Οι μερες πέρασαν, ο Ηρακλής και η κοπελα του εφυγαν από το χωριό να συνεχισουν την περιήγηση τους στην Ελλαδα. Εφυγε και ο αδελφός μου με την οικογενεια του για την Αθήνα. Μόνος πλεον εδώ, απολαμβανα την ησυχία του χωριου κι εκανα κάποιες εργασιες που δεν μπορουσε να κανει η μάνα μου. Εκλεισα και εργατες για να τρυγήσουν το αμπελι. Ένα βραδυ λιγες μέρες πριν φυγω περασα κι από το bar της Λετας. Δεν ειχα σκοπο να επαναλαβω τις περιπετειες των προηγούμενων επισκέψεων μου. Απλα να τη δω ήθελα. Εφτασα στο μαγαζι κατι τις 11,30.
Ηταν όπως παντα ψιλο-μεθυσμενη πίσω από την μπαρα και μιλουσε με τους 3 πελάτες του μαγαζιού. Τον έναν τον ήξερα ηταν από διπλανο χωριό. Πουτανιαρης, ποτης και χασισοποτης. Από τοτε που τον θυμάμαι ηταν παντα μέσα σε καφενεια και κωλόμπαρα της περιοχης.
Ουτε μια γυναίκα στο μαγαζι.
Η Λετα με γνωρισε αμεσως. Καλό αυτό, δεν εχω αλλαξει ή δεν είναι πολύ μεθυσμενη. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, χαιρέτησα τους τυπους κι εκατσα μαζι με τους στο μπαρ.
Η Λέτα αφου με ρώτησε πως περνουσα στη Γερμανία αρχισε τα παραπονα για την κατασταση στην Ελλάδα και πως ηταν ετοιμη να κλείσει το μαγαζι.
-Δεν παει άλλο ρε συ Θάνο. Δουλεια καθολου, , μόνο χρεη είπε κι εβγαλε ένα σωρό από φάκελους. Κοιτα ΤΕΒΕ, ΟΤΕ, ΔΕΗ, νερο, Δημος, όλα απληρωτα.
-Ολοι ετσι είμαστε, συμπληρωσε ένας από τους 3 πελάτες.
-Πως και δεν ειχες καποια κοπέλα εδώ ?
-Τι να έρθει να κανει ? Χωρις πελατες δεν υπαρχει μεροκαματο. Βαλε ταξι να ερθουν, ταξί να φυγουν, άντε να κανουν και 2-3 ποτά γιατι να ερθουν εδώ πανω ?
-Πάνε τα χωρια φιλε μου ερήμωσαν, φυγαν και τα κορίτσια τωρα, δεν υπαρχουν και λεφτά, ειπε ενας άλλος από τους τρεις.
-Αυτό ξανα πεστο
-Γιατι δεν ακούς καλα ? ρωτησε ο τρίτος από τους πελατες.
-Όχι, μια χαρα ακούω, εννουσα ότι τα λεει πολύ σωστα. Λετα φέρε μου μπύρα και βαλε μια γυρα και στα παιδια εδώ.
-Εφτασε, ευκαιρια ν΄αλλαξω και CD, ακουμε το ιδιο 2 ώρες και.
Οι 3 τυποι λίγο μετα τις 12,30 εφυγαν. Σηκώθηκαν, πληρωσαν, αγκάλιασαν ενας μετά τον άλλο τη Λετα, με ευχαριστησαν για το κερασμα, με χαιρετησαν κι έφυγαν σαν κύριοι.
-Μέχρι τι ωρα το κρατας, τη ρώτησα.
-Αν δεν ερχοσουν εσυ θα εφευγα. Δε νομιζω πως θα ερθει άλλος αποψε.
-Θελεις να φύγω μη σε κραταω τζαμπα ?
-Όχι κατσε να τα πούμε, δεν ξερω αν θα σε ξανα δω.
Βγηκε από το μπαρ κι έκατσε διπλα μου
-Κρίμα θα είναι ρε Λέτα να το κλείσεις, τι θα κανεις μετά ?
-Δεν ξερω, σκεφτομαι. Ισως ερθω κι εγώ στη Γερμανία να πλένω πιατα.
-Εγραψε ιστορια αυτό μαγαζι. Περάσαμε ωραια βραδια εδώ μεσα ειπα με νοσταλγική διαθεση.
-Καλα ήταν αλλα όπως λενε όλα τα ωραία καποια στιγμη τελειωνουν. Ισως κατι καλυτερο να μας περιμένει στη συνεχεια.
-Μακάρι.
-Θυμασε την Εύα που δουλευψε εδώ το 2011 ?
-Φυσικα τη θυμαμαι τι κανει αυτή ?
-Τελευταια ηταν σ΄ένα bar στη Φλώρινα. Καλα είναι. Πολύ σε γούσταρε και όταν παίρνει τηλεφωνο να μαθει νέα μου ρωταει για σενα και για την παρέα σου.
-Ωραια κοπελα η Ευα, αλλα είχα την Αθηναία τοτε κι εμενε και στο χωριό. Δε μ΄επερνε να κανω κάτι.
-Τι ωραια χρόνια που περασαμε. Ποιος ξερει τι μας περιμενει από εδώ και περα.
-Εμενα ένα εστιατοριο στο Βερολίνο παντως χαχαχαχαχαχα.
Εκατσα μαζι της ως τις 2 και. Πίναμε και καναμε μια ιστορική αναδρομη στα χρόνια που ειχε το μαγαζι. Θυμηθήκαμε πρόσωπα και καταστασεις. Γελουσαμε αλλα ειχα την εντύπωση πως και οι δυο προσπαθουσαμε να μην κλαψουμε.
-Λετα θυμασε τοτε που ηταν να περασω από το ξενοδοχειο να παρω την Εύα να παμε Καλάβρυτα στο χιονοδρομικο και την έστησα ?
-Πως δεν το θυμάμαι, ηταν όλο νευρα την επομενη μερα.
-Κι όταν μετά από μια βδομαδα περίπου ηρθα με τα παιδια στο μαγαζί, ειπε το θεικο μπροστά στην παρεα : “Εκανα μπάνιο, ξυρισα το μουνι μου κι μαλακας (εγω) δεν ηρθε να με πάρει”. Τι γελιο ειχαμε ρίξει τοτε.
-Κι εσυ ρε Θάνο τι ταζεις ? Εμαθα πως και αλλου έταζες.
-Ασε μη τα σκαλιζεις. Περασμένα ξεχασμενα. Πες κανα άλλο σκηνικό να γελασουμε
-Εχεις κανα ψιλο να πιούμε ?
-Κάτι εχω. Κι εβγαλα λιγη φουντα να φτιάξω ένα γαρο.
Ηπιαμε τον μπαφο τα “ξυδια” μας, αναπολήσαμε τις παλιες καλες μερες και νύχτες, γελασαμε, κρατησαμε τα δάκρυα μας για αργοτερα, δώσαμε υποσχεσεις που μαλλον δεν θα κρατήσουμε, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και ζητησα το λογαριασμο.
-Τιποτα ρε, κερασμένα.
-Δεν παει ετσι. Κερασα και του τύπους.
-Δωσε ότι θελεις.
Αφησα 30 ευρώ, την καληνύχτισα και πηγα προς την έξοδο.
-Και όπως είπαμε, δεν θα χαθουμε, το τηλεφωνο μου το έχεις. Όταν ξανα ερθεις Ελλάδα να με παρεις.
-Το εχω αλλα δεν το χρειάζομαι, εδώ θα σε βρω παλι, της απάντησα βγαίνοντας εξω. Αλλα δεν το πιστευα. Το βλεπα και η Λετα το ειχα καταλάβει ότι το μαγαζι είχε κανει τον κύκλο του. Δεν τραβαγε άλλο. Άλλαξαν οι εποχες και οι άνθρωποι.
Καβάλησα το ΧΤ και πλακωθηκα να επιστρεψω στο χωριό. Στη διαδρομη διασταυρώθηκα με ένα τζιπακι ΟΠΚΕ. Μου εκαναν σήμα να σταματησω. Τους εγραψα στ΄αρχιδια μου, γκαζωσα τη μηχανή κι εξαφανιστηκα.