Πρέπει να ήταν Πρωτοχρονιά του σωτήριου έτους 199*. Βρισκόμουν στα πέριξ της οδού Φυλής και συγκεκριμένα στην οδό Φώκαιας, ψάχνοντας να γαμήσω. Ανέβηκα τα σκαλιά του μπουρδέλου στο νούμερο 24 , η πόρτα ήταν κλειστή και αντ'αυτής άνοιγε ένα παραθυράκι από όπου η τσατσά κόζαρε τους πελάτες κι αν όλα ήταν καλά τότε άνοιγε την πόρτα για να περάσουν.
Ε το λοιπόν βρέθηκα ενώπιος ενωπίω με τη γειτόνισσά μου, η οποία εκτελούσε χρέη τσατσάς. Έκανε κίνηση να μου μιλήσει αλλά το απέφυγα, μπήκα λοιπόν σαν κύριος, είδα το κορίτσι και απήλθα πάλι σαν κύριος.
Η Β. έμενε στο ακριβώς από πάνω διαμέρισμα από το δικό μου, ήταν παντρεμένη κι ύστερα διαζευγμένη, και είχε δύο κόρες. Από μικρό παιδί ανέβαινα και έπαιρνα την μικρή της κόρη, την φίλη μου την Ε., για να παίξουμε στην παρακείμενη παιδική χαρά. Δεν ήταν απλώς γειτόνισσα, ήταν ένα άνθρωπος του στενού περιβάλλοντός μου με τον οποίο διατηρούσαμε πάντα άριστες σχέσεις.
Ευνόητο είναι ότι δεν μίλησα σε κανέναν γι'αυτό όλα αυτά τα χρόνια, αν και όλοι αναρωτιούνταν τι δουλειά έκανε αφού επέστρεφε σπίτι της με ταξί πάντοτε ξημερώματα. Η Β. πάντως δήλωνε ράφτρα.
Τώρα είναι χρόνια που έχει αποβιώσει. Καλή της ώρα όπου κι αν βρίσκεται...