισσότερα πράγματα από όσα… άντεχε και έχασε το στόχο του, αυτό που λέει καθημερινά, το μπάσκετ. Αναλώθηκε στο κομμάτι της διαιτησίας, ενώ άλλος έπρεπε να το έχει πάρει στις πλάτες του (και μίλησε μόνο για αυτή μετά τον τελευταίο τελικό, χάνοντας… πόντους στη συνείδηση του κόσμου), βρέθηκε αντιμέτωπος με μια παράξενη και… ανάλαφρη μπασκετική νοοτροπία που είχε αφήσει πίσω του ο προκάτοχός του Πίνι Γκέρσον, δεν αντιμετώπισε το σχεδιασμό του περυσινού καλοκαιριού όπως χρειαζόταν και δεν προέβλεψε (;) τις όποιες αδυναμίες είχε το ρόστερ σε κάθε θέση. Θα μου πείτε, αυτός έχει την ευθύνη του ρόστερ. Συμφωνώ. Οπότε, παίρνει και το μερίδιο που του αναλογεί.
Τώρα δείχνει ότι έχει μάθει, όπως και ο Παναγιώτης με τον Γιώργο Αγγελόπουλο. Ο ελληνικός κορμός που θέλουν να κρατήσουν και να ενισχύσουν είναι το σημαντικότερο κομμάτι αυτή τη στιγμή. Ο Γιάννης Μπουρούσης και ο Γιώργος Πρίντεζης πρέπει να μείνουν. Μπορεί να μην έχουν φέρει έναν τίτλο στον Ολυμπιακό, αλλά ποιοι ελεύθεροι Έλληνες είναι καλύτεροι στη θέση τους; Κανείς. Στην περίπτωση του Μπουρούση μάλιστα, δεν υπάρχει ούτε καν δεσμευμένος Έλληνας καλύτερος από αυτόν. Οπότε ΠΡΕΠΕΙ να μείνει, για να μην τιναχθεί και ο σχεδιασμός στον αέρα…
Στην περίπτωση του Θοδωρή Παπαλουκά, τα πράγματα έχουν και εκεί την ξεκάθαρή απόψή τους. Ο αρχηγός του Ολυμπιακού αποκτήθηκε με πολλά χρήματα και ακόμη περισσότερη υπομονή και κόπο από τους Αγγελόπουλους, για να προσθέσει την εμπειρία του και το ταλέντο του και να αλλάζει το ρυθμό, όχι για να κάνει τον σούπερ ήρωα και να παίζει 35 λεπτά! Δεν έπαιζε τόσο, ούτε το 2006 που ήταν ο καλύτερος Ευρωπαίος παίκτης σε όλο τον κόσμο. Αλλά με τον ασταθή -σε παρκέ και όχι μόνο-, αλλά ταλαντούχο Μίλος Τεόντοσιτς πίσω του, δεν υπήρχε άλλη λύση, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Α, σόρι. Υπήρχε και… ο Μιλόσεβιτς!
Ο Λιν Γκριρ έμεινε πέρυσι, επειδή είναι ένας μοναδικός επαγγελματίας και χαρακτήρας, επειδή κατάφερε μέσα στους πρώτους τέσσερις μήνες του Γιαννάκη, να προσαρμοστεί στη φιλοσοφία και σε αυτά που του ζητούσε ο προπονητής του και επειδή κακά τα ψέμματα είναι ένας πολύ καλός σκόρερ. Όμως, πιο κοντό δυάρι δεν υπήρχε σε κανένα σημείο της Ευρώπης. Και χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω όσους δεν πήραν στη ζωή τους πέντε πόντους παραπάνω, στο μπάσκετ ο συνδυασμός ύψους, ταλέντου, ικανοτήτων και δουλειάς είναι αυτός που κάνει κάποιον παίκτη να ξεχωρίζει, ακόμη και στα πολύ δύσκολα. Οπότε, στο θέμα σουτέρ, ο Ολυμπιακός είχε τον Γκριρ που για πάρει σουτ θέλει ειδικές συνθήκες (ντρίμπλα πριν από το σουτ, προσποίηση όταν είχε αμυντικό μπροστά του, περιθώριο χρόνου και χώρου για να σουτάρει, ώστε να μην πλησιάσει ο αμυντικός έγκαιρα) και τον Γιοτάμ Χαλπερίν που δεν είχε το βιογραφικό του σκόρερ, αλλά του παίκτη που καλύπτει τρύπες και είναι γκαρντ πολυτελείας, αλλά όχι ειδικών αποστολών.
Στη θέση “3″ δεν υπήρχε επίσης κλασικός σουτέρ. Ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος έχει βελτιώσει το σουτ του τα τελευταία τρία χρόνια, αλλά είναι ο καλύτερος αμυντικός του Ολυμπιακού (και ένας από τους καλύτερους στην Ευρώπη) και όχι ο καλύτερος σουτέρ, ούτε καν ο κορυφαίος σκόρερ. Και μπροστά από αυτόν ο Τζος Τσίλντρες. Τα σχόλια για τη δική του δεινότητά από την περιφέρεια, είναι περιττά. Πάμε στη θέση “4″. Ο Γιώργος Πρίντεζης τα έδωσε όλα, έδειξε και πάλι βελτιωμένος (ειδικά στις κινήσεις με πλάτη στο καλάθι και τα τελειώματα - προφανώς πείσμωσε μετά από εκείνο το χαμένο σουτάκι στο ΟΑΚΑ πριν από έναν χρόνο), αλλά ως καθαρό τεσσάρι ήταν επί της ουσίας μόνος του. Ο Ζόραν Έρτσεγκ έχει ταλέντο, έχει πάθος, έχει καλό σουτ και κινείται πολύ καλά στο επιθετικό ριμπάουντ, αλλά δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο της άμεσης εναλλακτικής λύσης στη συγκεκριμένη θέση.
Και πάμε στη ρακέτα. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης αρέσκεται στο inside game. Το απέδειξε χρόνια στην Εθνική ομάδα, όπου τροφοδοτούσε ακόμη και στο ζέσταμα τον Λάζαρο Παπαδόπουλο για να ποστάρει. Στον Ολυμπιακό ξεκάθαρο ποστάρισμα έχει μόνο ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης. Ο Μπουρούσης βελτιώθηκε και σε αυτό το κομμάτι του παιχνιδιού του, αλλά έχει κι άλλο δρόμο να διανύσει, είτε στην Ελλάδα είτε στους Σαν Αντόνιο Σπερς με δάσκαλο τον Τιμ Ντάνκαν! Ο Νίκολα Βούισιτς παίζει με φάτσα στο καλάθι κατά κύριο λόγο και δεν είχε τις σωματικές αντοχές να αντέξει το ξύλο μέσα στη ρακέτα, ενώ στην άμυνα δημιουργούσε πάρα πολλές τρύπες. Και ο Σχορτσανίτης; Καληνύχτα και καλή τύχη…
Όλα αυτά λοιπόν, αποδεικνύουν (εκ του αποτελέσματος κρίνουμε και οι δημοσιογράφοι, όχι μόνο οι φίλαθλοι) ότι ο σχεδιασμός του Ολυμπιακού έμπαζε νερά. Δεν υπήρχε αυτό που λέμε… παζλ. Ο ένας παίκτης να συμπληρώνει τον άλλον στις αδυναμίες του και όλοι μαζί να δημιουργούν τα στοιχεία για μια συγκεκριμένη επιθετική φιλοσοφία. Όταν ο Ολυμπιακός πήγαινε σε αργό τέμπο, ο Τσίλντρες δεν είχε ρόλο, αλλά ο Παπαλουκάς δεν είχε πολλές λύσεις και καλές κινήσεις μακριά από την μπάλα. Όταν ο Ολυμπιακός πήγαινε γρήγορα, ο Τσίλντρες έπαιζε καλύτερα, ο Γκριρ έχανε την… μπάλα, ο Βούισιτς προσπαθούσε να ακολουθήσει, αλλά δεν μπορούσε και έμενε μόνο ο Μπουρούσης (ο ψηλός δηλαδή!) για να αντέξει τα χιλιόμετρα και το transition game.
Όλα αυτά, λοιπόν, πρέπει να τα σκεφτεί ο Παναγιώτης Γιαννάκης και να τα συζητήσει πάλι (όπως έκανε επί τέσσερις ώρες) με τον Παναγιώτη και τον Γιώργο Αγγελόπουλο. Οι δύο ισχυροί άνδρες του Ολυμπιακού είναι παρόντες και έχουν τη θέληση να δημιουργήσουν την ομάδα που θα παίζει μπάσκετ, θα έχει διάρκεια, θα έχει φιλοσοφία, θα έχει ελληνικό κορμό, θα έχει παίκτες για να… ενθουσιάζεται ο κόσμος και κυρίως θα έχει πνεύμα νικητή. Ο “δράκος” το έχει πάρει προσωπικά το θέμα, έχει βάλει στοίχημα να πετύχει με τον Ολυμπιακό και να ικανοποιήσει και τον πιο δύσκολο οπαδό της ομάδας και σημειωτέον φέτος θα έχει όλες τις ημέρες του καλοκαιριού για να ασχολείται μόνο με τα θέματα του Ολυμπιακού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν δικές του οι εγκρίσεις για όσα απασχόλησαν την ομάδα πέρυσι.
Πού καταλήγουμε; Ότι αν στον κόσμο του Ολυμπιακού επικρατεί ανησυχία για το μέλλον της ομάδας, ίσως αυτό να είναι καλύτερο. Ο ενθουσιασμός φέρνει πανικό εν κρανίω, δημιουργεί αυταπάτες και θολώνει το καθαρό βλέμμα και το μόνο που φαίνεται, είναι οι τίτλοι στο βάθος του ορίζοντα. Για να αγγίξεις όμως τον ορίζοντα, πρέπει να μάθεις να κολυμπάς. Και στο κολύμπι, αποκτάς περισσότερες αντοχές όταν έχεις κόντρα άνεμο…
Δώδεκα μήνες -και μηδέν τίτλοι- μετά από τον ενθουσιασμό, η απογοήτευση ήρθε και στρογγυλοκάθισε στο μυαλό των ερυθρόλευκων φιλάθλων, με συνέπεια η παραμονή του Παναγιώτη Γιαννάκη στον πάγκο να έχει προκαλέσει ανησυχία για το μέλλον του Ολυμπιακού. Μισό λεπτό να πάρω θέση. Σίγουρα, υπάρχουν καλύτεροι προπονητές από τον Γιαννάκη, όπως υπάρχουν και καλύτεροι δημοσιογράφοι, καλύτεροι παίκτες, καλύτεροι δικηγόροι, καλύτεροι αγρότες, καλύτεροι κλέφτες. Σίγουρα, το μπάσκετ που έπαιξε ο Ολυμπιακός δεν εντυπωσίασε και δεν έπεισε πολλούς, ενώ δεν ήταν και ξεκάθαρο το παιχνίδι που ήθελε να κάνει η ομάδα. Μόνο στο διάστημα όπου η ομάδα έφτασε στο Βερολίνο και κέρδισε το πλεονέκτημα έδρας υπήρξε ένας άκρατος -πάλι- ενθουσιασμός ότι οι ερυθρόλευκοι είναι έτοιμοι να πατήσουν κορυφή. Αλλά, πείτε μου με το χέρι στην καρδιά και στη φωτιά, ποιος είναι ο προπονητής που σε ένα χρόνο (ή σε ένα μήνα, γιατί αυτό θέλει ο κόσμος του Ολυμπιακού) θα αναστήλωνε μια ομάδα που παραπατάει εδώ και 12 συναπτά έτη;
Ο Πέσιτς που δεν έχει ιδέα τι σημαίνει ελληνική μπασκετική πραγματικότητα, ο Ιβάνοβιτς που έχει μια περίεργη αντίληψη για τη σχέση του με τους παίκτες και τους φιλάθλους; Ο Μεσίνα; Ναι αυτός, ίσως. Έχει τα φόντα, τα προσόντα, τις εμπειρίες, τους τίτλους, τις γνώσεις. Αλλά θα μπορούσε ο Ιταλός προπονητής να αντέξει την πίεση και την επιτακτική ανάγκη για την εξιλέωση του Ολυμπιακού; Στη Ρωσία με την ΤΣΣΚΑ έπαιζε μόνος του όλα αυτά τα χρόνια (δεν βάζουμε το τι έχει κάνει στην Ευρώπη, γιατί στον Πειραία κοιτάνε πρώτα τους εν Ελλάδι στόχους) και στην Ιταλία τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα ή πιο καθαρά. Όπως θέλετε το παίρνετε. Και πώς μπορεί να δημιουργηθεί μια ομάδα όταν σχεδόν κάθε χρόνο αλλάζει προπονητή και παίρνει με το τσουβάλι παίκτες; Θέλετε και νούμερα;
Ο Ολυμπιακός τα τελευταία 10 χρόνια έχει αλλάξει 8 προπονητές και έχει πάρει-διώξει περίπου 100 παίκτες! Μιλάμε για ασύλληπτα πράγματα. Κάθε χρόνο άλλη φιλοσοφία του κόουτς, άλλα προσόντα παικτών, άλλη χημεία. Κάθε χρόνο μέχρι τον Δεκέμβριο ο Ολυμπιακός ψάχνει ρόλους, ζητάει υπομονή για να δέσει το σύνολο, τον Ιανουάριο παίζει καλύτερο μπάσκετ, μετά αρχίζει η πίεση για κατάκτηση τίτλου και το καλοκαίρι βλέπουμε το ίδιο φινάλε. Έχω δει την ταινία “Η Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ” με τον Τιμ Ρόμπινς πάνω από 10 φορές και δεν την έχω βαρεθεί. Αυτό το ψυχασθενές και σχιζοφρενικό έργο του Ολυμπιακού, όμως, δεν αντέχεται με τίποτα.
Να περάσουμε όμως και στα λάθη του Γιαννάκη, τουλάχιστον όπως τα έχουμε δει με το χαλαρό (που λέει ο λόγος) μάτι μας από τα δημοσιογραφικά θεωρεία. Μέσα στους 17 μήνες που βρίσκεται στον Ολυμπιακό, ο “δράκος” ασχολήθηκε με περισσότερα πράγματα από όσα… άντεχε και έχασε το στόχο του, αυτό που λέει καθημερινά, το μπάσκετ. Αναλώθηκε στο κομμάτι της διαιτησίας, ενώ άλλος έπρεπε να το έχει πάρει στις πλάτες του (και μίλησε μόνο για αυτή μετά τον τελευταίο τελικό, χάνοντας… πόντους στη συνείδηση του κόσμου), βρέθηκε αντιμέτωπος με μια παράξενη και… ανάλαφρη μπασκετική νοοτροπία που είχε αφήσει πίσω του ο προκάτοχός του Πίνι Γκέρσον, δεν αντιμετώπισε το σχεδιασμό του περυσινού καλοκαιριού όπως χρειαζόταν και δεν προέβλεψε (;) τις όποιες αδυναμίες είχε το ρόστερ σε κάθε θέση. Θα μου πείτε, αυτός έχει την ευθύνη του ρόστερ. Συμφωνώ. Οπότε, παίρνει και το μερίδιο που του αναλογεί.
Τώρα δείχνει ότι έχει μάθει, όπως και ο Παναγιώτης με τον Γιώργο Αγγελόπουλο. Ο ελληνικός κορμός που θέλουν να κρατήσουν και να ενισχύσουν είναι το σημαντικότερο κομμάτι αυτή τη στιγμή. Ο Γιάννης Μπουρούσης και ο Γιώργος Πρίντεζης πρέπει να μείνουν. Μπορεί να μην έχουν φέρει έναν τίτλο στον Ολυμπιακό, αλλά ποιοι ελεύθεροι Έλληνες είναι καλύτεροι στη θέση τους; Κανείς. Στην περίπτωση του Μπουρούση μάλιστα, δεν υπάρχει ούτε καν δεσμευμένος Έλληνας καλύτερος από αυτόν. Οπότε ΠΡΕΠΕΙ να μείνει, για να μην τιναχθεί και ο σχεδιασμός στον αέρα…
Στην περίπτωση του Θοδωρή Παπαλουκά, τα πράγματα έχουν και εκεί την ξεκάθαρή απόψή τους. Ο αρχηγός του Ολυμπιακού αποκτήθηκε με πολλά χρήματα και ακόμη περισσότερη υπομονή και κόπο από τους Αγγελόπουλους, για να προσθέσει την εμπειρία του και το ταλέντο του και να αλλάζει το ρυθμό, όχι για να κάνει τον σούπερ ήρωα και να παίζει 35 λεπτά! Δεν έπαιζε τόσο, ούτε το 2006 που ήταν ο καλύτερος Ευρωπαίος παίκτης σε όλο τον κόσμο. Αλλά με τον ασταθή -σε παρκέ και όχι μόνο-, αλλά ταλαντούχο Μίλος Τεόντοσιτς πίσω του, δεν υπήρχε άλλη λύση, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Α, σόρι. Υπήρχε και… ο Μιλόσεβιτς!
Ο Λιν Γκριρ έμεινε πέρυσι, επειδή είναι ένας μοναδικός επαγγελματίας και χαρακτήρας, επειδή κατάφερε μέσα στους πρώτους τέσσερις μήνες του Γιαννάκη, να προσαρμοστεί στη φιλοσοφία και σε αυτά που του ζητούσε ο προπονητής του και επειδή κακά τα ψέμματα είναι ένας πολύ καλός σκόρερ. Όμως, πιο κοντό δυάρι δεν υπήρχε σε κανένα σημείο της Ευρώπης. Και χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω όσους δεν πήραν στη ζωή τους πέντε πόντους παραπάνω, στο μπάσκετ ο συνδυασμός ύψους, ταλέντου, ικανοτήτων και δουλειάς είναι αυτός που κάνει κάποιον παίκτη να ξεχωρίζει, ακόμη και στα πολύ δύσκολα. Οπότε, στο θέμα σουτέρ, ο Ολυμπιακός είχε τον Γκριρ που για πάρει σουτ θέλει ειδικές συνθήκες (ντρίμπλα πριν από το σουτ, προσποίηση όταν είχε αμυντικό μπροστά του, περιθώριο χρόνου και χώρου για να σουτάρει, ώστε να μην πλησιάσει ο αμυντικός έγκαιρα) και τον Γιοτάμ Χαλπερίν που δεν είχε το βιογραφικό του σκόρερ, αλλά του παίκτη που καλύπτει τρύπες και είναι γκαρντ πολυτελείας, αλλά όχι ειδικών αποστολών.
Στη θέση “3″ δεν υπήρχε επίσης κλασικός σουτέρ. Ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος έχει βελτιώσει το σουτ του τα τελευταία τρία χρόνια, αλλά είναι ο καλύτερος αμυντικός του Ολυμπιακού (και ένας από τους καλύτερους στην Ευρώπη) και όχι ο καλύτερος σουτέρ, ούτε καν ο κορυφαίος σκόρερ. Και μπροστά από αυτόν ο Τζος Τσίλντρες. Τα σχόλια για τη δική του δεινότητά από την περιφέρεια, είναι περιττά. Πάμε στη θέση “4″. Ο Γιώργος Πρίντεζης τα έδωσε όλα, έδειξε και πάλι βελτιωμένος (ειδικά στις κινήσεις με πλάτη στο καλάθι και τα τελειώματα - προφανώς πείσμωσε μετά από εκείνο το χαμένο σουτάκι στο ΟΑΚΑ πριν από έναν χρόνο), αλλά ως καθαρό τεσσάρι ήταν επί της ουσίας μόνος του. Ο Ζόραν Έρτσεγκ έχει ταλέντο, έχει πάθος, έχει καλό σουτ και κινείται πολύ καλά στο επιθετικό ριμπάουντ, αλλά δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο της άμεσης εναλλακτικής λύσης στη συγκεκριμένη θέση.
Και πάμε στη ρακέτα. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης αρέσκεται στο inside game. Το απέδειξε χρόνια στην Εθνική ομάδα, όπου τροφοδοτούσε ακόμη και στο ζέσταμα τον Λάζαρο Παπαδόπουλο για να ποστάρει. Στον Ολυμπιακό ξεκάθαρο ποστάρισμα έχει μόνο ο Σοφοκλής Σχορτσανίτης. Ο Μπουρούσης βελτιώθηκε και σε αυτό το κομμάτι του παιχνιδιού του, αλλά έχει κι άλλο δρόμο να διανύσει, είτε στην Ελλάδα είτε στους Σαν Αντόνιο Σπερς με δάσκαλο τον Τιμ Ντάνκαν! Ο Νίκολα Βούισιτς παίζει με φάτσα στο καλάθι κατά κύριο λόγο και δεν είχε τις σωματικές αντοχές να αντέξει το ξύλο μέσα στη ρακέτα, ενώ στην άμυνα δημιουργούσε πάρα πολλές τρύπες. Και ο Σχορτσανίτης; Καληνύχτα και καλή τύχη…
Όλα αυτά λοιπόν, αποδεικνύουν (εκ του αποτελέσματος κρίνουμε και οι δημοσιογράφοι, όχι μόνο οι φίλαθλοι) ότι ο σχεδιασμός του Ολυμπιακού έμπαζε νερά. Δεν υπήρχε αυτό που λέμε… παζλ. Ο ένας παίκτης να συμπληρώνει τον άλλον στις αδυναμίες του και όλοι μαζί να δημιουργούν τα στοιχεία για μια συγκεκριμένη επιθετική φιλοσοφία. Όταν ο Ολυμπιακός πήγαινε σε αργό τέμπο, ο Τσίλντρες δεν είχε ρόλο, αλλά ο Παπαλουκάς δεν είχε πολλές λύσεις και καλές κινήσεις μακριά από την μπάλα. Όταν ο Ολυμπιακός πήγαινε γρήγορα, ο Τσίλντρες έπαιζε καλύτερα, ο Γκριρ έχανε την… μπάλα, ο Βούισιτς προσπαθούσε να ακολουθήσει, αλλά δεν μπορούσε και έμενε μόνο ο Μπουρούσης (ο ψηλός δηλαδή!) για να αντέξει τα χιλιόμετρα και το transition game.
Όλα αυτά, λοιπόν, πρέπει να τα σκεφτεί ο Παναγιώτης Γιαννάκης και να τα συζητήσει πάλι (όπως έκανε επί τέσσερις ώρες) με τον Παναγιώτη και τον Γιώργο Αγγελόπουλο. Οι δύο ισχυροί άνδρες του Ολυμπιακού είναι παρόντες και έχουν τη θέληση να δημιουργήσουν την ομάδα που θα παίζει μπάσκετ, θα έχει διάρκεια, θα έχει φιλοσοφία, θα έχει ελληνικό κορμό, θα έχει παίκτες για να… ενθουσιάζεται ο κόσμος και κυρίως θα έχει πνεύμα νικητή. Ο “δράκος” το έχει πάρει προσωπικά το θέμα, έχει βάλει στοίχημα να πετύχει με τον Ολυμπιακό και να ικανοποιήσει και τον πιο δύσκολο οπαδό της ομάδας και σημειωτέον φέτος θα έχει όλες τις ημέρες του καλοκαιριού για να ασχολείται μόνο με τα θέματα του Ολυμπιακού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν δικές του οι εγκρίσεις για όσα απασχόλησαν την ομάδα πέρυσι.
Πού καταλήγουμε; Ότι αν στον κόσμο του Ολυμπιακού επικρατεί ανησυχία για το μέλλον της ομάδας, ίσως αυτό να είναι καλύτερο. Ο ενθουσιασμός φέρνει πανικό εν κρανίω, δημιουργεί αυταπάτες και θολώνει το καθαρό βλέμμα και το μόνο που φαίνεται, είναι οι τίτλοι στο βάθος του ορίζοντα. Για να αγγίξεις όμως τον ορίζοντα, πρέπει να μάθεις να κολυμπάς. Και στο κολύμπι, αποκτάς περισσότερες αντοχές όταν έχεις κόντρα άνεμο…