Κάτι αντίστοιχο που έχω κρατήσει γιατί με άγγιξε... πιο γενικό το θέμα.
Ανάμεσά μας ταξιδεύει η σιωπή, σ' ενός τσιγάρου τον καπνό.
Να ταλαντεύεται, βάρκα που δέθηκε από καιρό σ' εν' ακρογιάλι.
Να μου γελάς μέσα από τη θαμπή κορνίζα των καιρών,
κι απέναντι σου να κυλούν τα λόγια μου ποτάμια,
βρέχει δάκρυα.
Ζήσαμε χρόνια στη σιωπή του τυπικού:
« Είσαι καλά;»
«Χρόνια πολλά!»
«Φεύγουμε τωρα, γειά σου....»
Μπήκαμε στη ροή του τυπικού, σπάνια βλεπόμασταν,
δεμένοι με άρρηκτους δεσμούς, του αίματος.
Ζήσαμε χρόνια μακριά, αρκούσαν προεξοφλημένες απαντήσεις
για καίρια ερωτήματα.
Με τον καιρό, μας έφεραν κοντά οι μη ανατρεπόμενες απουσίες
του μεγάλου ταξιδιού.
Μες στην κορνίζα σου να μου γελάς, η θέση σου που σου αξίζει,
περίοπτη μες στο σαλόνι.
Ανάμεσα μας τώρα πια, η σιωπή του αιώνιου
και οι πορείες του καπνού να με ταξιδεύουν.
να χεις αιώνια τώρα πια το γέλιο σου, κι εγώ την ενοχή,
δεν σε θυμάμαι να γελάς, ποτέ δεν ρώτησα ,κι είναι οι λέξεις τόσο απλές!
Την ενοχή του μη αιρετού αγνώστου που φύτρωσε ανάμεσα μας.
Όσα δεν είπαμε είναι που με πονάνε πια, αυτά που κάνουν το κενό της αιωνίου απουσίας σου ανυπέρβλητο.
Εμείς, οι με δεσμούς του αίματος δεμένοι ζήσαμε άγνωστοι,
κι όταν χωρίσαμε, η αδιάφορη σιωπή του παρελθόντος
βαφτίστηκε τύψη, για όσα δεν είπαμε ποτέ -κι ήταν πολλά-
που αγαπιόμασταν πολύ, κι ήμασταν ξένοι
-σχεδόν-.