ΝΑ ΓΥΡΙΣΟΥΝ
«Και τώρα, αγροίκοι ιθαγενείς, αφού υποταχθήκατε αγοράζετε, αγοράζετε όλοι στους δρόμους του αγοραίου έρωτα», φωνάζουν προς τα εμάς οι ντελάδηδες των αόρατων αυτοκρατοριών του σέξ.
Το αίμα μας ρέει για τον έρωτα, ο κόπος μας συντηρεί τα χρηματοκιβώτια της ηδονής, ο ιδρώτας μας ποτίζει τις φυτείες των επαγγελματιών πορνών, ο λήθαργος μας είναι η αμοιβή τους, όπως και η χαρά μας, κάθε μία από τις χαρές μας, κάθε μια από τις κινήσεις του κορμιού μας.
Πληρώνουμε φόρους για το σπίτι και το κρεβάτι μας, για τα παιδιά και το ποδήλατο τους, στη εφημερίδα και στο κινηματογράφο, στο ψωμί και το κρασί. Πληρώνουμε φόρο όταν σηκωνόμαστε στις πέντε το πρωί για να πάμε στη δουλειά, πληρώνουμε φόρο όταν φτιάχνουμε τον καφέ μας, ανάβοντας το πρώτο μας τσιγάρο,
Μα κανένας από τους φόρους που πληρώνουμε δεν μοιάζει με τον φόρο που πάντα μας εισπράττουν οι ιέρειες των ναών του αγοραίου έρωτα
Είμαστε για των έρωτα μία αγορά, μας θερίζουν όπως τους αγρούς, μας κόβουν όπως τα σταφύλια στον τρύγο.
Τους ανήκουμε.
Ανήκουμε στον αγοραίο έρωτα όπως οι δούλοι στις φυτείες του αμερικάνικου Νότου, που τους αγόραζαν μαζί με την φυτεία.
Ανήκουμε στον αγοραίο έρωτα όπως οι μουζίκοι των ρώσικων χωριών, που τους πούλαγαν μαζί με τα χωριά.
Μας πουλά και μας αγοράζει ο αγοραίος έρωτας και λογαριασμό δεν δίνει.
Είμαστε ο υποχρεωμένος αγοραστής του.
Είσαστε η συγκομιδή του και μας αγοράζει
Και αφού μας αγοράζει, είμαστε η περιουσία του.
Γι αυτό πρέπει να δώσουμε τη μάχη ενωμένοι.
Ενωμένοι για τον πόλεμο, στα μαρμαρένια μπουρδελιάρικα αλώνια.
Κανείς δεν πρέπει να λείψει από τη στρατιά μας, μα στρατηγός, μα δούλος.
Όλοι χρειαζόμαστε και όλοι το μπορούμε.
Γι αυτό σας λέω να γυρίζουν.
Μα έτσι, μα αλλιώς, το θέμα είναι να γυρίσουν.