Ζήτω ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής και τα τούρκικα σήριαλ!
Διαβάζουμε πρόσφατα τα παράπονα ανθρώπων της τηλεόρασης για την κυριαρχία των τούρκικων σήριαλ στις ελληνικές συχνότητες. Φυσικά δικαιούνται να γκρινιάζουν γιατί έχασαν το παντεσπάνι τους. Δεν δικαιούνται όμως να επικαλούνται εθνικούς λόγους
Του Πρόδρομου Σεϊτανίδη
Κατ’ αρχάς, τα τούρκικα σήριαλ είναι πολύ καλά! Για σαπουνόπερες, εννοείται. Δεν μπαίνω στον κόπο να παινέσω τη φωτογραφία, τους φωτισμούς, την ηχοληψία, τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά, τις τοποθεσίες τους. Ακόμα και το πιο απαίδευτο μάτι κάνει αβίαστα τις συγκρίσεις. Ούτε καν να εκθειάσω τις περγαμηνές των ηθοποιών, που έχουν σπουδάσει σε πραγματικές δραματικές σχολές και συχνά έχουν διεθνή καριέρα. Δεν πρόκειται, βέβαια, για τις αγαπημένες σταρλετίτσες που επειδή γυάλισαν στον εκάστοτε Έλληνα καναλάρχη, κέρδισαν ρόλο στην αντίστοιχη τηλεοπτική σαπουνάδα. Ούτε για μισότριβους εκπεσόντες αγγέλους, που μπαίνοντας στην έκτη δεκαετία της ζωής τους, διεκδικούν ακόμη την πρωτοκαθεδρία του ζεν πρεμιέ. Τα θυμήθηκα όλα τούτα, βλέποντας ξανά τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» στην ΕΤ-1. Θα πείτε, άλλο Ροβήρος Μανθούλης κι άλλο Φώσκολος. Άλλο Τσίρκας κι άλλο τσίρκο. Σωστά.
Η ελληνική τηλεόραση έχει δείξει πολλή σαπουνόπερα. Από τις αμερικάνικες «Τόλμη και Γοητεία» και «Ντάλας» στη δεκαετία του ’80, πάντοτε πουλούσε χάντρες και καθρεφτάκια στο ιθαγενές κοινό. Από τις γυαλιστερές χάντρες και τα αστραφτερά καθρεφτάκια, το πράμα θάμπωσε στις επόμενες δεκαετίες με τις ελληνικές τηλεοπτικές σειρές, γυρισμένες σε ταλαίπωρα στούντιο, με αμήχανους ηθοποιούς, που έπαιζαν το μπακαλόγατο Ζήκο σαν να ήταν ο Άμλετ, και κυρίως με σενάρια που δεν είχαν αρχή, μέση και τέλος. Ανέδειξαν, βέβαια, κάνα-δυό βουλευτές με ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αν δεν με απατά η μνήμη μου. Φυσικά, στην εποχή της ευμάρειας και των τζάμπα ονείρων, το τάισμα με στερεότυπα επιβεβαίωνε όποιον τηλεθεατή τα κατάπινε, πως αυτός δεν είναι σαν τους εικονιζόμενους, είναι «αλλιώς». Η ιστορία παραστράτησε εντελώς με τις λατινοαμερικάνικες σαπουνάδες, μεταγλωττισμένες ως επί το πλείστον, που μας διαβεβαίωναν πως σε κάθε Σταχτοπούτα κρύβεται μια πριγκήπισσα, μέχρι να έρθει ο πρίγκηπάς της. Το κοινό δεν μπόρεσε να ταυτιστεί με τις διάφορες Πάουλες, Καταρινέτες, Μαρίες Άσκημες κοκ.
Μέχρι που ήλθε η τούρκικη (τηλεοπτική) εισβολή. Με αυτές τις ιστορίες των γειτόνων μας, ναι, μπορούμε να ταυτιστούμε, εμείς οι τηλεΈλληνες. Γιατί έχουμε κοινό κώδικα αξιών. Σ’ αυτές τις ιστορίες, οι άνθρωποι δεν είναι στερεότυπες καρικατούρες, που επαναλαμβάνονται όσο κι αν πατάς το τηλεκοντρόλ: η χαζή ξανθιά, η κουτσομπόλα γειτόνισσα, ο μάτσο υδραυλικός, ο αραχνιασμένος αριστερός με το μούσι, τον μπερέ και το ταγάρι και –βέβαια– ο καρακραγμένος γκέι. Στις τούρκικες σειρές δεν προβάλλονται στερεότυπα αλλά αρχέτυπα. Γι’ αυτό, μάλλον, δεν θα δείτε ομοφυλόφιλο: γιατί απλούστατα στον κόσμο εκείνον δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι. Στον ίδιο υποθετικό κόσμο, όλα τα σπίτια της Πόλης βλέπουν στο Βόσπορο κι όποιος δεν ζει στην Πόλη, ζει σίγουρα στη Σμύρνη. Σ’ αυτό το παράλληλο σύμπαν, όλοι οι άντρες οδηγούν BMW ή Μερσεντές (στα χωράφια Ρέιντζ Ρόβερ) κι έχουν ελαφρό μούσι (ένδειξη ήπιας θρησκευτικότητας), όλες οι γυναίκες είναι καλλονές μελαχρινές με μαλλιά ένα μέτρο και κάτι μάτια πελώρια. Κι όσο για την μαντίλα, αυτή την φοράει μόνο η καλή θεία απ’ το χωριό. Αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει, φυσικά. Αλλά είναι καλοφτιαγμένος. Ο πατέρας είναι το αρχέτυπο του πατέρα: λιγόλογος, μουστακαλής, υποφέρει κρυφά, αλλά πάντα αγαπάει τα παιδιά του. Η μάνα μπορεί να είναι πολυλογού κι επιπόλαια, αλλά νοιάζεται. Ο γιός θέλει εκδίκηση για τη χαμένη οικογενειακή τιμή και η κόρη διεκδικεί επάξια την ισονομία της. Συγκρίνετε, τώρα, την οικογένεια της Asi με την οικογένεια Γιάγκου και Βίρνας Δράκου! Τζίφος, κύριε Φώσκολε! Ο κόσμος θέλει να παραμυθιάζεται, αλλά με παραμύθια που τα καταλαβαίνει και που τού επιβεβαιώνουν τις επιλογές του στη ζωή και την κοινωνία. Πώς να παραμυθιαστεί και να ταυτιστεί όταν μαθαίνει πως ένα χαζό πληρώνεται 8.000 € το επεισόδιο για να υποδυθεί το χαζό;
Κι ας μην σπεύσει κανείς να δικαιολογηθεί ότι τα ελληνικά είναι γλώσσα ανάδελφη και ότι δεν μπορούν να γίνουν ακριβές παραγωγές γιατί δεν θα πουληθούν στο εξωτερικό. Το σήριαλ «Το Νησί», από το βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ, που ήταν μια εξαιρετικά φροντισμένη παραγωγή, παρά τα γλωσσικά της όρια πουλήθηκε και στο εξωτερικό. Τι θα πουλιόταν; Τα άπαντα του Μάρκου Σεφερλή; Τα σήριαλ δεν είναι παρά καθρέφτης της κοινωνίας. Εκφράζουν, ως ένα βαθμό, την εικόνα που έχει η ίδια για τον εαυτό της και βέβαια αντανακλούν την αυτοπεποίθησή της.
Τα τούρκικα σήριαλ με εύληπτο, σαφή και καλοδιατυπωμένο τρόπο εγχαράσσουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Τα ελληνικά γελάνε με τα χάλια του κακομοίρη που διαρκώς ελπίζει να τη γλιτώσει και τελικά σώζεται από έναν από μηχανής Θεό. Οπότε; Ναι, τα τούρκικα σήριαλ είναι ποιοτικώς κλάσεις ανώτερα απ’ τα ελληνικά. Και άρα είναι χρήσιμα για να προβάλλονται ως μαθήματα στα απανταχού ελληνικά ΙΕΚ, αλλά όχι και στην τηλεόραση, γιατί μπορεί να μας κάνουν να πιστέψουμε πως αυτός ο άλλος κόσμος είναι υπαρκτός! Δίκιο έχουν οι μπασκλασαρέοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες που οδύρονται για δαύτα.