Γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ - Γράφει ο Κώστας Βαξεβάνης
Συμφωνείς ή διαφωνείς με την πραγματικότητα, είναι αδυσώπητη και οφείλεις να την κατανοήσεις. Στην πολιτική είναι ακόμη πιο σκληρό. Η μη κατανόηση της πραγματικότητας μπορεί να σε εξαφανίσει.
Η πραγματικότητα λοιπόν είναι πως οι Έλληνες έστειλαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναν άνθρωπο που πουλάει επιστολές του Ιησού, δικαίωσαν στη θέση του Αντιπροέδρου του μεγαλύτερου κόμματος κάποιον άλλο που πουλάει νανογιλέκα και φασιστοθεωρίες και δέχθηκαν ως υπόσχεση για το μέλλον τις πιο απειλητικές απόψεις που ψάχνουν κωπηλάτες στις νέες γαλέρες. Στην ίδια πραγματικότητα ο πολιτικός που έβγαλε την Ελλάδα από την κρίση και τα μνημόνια χάνει από αυτόν που τα υπηρέτησε. Ο Αλέξης Τσίπρας, ο νεαρός που έβγαλε τη γλώσσα στη σάπια ολιγαρχία καταχειροκροτούμενος από τα πλήθη, μόλις πριν από μερικές ώρες, είδε τα πλήθη να ακολουθούν το γιο του Μητσοτάκη και φίλο του Μαρινάκη σε μια πολιτική εκδοχή του συνδρόμου της Στοκχόλμης. Το θύμα έχει εδώ και καιρό αναπτύξει σχέσεις αλληλοεξάρτησης με το θύτη.
Πιστεύω πως μια άλλη κυβέρνηση με επιτεύγματα όπως αυτά που πέτυχε ο Αλέξης Τσίπρας, θα είχε σήμερα ανανεώσει το συμβόλαιο με τους πολίτες. Το θέμα όμως είναι πως από τον Τσίπρα, οι πολίτες δεν ήθελαν τις επιτυχίες ή την οικονομική ανακούφιση αλλά την επικύρωση πως το παλιό σύστημα απέτυχε και δεν θα επανέλθει. Η πολιτική υπεροχή του Αλέξη Τσίπρα υποτάχθηκε στη βεβαιότητα που ένοιωσε ο κόσμος πως το παλιό σύστημα υπάρχει και μπορεί ακόμη να κανονίζει τα πράγματα. Με αυτό το συμπέρασμα μια κρίσιμη μάζα περιορίστηκε στο γνωστό ρόλο της υποταγής. Αυτή τη χρονική περίοδο, με αυτά τα δεδομένα, δεν έχουν καμιά χρησιμότητα οι θεωρίες που αναγνωρίζουν κρυφές πρωτοπορίες και Δεύτερες ιδεολογικές Παρουσίες της Αριστεράς, εκεί που υπάρχει φανερή ήττα και ζοφερό μέλλον.
Το πρώτο ερώτημα είναι γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το δεύτερο, αν μπορεί να ανατρέψει την ήττα.
Θα καταγράψω όσα πιστεύω όχι απαραίτητα με σειρά σημαντικότητας.
Μητσοτάκης ένας «φυσιολογικός» ακροδεξιός
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κέρδισε τη μάχη μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον στο οποίο όσα περιέγραφε αποτελούσαν την κανονικότητα. Η ρητορική του μίσους, η ξενοφοβία , οι νεοφιλελεύθερες απειλές, από ένα μεγάλο τμήμα των Ελλήνων, δεν αντιμετωπίζονται ως παρεκτροπές αλλά ως μια ευρωπαϊκή κανονικότητα στην οποία συμμετέχουν. Ως Όρμπαν του Νότου, ο Μητσοτάκης ήταν συμβατός με αυτό που εξελίσσεται στην Ευρώπη και περιέχει από τη μία πλευρά ακροδεξιές λειτουργίες και από την άλλη νεοφιλελεύθερες υποσχέσεις. Ο έλληνας είναι πολύ πιθανόν να θεωρεί πως τα πράγματα θα πάνε καλύτερα αν βγάζει λεφτά το αφεντικό με την εφταήμερη δουλειά του ίδιου ώστε να παίρνει και αυτός μερτικό. Σε ένα διαλυμένο κράτος επί δεκαετίες, ψάχνει «ψευτομοντέρνες» απόψεις να αντιπαραθέσει στο τέρας της διαπλοκής όταν είναι ορατό πως δεν το έχει σκοτώσει κάποιος
Πλήρης έλεγχος των ΜΜΕ
Η μιντιακή υπεροπλία του συστήματος Μητσοτάκη διαμόρφωσε μεθοδικά μια εικονική πραγματικότητα με τα δικά της κριτήρια. Αλαφούζοι, Μαρινάκηδες, sites και εφημερίδες κατάφερναν να διαμορφώσουν αυτό για το οποίο έπρεπε να απολογηθεί η κυβέρνηση και όχι γι αυτό που ήταν οι ίδιοι. Λίγη σημασία είχε αν τον Τσίπρα δεν τον έσωσαν τα ΟΥΚ στις Μαλδίβες ή δεν είχε αγοράσει σπίτι σε πλειστηριασμό. Μεταξύ θορύβου και τραγουδιού αυτό που κυριαρχεί είναι ο θόρυβος. Ή για να θυμηθούμε τον Τσώρτσιλ «μέχρι να βάλει το παντελόνι της η αλήθεια, το ψέμα έχει ταξιδέψει στο μισό κόσμο». Το ψέμα που ταξίδευε καθημερινά την Ελλάδα, έκανε το τέρας ανεκτό, το μετέτρεψε σε τέρας της αυλής μας. Fake news, ψευδορεπορτάζ και φήμες καθόριζαν την πολιτική ατζέντα απέναντι στην οποία η κυβέρνηση (θα αναλύσω στη συνέχεια γι αυτό) ήταν δυστυχώς απολογούμενη.
Πολιτικό μπούλινγκ και κορεκτίλα
Ένα από τα πρώτα εφευρήματα των αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το μπούλινγκ. Κάποιοι στο αντίπαλο στρατόπεδο είχαν έγκαιρα διαγνώσει πως σημαντικό τους όπλο ήταν τα ίδια τα όπλα της Αριστεράς δηλαδή το ηθικό πλεονέκτημα και οι αξίες της, αρκεί να τα έστρεφαν εναντίον της. Την έβαζαν συνεχώς να απολογείται σε παραβάσεις που υποτίθεται πως έκανε απέναντι σε αυτές τις αξίες. Έτσι εφηύραν τις παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, τη σκανδαλολογία που επιδίδεται η κυβέρνηση, τα πογκρόμ που υποτίθεται κάνει και τις προσλήψεις, για να την βάλει να απολογείται προσπαθώντας να αποδείξει πως δεν έχει παρεκκλίνει από τις αρχές της. Πρακτικά, τα κυβερνητικά στελέχη και ο ΣΥΡΙΖΑ παλεύαν περισσότερο να αποδείξουν πόσο πολιτικά ορθοί είναι παρά ποιοι είναι οι κατήγοροι. Στον κρατικό μηχανισμό, οι παραδοσιακοί φορείς της διαπλοκής, με συστηματικό μπούλινγκ έπειθαν άπειρους και ανίδεους υπουργούς πως κινδυνεύουν από τις μεταρρυθμίσεις που σκοπεύουν να κάνουν και τους πρότειναν διάφορα προσχήματα για να περιοριστούν στον υπουργικό θώκο και την ησυχία τους. Η κυβέρνηση περιορίστηκε σε αυτό που εύστοχα πετυχημένα είχε περιγράψει η σύντροφος του πρωθυπουργού, στην διακυβέρνηση και όχι στην εξουσία.
Το αντισύριζα μέτωπο
Το μέτωπο της διαπλοκής και οι πολιτικοί και μιντιακοί εκφραστές του, κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ενοχοποιητικό αντισύριζα μέτωπο με μοναδικό εχθρό το Σύριζα. Είναι η μοναδική περίοδος της πολιτικής ιστορίας στη χώρα, που μία κυβέρνηση είχε όλους τους άλλους απέναντι ακόμη και στα πιο απλά θέματα. Με τον τρόπο αυτό, οι φταίχτες όχι μόνο μετακινούσαν το κάδρο ευθύνης στο Σύριζα αλλά δημιουργούσαν και ένα ρεύμα στην κοινωνία. Όλο αυτό το αντισύριζα μένος κατάφερε τελικώς να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά ο Μητσοτάκης. Όλοι δούλευαν για τη ΝΔ. Είναι χαρακτηριστική η χαρά που δείχνουν στελέχη του ΚΙΝΑΛ παρότι το κόμμα δεν έπιασε καν το ποσοστό των προηγούμενων ευρωεκλογών, μόνο και μόνο γιατί ηττήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια χαρά επιδεικνύει το χαμένο ΚΚΕ του Κουτσούμπα με τη γνωστή πίστη στη βλοσυρή πεφωτισμένη πρωτοπορία του, που φωτίζει όσο χρειάζεται εδώ και καιρό το δρόμο προς τη μεριά του Κυριάκου
Καλά οι άλλοι αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ;
Αυτά λίγο πολύ είναι τα αντικειμενικά στοιχεία που στάθηκαν εχθρικά προς το Συριζα. Ήταν όμως αποτελεσματικά γιατί στο επίπεδο του υποκειμενικού παράγοντα, η κυβέρνηση στάθηκε σε πολλά θέματα αμήχανη, αναποφάσιστη και αρκετές φορές δειλή. Μετά τον ιστορικό συμβιβασμό του 2015, τα κυβερνητικά στελέχη αναλώθηκαν στη «δυσκολία της διαπραγμάτευσης» και δυστυχώς ετεροπροσδιορίστηκαν και δικαιολογήθηκαν από αυτή. Επειδή είναι καλό να λέμε τα πράγματα όπως έχουν, ο Αλέξης Τσίπρας, αρκετές φορές ήταν μόνος ή σχεδόν μόνος, δίπλα σε πολιτικό προσωπικό που νοιαζόταν περισσότερο για τη διαιώνισή του απ ό,τι για τον διαφαινόμενο κίνδυνο πως χάνει την ευκαιρία. Στη δεύτερη διακυβέρνηση του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την ευκαιρία να κεραυνοβολήσει με σοκ και δέος τις δομές της συντήρησης. Να κάνει μια πλήρη θεσμική ανατροπή με νόμους και διάλογο με την κοινωνία. Να σπάσει τους δεσμούς και τους κόμβους από τους οποίους διαχεόταν το συντηρητικό και το βρώμικο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις υπουργών, οι πολλοί λόγω άγνοιας και ανικανότητας παραδόθηκαν σε «ευέλικτους» που εμφανίζονταν ως τεχνοκράτες στην αρχή για να λύσουν θέματα και στη συνέχεια για να διατηρήσουν τον υπουργό στη θέση του. Οι δειλοί ανακάλυψαν το «σεβασμό στους θεσμούς» τους οποίους διύλιζαν την ώρα που κατάπιναν το παλιό σύστημα ή είχαν την αυταπάτη πως θα το κάνουν φιλικό ώστε να τους ανέχεται. Δημοσιογράφοι παντός καιρού ήταν έτοιμοι να προσφέρουν υπηρεσίες και να πουλήσουν φόβο και «προσεκτικές κινήσεις», σύμβουλοι προσφέρθηκαν να λειάνουν τις γωνίες και παρατρεχάμενοι να εγγυηθούν. Έτσι συμβαίνει πάντα με την εξουσία αλλά οι φορείς της κινδυνεύουν λιγότερο αν υπάρχει ένα σύστημα ελέγχου και στρατηγική.
Ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν πως αρκετά στελέχη του κόμματος και του κρατικού μηχανισμού πίστεψαν στην παρένθεση ΣΥΡΙΖΑ και μεθόδευσαν το πολιτικό τους μέλλον μετά την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι με την επίφαση του θεσμικού ρόλου, διευκόλυναν τον αντίπαλο. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η στάση παραγόντων της κυβέρνησης και της Βουλής στην υπόθεση του πόθεν έσχες του Μητσοτάκη αλλά και η στάση απέναντι στις Τράπεζες και τους τραπεζίτες που δημιούργησαν νέα παντοκρατορία με τα λεφτά μας.
Ο κομματικός ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε σε πλήρη αναντιστοιχία με τον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ, τη μεγάλη μάζα δηλαδή που χωρίς να έχει κομματική ένταξη πίστευε στο ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως στον Τσίπρα. Τα στελέχη του κόμματος έδρασαν συντηρητικά απέναντι στις προσπάθειες για άνοιγμα στην κοινωνία και τους πολιτικούς συμμάχους θεωρώντας πως θα χάσουν την πρωτοβουλία και θα εκμηδενιστούν. Αρκετά συχνά έδωσαν εσωκομματική μάχη για την «ταυτότητα» και την «καθαρότητα», προτάσσοντας τετριμμένες μπουρδολογίες απέναντι στην ανάγκη για όραμα και θαρραλέες κινήσεις. Η ελαχιστότητά τους φάνταζε έτσι μεγάλη, στον καλά προστατευμένο μικρόκοσμό τους
Και τώρα τι;
Προσωπικά θεωρώ πως η πολιτική καριέρα του Αλέξη Τσίπρα μόλις αρχίζει. Η ήττα μπορεί να είναι όχι μόνο διδακτική αλλά και λυτρωτική. Η πιθανότητα να κυβερνήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, να παραδοθεί η χώρα σε αυτό το ιδεολογικοπολιτικό υβρίδιο με φασίστες και κυνικούς νεοφιλελεύθερους ήδη φοβίζει. Αν δεν γίνονται θαύματα, άλλο τόσο όσοι ανέχθηκαν τον Μητσοτάκη ή του επέτρεψαν να νικήσει, καταλαβαίνουν πως δεν πρόκειται για Μεσσία αλλά για την ανάσταση του παλιού. Το μήνυμα δεν το πήρε μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το κομμάτι της κοινωνίας που ενδεχομένως ήθελε να τιμωρήσει τον Τσίπρα με αυτή την εκδικητική μανία του απατημένου ερωτικά που έχασε το αντικείμενο του πόθου και το όνειρό του. Οι λογαριασμοί του Τσίπρα με την ιστορία προφανώς δεν έχουν κλείσει γιατί δεν μπήκε σε αυτή με κάρτα VIP. Είτε προσβλέπει στις επόμενες εκλογές είτε στο μέλλον, ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει τώρα να ξεκαθαρίσει με όσα δεν ξεκαθάριζε ίσως με την ντροπή του συντρόφου που δεν θέλει να αντιπαρατεθεί και να κακοκαρδίσει συντρόφους. Το διακύβευμα δεν είναι το καταστατικό και η ευρυθμία του κόμματος αλλά η κοινωνία η οποία κινδυνεύει. Το ποσοστό που πήρε στις εκλογές επιβεβαιώνει πως είναι ηγέτης του προοδευτικού χώρου. Σε αυτόν το χώρο να απευθυνθεί με ειλικρίνεια, να αναδιατάξει τις δυνάμεις και να επαναφέρει στο προσκήνιο τον λόγο για τον οποίο δημιούργησε το μεγάλο ρεύμα του 2015. Δηλαδή την ελπίδα. Η ελπίδα είναι το νόμισμα του Τσίπρα, όχι το ευρώ των συντάξεων όσο ανακουφιστικό και αν είναι.