Είναι όλοι οι έλληνες αντιρατσιστές;
Ή αλλιώς, πόσο ρατσιστές είναι οι έλληνες
Σε ένα μεγάλο τμήμα της αριστεράς που δεν μένει ασυγκίνητο μπροστά στην εκμετάλλευση των μεταναστών και την άνοδο του ρατσισμού, προκαλεί εντύπωση και αμηχανία η έκταση που έχει πάρει ο ρατσισμός στους έλληνες εργαζόμενους. Συνήθως αποδίδεται στην συστηματικά οργανωμένη εκστρατεία ρατσιστικού μίσους των ΜΜΕ που πιπιλίζει καθημερινά τα μυαλά των ανθρώπων διαμορφώνοντας στάσεις και συμπεριφορές. Τα πράγματα όμως είναι περισσότερο σύνθετα.
Η ελληνική κοινωνία ήταν πάντα ρατσιστική, όταν είχε την ευκαιρία να το εκδηλώσει. Όταν οι μισοί έλληνες φίλαθλοι φωνάζουν τους άλλους «βούλγαροι» και οι άλλοι ανταπαντούν «τούρκοι» νομίζοντας ότι έτσι τους βρίζουν, το κάνουν γιατί θεωρούν πως η ιδιότητα του «έλληνα» είναι κάτι ανώτερο εκ της φύσεως. Αυτή την νοοτροπία την καταλάβαινε πολύ καλά κάθε «γύφτος, εβραίος, τούρκος, βούλγαρος», ή οποία άλλη μειονότητα είχε την ατυχία να γεννηθεί στα όρια του «καθαρού» ελληνικού κράτους. Δεν είναι εδώ η θέση για να κάνουμε ιστορία, αλλά είναι σημαντικό να τα θυμόμαστε αυτά για να μιλήσουμε για το σήμερα και τους μετανάστες.Οι μετανάστες είναι «θείο δώρο» για μια κοινωνία. Χωρίς το κράτος να έχει ξοδέψει ούτε ένα ευρώ για την εκπαίδευσή τους και την περίθαλψή τους από τη στιγμή που γεννήθηκαν, τους δέχεται σε μια ώριμη εργασιακά ηλικία, όπου δουλεύουν τα καλύτερα χρόνια τους χωρίς από την άλλη να τους εξασφαλίζει τις περισσότερες φορές στα γεράματα τις όποιες απολαβές του απόμαχου της εργασίας.
Οι μετανάστες ακριβοπληρώνουν το κράτος που τους «φιλοξενεί». Οι νόμιμοι ακόμα και οι παράνομοι πληρώνουν ακριβώς τους ίδιους φόρους με κάθε έλληνα εργαζόμενο, συμβάλλοντας στην οικονομική στήριξη του κράτους που όμως δεν τους επιστρέφει απολύτως τίποτα. Ενώ δηλαδή οι απολαβές τους είναι τόσο χαμηλές ώστε να μην περνάν το όριο του αφορολόγητου, πληρώνουν όλους τους έμμεσους φόρους (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι σε τσιγάρα, καύσιμα, ποτά κλπ.) όπως και κάθε έλληνας (που μην το ξεχνάμε, αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της φορολογίας).
Αλλά για να δουλέψει όμως αυτή η συνταγή προς όφελος των καπιταλιστών, οι μετανάστες δεν θα πρέπει να απολαμβάνουν το δικαίωμα της ισονομίας με τους ντόπιους. Οι ίδιοι θα αισθάνονται διαρκώς επισφαλείς επομένως τελείως ευάλωτοι. Έτσι, θα λειτουργούν ως πίεση (στην αξία του μεροκάματου) στους ντόπιους εργάτες. Κυρίως όμως θα κερδίσουν τη συστράτευση των ντόπιων στο ρατσιστικό σχέδιο. Τρία σε ένα! Η καλλιέργεια του ρατσισμού είναι συνειδητό σχέδιο των αφεντικών.
Το υλικό υπόβαθρο του ρατσισμού
Η τυπική ισονομία, ότι δηλαδή κάθε πολίτης ως μονάδα είναι ίσος απέναντι στον νόμο, είναι η βάση του δικαίου στις αστικές κοινωνίες. Αλλά επιπλέον είναι και η βασική αρχή της συναίνεσης και συνεκτικότητας του κοινωνικού σχηματισμού παρά τις οξυμμένες ταξικές αντιθέσεις του. Με τους μετανάστες αυτό το σχήμα σπάει. Δημιουργείται ένα τμήμα του πληθυσμού, που ζει δίπλα μας και στερείται τα τυπικά δικαιώματα που απολαμβάνει κάθε έλληνας, αστός ή προλετάριος, φτωχός ή πλούσιος, έξυπνος ή ηλίθιος. Δίπλα σε όλες ετούτες (και πολλές ακόμη) υπαρκτές αντιθέσεις της κοινωνίας, δημιουργείται μια νέα αντίθεση που εμπεριέχει όλες τις προηγούμενες, η κατηγορία «έλληνας -που έχει τα τυπικά δικαιώματα» η οποία αντιπαραβάλλεται πλέον με τον «μετανάστη -που δεν έχει κανένα δικαίωμα».
Ετούτη η αντίθεση υπερκαλύπτει τις ταξικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Στον πάτο της πυραμίδας οι μετανάστες χωρίς χαρτιά. Απόλυτα αναλώσιμοι, καλοί μόνο για να δουλεύουν. Αλλά και αυτοί που με κόπο ή/και τύχη απέκτησαν άδεια παραμονής εξακολουθούν να στερούνται των τυπικών αστικών δικαιωμάτων που απολαμβάνει κάθε έλληνας. Και πριν πάμε στο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, ας μιλήσουμε για ζητήματα ακόμη πιο βασικά. Ένας «αλλόθρησκος» μετανάστης δεν έχει δικαίωμα να προσεύχεται δημόσια στο θεό που πιστεύει στον κατάλληλο χώρο. Δεν έχει δικαίωμα ούτε καν σε μια κηδεία σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του. Σύμφωνα με το νέο μεταναστευτικό νόμο τα ξενοδοχεία ακόμη και οι κλινικές για κάθε μετανάστη που δέχονται θα πρέπει να ενημερώνουν τις αστυνομικές αρχές. (Ίσως ο λόγος που ο νόμος προκρίνει αυτό τον τρόπο αντί να τους υποχρεώνει να φορούν το κίτρινο αστέρι -που θα ήταν και πιο οικονομικό- είναι για να εμπλέξει και τους έλληνες με τη διαδικασία της ρουφιανιάς). Αν για τον έλληνα η όποια παραβατικότητά του θα πρέπει να αποδειχθεί σε δικαστήριο, για τον μετανάστη αυτό δεν ισχύει σύμφωνα με την πρόσφατη τροπολογία. Αρκεί και μόνο η καταγγελία για οτιδήποτε, και απελαύνεται χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα της απολογίας, είτε είναι ένοχος είτε αθώος.
Οι έλληνες είναι νομικά ανώτεροι από τους μετανάστες και αυτή η νομική πραγματικότητα μεταφράζεται σε καθημερινό βίωμα. Είναι αυτονόητο ότι ένα τέτοιο καθεστώς βολεύει με έναν ευθύ και άμεσο τρόπο όποιον κερδίζει από τον εργασία των μεταναστών, δηλαδή το μεγάλο και το μικρό κεφάλαιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι αυτονόητη η ταξική αλληλεγγύη ανάμεσα σε αυτούς που εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο, τους έλληνες και τους ξένους εργάτες. Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Το γεγονός ότι ένα τμήμα της εργατικής τάξης είναι αποκλεισμένο από τα τυπικά αστικά δικαιώματα ευνοεί το τμήμα εκείνο το οποίο δεν είναι, δηλαδή τους έλληνες εργάτες, με πολλούς τρόπους. Καθένας με μια στοιχειώδη κοινωνική εμπειρία ξέρει πως ο κανόνας είναι ότι στον ανταγωνισμό για την πώληση της εργατικής δύναμης, ο ξένος θα πάρει την βαριά, σκληρή και άχαρη δουλεία (ακόμα κι αν είναι πτυχιούχος επιστήμονας) και ο έλληνας τη θέση του επόπτη, του προϊσταμένου, ή έστω την πιο ελαφριά (ακόμη κι αν είναι απόφοιτος δημοτικού). Αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα μεταφράζεται σε πραγματική αναβάθμιση του έλληνα εργάτη που ισχύει μόνο στο βαθμό που εξακολουθεί να υπάρχει το τμήμα εκείνο των εργατών το οποίο νομικά και πρακτικά θα είναι κατώτερό του. Για παράδειγμα μια ελληνίδα εργαζόμενη που χρησιμοποιεί την εργασία μιας μετανάστριας για τις δουλειές του σπιτιού ή για να κρατήσει τα παιδιά ή τον ηλικιωμένο της οικογένειας, έχει πραγματικό, υλικό συμφέρον από την ύπαρξη των μεταναστών, ακόμη κι αν η ίδια είναι μια σκληρά εργαζόμενη γυναίκα (και μάλιστα τότε ακόμη περισσότερο). Η αναβάθμιση αυτή συχνά συναντά τη δεδομένη κοινωνική κινητικότητα. Ο γιος, για παράδειγμα, εκείνου του μικρού ή μεσαίου αγρότη, που σε άλλη περίπτωση θα έπρεπε να επιλέξει να δουλέψει στο χωράφι ή να ψάξει για μεροκάματο, τώρα, με την φτηνή εργασία των μεταναστών στο χωράφι, μπορεί να ανοίξει μία καφετερία στην οποία πάλι θα βάλει δυο μετανάστριες να δουλεύουν σερβιτόρες. Ακόμη κι αν αναγκαστεί να το κλείσει σε λίγο καιρό καταχρεωμένος γιατί δεν βγαίνει (που είναι και το πιο πιθανό), ωστόσο έχει δημιουργήσει ήδη μια συνείδηση βαθιά ρατσιστική και βρίζει τους μετανάστες «που παίρνουν τις δουλειές».
Πάνω σε αυτή τη βάση ανισότητας, δομείται η πυραμίδα των υπόλοιπων κοινωνικών διεργασιών που καθορίζουν την ρατσιστική συμπεριφορά των ελλήνων εργαζόμενων.
Γιατί, η ταξική ιδιότητα δεν καθορίζει τη συνείδηση με έναν ευθύ τρόπο. Η ταξική θέση καθενός υπαγορεύει την καθημερινή συμπεριφορά όχι ως τέτοια καθαυτή, αλλά διαμεσολαβημένη μέσω ενός πλήθους άλλων καθορισμών. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος διαβιεί μέσω πολλαπλών ταυτοτήτων που τον καθορίζουν και που ο καθένας τις ιεραρχεί τελείως διαφορετικά.
Σαν γονέας λοιπόν δεν θέλει τα παιδιά του να κάθονται στην ίδια τάξη με μεταναστάκια, «όχι γιατί είναι ρατσιστής» αλλά γιατί το παιδί του πάει πίσω στην σχολική του πρόοδο με τα αλλοδαπά παιδάκια που δεν μιλάνε καλά ελληνικά. Σαν συνταξιούχος που μένει μόνος του είναι εχθρικός απέναντι στους ξένους «όχι γιατί είναι ρατσιστής», αλλά επειδή φοβάται με όλα αυτά τα εγκλήματα που γίνονται και νοιώθει ανήμπορος μπροστά στην πιθανότητα να είναι ο επόμενος στόχος. Σαν νοικοκυρά δεν θέλει στη γειτονιά της να μένουν μετανάστες «όχι γιατί είναι ρατσίστρια», αλλά γιατί υποβαθμίζουν τη γειτονιά και είναι βρωμιάρηδες. Με δυο λόγια ο έλληνας εργάτης συμβάλει στην καταπίεση των μεταναστών, την υπερασπίζεται και την αναπαράγει «όχι γιατί είναι ρατσιστής», αλλά για να υπερασπίσει για τον εαυτό του ένα βιοτικό επίπεδο (τώρα ή αύριο) που είναι ένα σκαλί πιο πάνω από τον μετανάστη εργάτη.
Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;
Το σχήμα συνεπώς είναι απλό: Οι έλληνες είναι ανώτερη φυλή γιατί αισθάνονται έτσι, αφού η καθημερινότητα τους το επιβεβαιώνει συνεχώς. Το να δικαιολογηθεί εκ των υστέρων αυτή η ανωτερότητα «ιδεολογικά», είναι μια εύκολη δουλειά για τους «διαμορφωτές της κοινής γνώμης». Τα επιχειρήματα φυσικά θα είναι από ψευδεπιστημονικά έως χυδαία. Αλλά αυτό είναι αδιάφορο, αφού σκοπός τους δεν είναι να «πείσουν» τον έλληνα για την ανωτερότητά του, αλλά να θωρακίσουν την ήδη αποκτημένη πίστη του σε αυτήν. Έτσι, η δουλειά των καναλιών γίνεται εύκολη.
Η συστηματική καλλιέργεια του ρατσισμού από τα κανάλια είναι μια συνειδητή απόφαση των αστικών επιτελείων. Η συνταγή του Γκαίμπελς, ότι ένα ψέμα αν το επαναλαμβάνει κανείς συνεχώς γίνεται πιστευτό είναι επιβεβαιωμένη ιστορικά. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά μόνο η μισή. Η άλλη μισή είναι πως πείθεται εύκολα όποιος θέλει να πειστεί. Όταν βγαίνει για παράδειγμα ο υπουργός υγείας αυτής της χώρας για να μας πει ότι «για τα ελλείμματα στα νοσοκομεία φταίνε οι μετανάστες» ξέρει ότι λέει συνειδητά ψέματα. Οι καναλάρχες που τα μεταδίδουν εμπλουτισμένα παριστάνοντας τους οργισμένους στα δελτία των οχτώ, ξέρουν επίσης ότι λένε ψέματα. Αλλά και από αυτούς που τα ακούνε οι περισσότεροι καταλαβαίνουν από την προσωπική τους εμπειρία ότι είναι ψέματα. Κι όμως, την επόμενη μέρα το «επιχείρημα» αυτό ακούγεται παντού και γίνεται θέμα συζητήσεων και οργισμένων θεατρινισμών, τόσο που να αναρωτιέται κανείς ποιος τελικά κοροϊδεύει ποιον. Τα ΜΜΕ δικαιολογούνται ότι αναπαράγουν το ρατσισμό γιατί αυτό «πουλάει». Και είναι αλήθεια ότι πουλάει αφού υπάρχουν πλήθος πρόθυμοι να αγοράσουν. Άλλωστε, σε μια χώρα που κάθε πολίτης βλέπει τηλεόραση κατά μέσο όρο 6 ώρες την ημέρα, είναι προφανές, ότι ένα μέρος του πληθυσμού βιώνει μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς του στην εικονική πραγματικότητα του MEGA και του ΣΚΑΪ.
Με όλα τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι βγαίνουν λάδι οι εμπνευστές και όσοι πληρώνονται για να υλοποιούν την ρατσιστική καμπάνια του ελληνικού κράτους ενάντια στους μετανάστες. Κάθε άλλο. Αλλά θα πρέπει επιτέλους να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε παντού και πάντα την εργατική τάξη σαν τα διαρκώς άβουλα θύματα και να τολμήσουμε αντικρίσουμε τις ευθύνες της και να μιλήσουμε καθαρά γι’ αυτές. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για να περιορίσουμε την εξάπλωση του ρατσιστικού δηλητηρίου.
Η αριστερά μπροστά στο δίλλημα
Ένα τμήμα της αριστεράς -ευτυχώς περιθωριακό- στηρίζει ανοιχτά και ξεδιάντροπα το ρατσισμό. Ένα άλλο πολύ μεγαλύτερο, τον καταγγέλλει από τη μια φραστικά, από την άλλη όμως τον ανέχεται και δεν κάνει τίποτα για να τον πολεμήσει. Η συνηθέστερη δικαιολογία είναι ότι ασχολείται διαρκώς με άλλα «πιο σοβαρά» ζητήματα. Η πραγματική αιτία είναι ότι δεν θέλει να έρθει σε σύγκρουση με τα ρατσιστικά αντανακλαστικά των οπαδών της ή του ακροατηρίου της, ακόμη και πολλών μελών της. Γιατί δυστυχώς η πικρή αλήθεια είναι ότι ο κόσμος της αριστεράς δεν έχει αντισώματα στο ρατσιστικό δηλητήριο. Μεγάλο μέρος όχι μόνο καταπίνει αμάσητα, αλλά και αναπαράγει αυτούσια τα ρατσιστικά «επιχειρήματα» των αφεντικών, «όχι γιατί είναι ρατσιστές», αλλά «γιατί η κατάσταση έχει παραγίνει». Οι ηγεσίες λοιπόν των διάφορων κομμάτων, οργανώσεων και ομαδοποιήσεων δεν θέλουν καθόλου να έρθουν σε σύγκρουση με αυτό τον κόσμο. Και προτιμούν να σφυρίζουν αδιάφορα.
Χαρακτηριστικό αυτής της νοοτροπίας είναι το πρόσφατο άρθρο του Ρινάλντι για την απεργία πείνας στη Νομική. Όταν ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα ζει σε συνθήκες απαρχάϊντ και αποφασίζει να αγωνιστεί με την μεγαλύτερη απεργία πείνας μεταναστών που έχει γίνει στην Ευρώπη, ο Ρ. Ρινάλντι θεωρεί πως ο αγώνας αυτός βάζει σε κίνδυνο… το φοιτητικό άσυλο και αποπροσανατολίζει τον λαό από τους πραγματικούς αγώνες. Συνεπώς το χαρακτηρίζει «λαθεμένο πολιτικό σχέδιο και επιπολαιότητα» και εφόσον διαφωνεί τάχα για τακτικούς λόγους αρνείται να δώσει την αλληλεγγύη του. Ο κ. Ρινάλντι βέβαια ξεκινά από την παραδοχή ότι ο ελληνικός λαός δεν είναι ούτε ρατσιστής ούτε συντηρητικός. Και πολύ καλά κάνει. Γιατί αλλιώς θα έπρεπε να βγάλει δυσάρεστα συμπεράσματα για τους οπαδούς του. «Όχι γιατί είναι ρατσιστές», αλλά γιατί έχουν άλλες προτεραιότητες, που θα είχαν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας αν οι μετανάστες κάτσουν στα αυγά τους.
Ένα άλλο, τέλος, τμήμα της αριστεράς -καθόλου μικρό- κατόρθωσε όλα αυτά τα χρόνια να κρατήσει στο θέμα των μεταναστών μια στάση αξιοπρέπειας, έστω και με τα όποια λάθη και αμφιταλαντεύσεις.
Οι έλληνες εργάτες ποτισμένοι για χρόνια με το εθνικιστικό και ρατσιστικό δηλητήριο δεν θα δείξουν «αυθόρμητα» την αλληλεγγύη τους στους μετανάστες, όπως δεν κάνει «αυθόρμητα» ένας εργαζόμενος των 2500 απεργία αλληλεγγύης σε έναν εργαζόμενο stage των 400 ευρώ. Πολύ περισσότερο που ο έλληνας εργαζόμενος έχει βολευτεί σε αυτό το απαρτχάιντ. Η συστράτευσή του στον αγώνα ενάντια στον ρατσισμό είναι 100% συνειδητή, όσο συνειδητή ήταν και για έναν λευκό εργάτη των ΗΠΑ η συστράτευσή του με το κίνημα χειραφέτησης των νέγρων. Και για να γίνει αυτό η αριστερά θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να οριοθετήσει το δικό της στρατόπεδο από την επιρροή του ρατσισμού και να τον εκμηδενίσει στο εσωτερικό της.
Επιτέλους η πάλη ενάντια στο ρατσισμό θα πρέπει να γίνει προτεραιότητα της αριστεράς. Αντί να αναρωτιόμαστε πόσο ρατσιστική είναι ή δεν είναι η ελληνική κοινωνία, να απαντήσουμε στο βόρβορο επιθετικά και συγκροτημένα. Τόσο σε επίπεδο επιχειρημάτων, όσο και πρακτικά.
Επιχειρήματα σημαίνει να ξαναστήσουμε την πραγματικότητα με το κεφάλι πάνω και τα πόδια στη γη, όπως πραγματικά είναι, και όχι αντιστραμμένη όπως την παρουσιάζουν οι ρατσιστές. Πρακτικά σημαίνει πως η αριστερά θα πρέπει μαζί με τους μετανάστες να επιδιώξει μόνη της την αλλαγή του σκηνικού. Για παράδειγμα, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να παραπονιόμαστε στο κράτος που γκετοποιούνται ολόκληρες περιοχές του κέντρου, για τον απλούστατο λόγο ότι το ίδιο το αστικό κράτος εφαρμόζει το σχέδιό του. Η ίδια η γειτονιά, ντόπιοι και μετανάστες θα προστατέψουν οι ίδιοι την περιοχή που ζουν από την εγκληματικότητα, την παρακμή και την εγκατάλειψη.
Το βασικό όμως είναι να ξανατεθούν οι πολιτικοί στόχοι πάλης του αντιρατσιστικού κινήματος χωρίς ταλαντεύσεις και «ρεαλιστικά» στρογγυλέματα:
Άμεση νομιμοποίηση όλων των μεταναστών χωρίς καμιά προϋπόθεση.
Τέλος πια στο απαρτχάιντ. Ίσα δικαιώματα σε όλους του μετανάστες με τους ντόπιους εργάτες.
Ανοιχτά σύνορα για όλους τους μετανάστες. Όσο πιο πολλοί τόσο πιο καλά για τους ντόπιους εργάτες. Αυτή η χώρα χωράει τόσους κι άλλους τόσους εργατικούς ανθρώπους. Αυτοί που περισσεύουν είναι οι αστοί, τα λαμόγια τους και οι υπηρέτες τους.
Κ. Ρουσίτης