Τρία εικοσιτετράωρα πριν ανοίξουν οι κάλπες ο ελληνικός λαός δεν έχει βρει τον ηγέτη που θα τον εμπνεύσει και θα τον καθοδηγήσει μέσα από τον λαβύρινθο της αβεβαιότητας που γεννά η οικονομική κρίση. Οι πολίτες νιώθουν απογοήτευση. Ελπίζουν σε κάτι διαφορετικό, αλλά μάταια το αναζητούν στο σημερινό πολιτικό τοπίο. Η εκατέρωθεν πόλωση δημιουργεί την πλασματική εικόνα του λαϊκού ενθουσιασμού, αλλά είναι σαφές ότι πρόκειται για οργανωμένα επικοινωνιακά τεχνάσματα των κομματικών επιτελείων που δεν αντανακλούν το λαϊκό αίσθημα.
Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία οι πολίτες αναζητούν εναγωνίως κάποιου είδους ανάταση, αλλά έχουν συνειδητοποιήσει ότι, παρά τις ελπίδες του παρελθόντος, αυτή δεν πρόκειται να έρθει από τον Κώστα Καραμανλή οι επιδόσεις του οποίου απεδείχθησαν απογοητευτικές. Μετά από πεντέμισι χρόνια στην εξουσία η ευφράδεια δεν αρκεί, και οι «αποφασιστικές» κινήσεις των χεριών δεν πείθουν. Από την άλλη, ο Γιώργος Παπανδρέου δεν έχει πείσει. Η κοινή γνώμη διαπιστώνει ότι έχει ωριμάσει πολιτικά, δέχεται ότι έχει καλές προθέσεις και ιδέες, αλλά διστάζει να τον εμπιστευθεί γιατί δεν έχει πεισθεί για τις ηγετικές του ικανότητες.
Οι περισσότεροι προσβλέπουν σε έναν ηγέτη που δεν υπάρχει. Εναν άνθρωπο που με την ευφυΐα του, τις επιλογές του, και το έργο του, θα εμπνεύσει και θα πείσει. Αναζητούν τον «δικό τους Ομπάμα», αλλά δύσκολα θα τον βρουν στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είναι γόνος πολιτικής δυναστείας. Εξελέγη διότι είναι μια εξαιρετική προσωπικότητα, όχι λόγω ονόματος ή οικογενείας. Αν μη τι άλλο το όνομά του -Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα- όχι μόνο ηχεί περίεργα, αλλά μάλλον προβλημάτισε αρκετούς στην φοβισμένη από την τρομοκρατία Αμερική. Ο,τι πέτυχε το πέτυχε μόνος του. Δεν του το χάρισε κανείς. Στη ζωή του επέλεξε τον δύσκολο δρόμο. Πίστεψε σε κάποια ιδανικά και αφοσιώθηκε σε αυτά. Με λαμπρές σπουδές στο Κολούμπια και το Χάρβαρντ, έφθασε να γίνει πρόεδρος της κορυφαίας «Νομικής Επιθεώρησης του Χάρβαρντ», και θα μπορούσε στη συνέχεια κάλλιστα να εργασθεί σε κάποια μεγάλη δικηγορική εταιρεία και να κερδίσει εκατομμύρια δολάρια. Επέλεξε να ασχοληθεί με τις υποβαθμισμένες περιοχές του Σικάγο, να αγωνισθεί για τα πολιτικά δικαιώματα, και να διδάξει συνταγματικό δίκαιο.
Ο Ομπάμα δεν είναι μόνο κοινωνικά ευαίσθητος. Είναι ταυτόχρονα και ένας σκληρός και αποτελεσματικός μαχητής, όπως διαπίστωσαν πέρσι η Χίλαρι Κλίντον, και στη συνέχεια οι Ρεπουμπλικανοί. Και δεν λειτουργεί μόνο επικοινωνιακά. Παρά τις αντίθετες συμβουλές πολλών, μεταβαίνει αύριο στην Κοπεγχάγη για να προβάλει την υποψηφιότητα του αγαπημένου του Σικάγο για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2016. Η «πόλη των ανέμων» δεν είναι το φαβορί. Κι, όμως, ο Ομπάμα πάει -ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που κάνει ανάλογη κίνηση- διότι θέλει να προωθήσει την πόλη στην οποία έζησε για 25 χρόνια. Διακινδυνεύει μια «ήττα» για κάτι που πιστεύει και τη στάση του αυτή ο λαός την εισπράττει.
Ο Ομπάμα εμπνέει γι’ αυτό που είναι, και για αυτά που έχει κάνει στη ζωή του. Τον βοηθούν οι επιπρόσθετες αρετές που διαθέτει, όπως η ευφράδεια και το χάρισμα της επαφής με τον κόσμο, αλλά αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι πως έχει ουσία, ξέρει τι θέλει, και εργάζεται σκληρά για να το πετύχει.
Με την όλη συμπεριφορά του, τη σοβαρότητα που τον διακρίνει, αλλά και τις ικανότητές του, πείθει για την ειλικρίνεια των προθέσεών του, και ο λαός του είναι έτοιμος να τον στηρίξει και να κάνει πράξη τις θυσίες που του ζητά. Οι Ελληνες πολίτες εθισμένοι στον κυνισμό και την ασυνέπεια λόγων και έργων των αναξιόπιστων γόνων οικογενειών, αναζητούν, μάταια, τον δικό τους Ομπάμα.