Έλα ρε μπαγλαμά που θα πουλήσεις σε μένα παππά περί επικεφαλιδων.
Εσύ από κατανόηση κειμένου τι λέει; Κόβει καθόλου; Ή διαβάζεις επιλεκτικά;
Στη τρέχουσα σεζόν, η διαθεσιμότητα ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 28% κάτω συγκριτικά με το μέσο όρο της 5ετίας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν. Η επίδοση αυτή οφείλεται στην πτώση της παραγωγής, η οποία αν και παρουσιάζεται αυξημένη κατά 7%, θα παραμείνει στους 1,5 εκατ. τόνους, νούμερο που άλλες χρονιές το έπιανε ή ξεπερνούσε η Ισπανία από μόνη της.
Η ΕΕ επισημαίνει επίσης ότι, παρά την μονοψήφια ανάκαμψη της παραγωγής, το χαμηλό επίπεδο αποθεμάτων (406.000 τόνοι), σημαίνει πως η διαθεσιμότητα των 1,9 εκατ. τόνων είναι 28% κάτω από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.
Αναζήτηση
Ελαίας Καρπός
Μειωμένη 28% η διαθεσιμότητα ελαιολάδου στην Ευρώπη την σεζόν 2023/24 λέει η Κομισιόν
Στη τρέχουσα σεζόν, η διαθεσιμότητα ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 28% κάτω συγκριτικά με το μέσο όρο της 5ετίας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν. Η επίδοση αυτή οφείλεται στην πτώση της παραγωγής, η οποία αν και παρουσιάζεται αυξημένη κατά 7%, θα παραμείνει στους 1,5 εκατ. τόνους, νούμερο που άλλες χρονιές το έπιανε ή ξεπερνούσε η Ισπανία από μόνη της.
By
Ελαίας Καρπός
Published
10 Μαΐου 2024
Follow us on Social Media
facebook
Αυτά αναφέρονται στην τελευταία εαρινή έκθεση της ΕΕ για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές, η οποία διατηρεί τις προβλέψεις της και αναφέρει ότι 37% περισσότερο ελαιόλαδο παρήχθε στην Ιταλία, 27% περισσότερο στην Ισπανία και 19% στην Πορτογαλία.
Αποθέματα
Η ΕΕ επισημαίνει επίσης ότι, παρά την μονοψήφια ανάκαμψη της παραγωγής, το χαμηλό επίπεδο αποθεμάτων (406.000 τόνοι), σημαίνει πως η διαθεσιμότητα των 1,9 εκατ. τόνων είναι 28% κάτω από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.
Τονίζεται ωστόσο πως οι ποσότητες αυτές μπορεί και να επαρκούν να βγάλουν τη χρονιά λόγω της πτώσης της ζήτησης, τόσο στην ΕΕ όσο και παγκοσμίως, λόγω των υψηλών τιμών. Σημειώνεται επίσης πως παρά την μικρή υποχώρηση των τιμών τις τελευταίες εβδομάδες συγκριτικά με το χειμώνα, οι τιμές εξακολουθούν να παραμένουν πολύ πάνω από τον μέσο όρο των τελευταίων 5 ετών.
Δίνεται ως παράδειγμα ότι οι τιμές παραγωγού του ελαιολάδου στη Jaén για τις κατηγορίες εξαιρετικά παρθένο, παρθένο και λαμπάντε τον Μάρτιο ήταν μεταξύ 2,5 και 2,7 φορές υψηλότερες από τον μέσο όρο της πενταετίας για την ίδια περίοδο.
Κατανάλωση
Η έκθεση της ΕΕ υπογραμμίζει ότι η κατανάλωση στις δύο κύριες χώρες παραγωγής και στην υπόλοιπη ΕΕ θα μπορούσε να μειωθεί κατά 3% και να φτάσει στο ιστορικό ελάχιστο, κάτω από 1,2 εκατομμύρια τόνους.
Ταυτόχρονα, η παγκόσμια ζήτηση είναι επίσης ασθενής. Αυτό επηρεάζει τις εξαγωγές της ΕΕ, οι οποίες μειώθηκαν κατά 14% μεταξύ Οκτωβρίου και Φεβρουαρίου (ειδικά σε ασιατικές αγορές, όπως η Κίνα και η Ιαπωνία, αν και παρέμειναν σταθερές στις ΗΠΑ).
Ακόμα κι έτσι, διαβεβαιώνει ότι, παρά τις αλλαγές στις τιμές που θα μπορούσαν να τονώσουν την ανάκαμψη της ζήτησης, θα χρειαστεί χρόνος για να φανούν τα αποτελέσματα.
Οι εξαγωγές της ΕΕ θα μπορούσαν επομένως να μειωθούν ξανά το 2023/24 κατά περίπου 10%.
Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ θα συνεχίσει να είναι μια ελκυστική αγορά για εισαγωγές, τόσο λόγω χαμηλότερης διαθεσιμότητας όσο και υψηλότερων τιμών. Επομένως, οι εισαγωγές της ΕΕ θα μπορούσαν να αυξηθούν (το έχουν ήδη κάνει κατά 20% μεταξύ Οκτωβρίου και Φεβρουαρίου) και να φτάσουν περίπου τους 200.000 τόνους.
Η προέλευση αυτών των εισαγωγών θα ήταν κυρίως η Τυνησία και η Τουρκία, αλλά μικροί όγκοι θα έφταναν επίσης από απομακρυσμένους προορισμούς όπως η Αργεντινή ή η Χιλή.
Η διαθεσιμότητα του ελαιολάδου –ο συνδυασμός παραγωγής, αποθέματος και εισαγωγών μείον τις εξαγωγές και την κατανάλωση– βρίσκεται επίσης σε χαμηλά επίπεδα, με προβλεπόμενη μείωση 5% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και ολοφάνερη μείωση 28% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της πενταετίας. Τα αρχικά αποθέματα ήταν 406.000 τόνοι, αλλά αναμένεται να μειωθούν στους 365.000 τόνους λόγω της αναζωογόνησης των εισαγωγών από παραδοσιακούς εμπορικούς εταίρους, όπως η Τουρκία και η Τυνησία, και παραγωγοί του Νοτίου Ημισφαιρίου, συμπεριλαμβανομένων της Αργεντινής και της Χιλής.
«Ενώ το επίπεδο των αρχικών αποθεμάτων μπορεί να φαίνεται υψηλό, αυτό οφείλεται κυρίως στη μειωμένη ζήτηση, τόσο στην ΕΕ όσο και παγκοσμίως»