μη επανδρωμένη σέλφι
Μέλος
- Εγγρ.
- 29 Δεκ 2016
- Μηνύματα
- 1.363
- Like
- 283
- Πόντοι
- 36
Ιάκωβε, άσε χάμω τα φίδια 
έγινε πριν μέρες, το γράφω τώρα λαμβάνοντας αφορμή από το λυπηρό περιστατικό που αναφέρθηκε στο Ξύλο-Βία-Τσαμπουκάδες που συνήθως φιλοξενεί ντοπαμινοειδή φαιδρά περιστατικά με νονούς της νύχτας και πουσυβαγονικά κακαρίσματα, ίσα ίσα εις τέρψην του ευσυγκίνητου αναγνώστη
αυτή την φορά, έχει μια σπαραχτική είδηση: τον βιασμό επί 12ώρου μιας γυναίκας μπροστά στην μάνα της από 2 ΑΛΒΑΝΟΥΣ εισβολείς.Τι τα θες, θα το ξεπεράσουμε και αυτό, δεν έτυχε σε εμάς, ποιός ξέρει τι θα μας τύχει αύριο, γιατί να τα βάφουμε μαύρα από σήμερα και να μην ευθυμήσουμε με κάτι άλλο, σάμπως άμα τα βάψουμε μαύρα, τι θα αλλάξει ή ποιανού τον πόνο θα απαλείψουμε. Σωστά; Σωστά. Όμως πριν το ξεχάσουμε και αυτό και πάμε στο επόμενο, μια ιστορία.
Ταξίδευα με το τρένο Αθήνα απογευματάκι, την ώρα που όλοι είναι ψόφιοι από την δουλειά τους ή την ανεργία τους ή την αεργία τους, τα μάτια είναι θολά, τα κεφάλια γερμένα και πένθιμα φωταγωγημένες οι οθόνες των σμαρτφόουν διάχυτες στον χώρο, σαν βραδυνά φωτάκια σε νεκροταφείο. Ως εδώ, όλα καλά και συνηθισμένα.
Γύρω μου, από αριστερά προς τα δεξιά (τυχαία η φορά, χωρίς μικροπολιτικό υπαινιχμό) : ένας ψαρομάλλης κοιλαράς γεροντοπαλήκαρος με αλλόκοτα κοκκάλινα γυαλιά και κρατώντας σφιχτά μια μυστήρια κούτα χαρτονένια στην αγκαλιά του, ένας κουστουμαρισμένος χαρτογιακάς που υπολογίζει ίσως νοερά ποιά κολ γκερλ θα κάνει δώρο στην άχαρη ζωή του καθώς το λογιστικό τέλος του μήνα πλησιάζει και βγαίνει ο ισολογισμός, μια καριόλα πλατινοβαμμένη που πληκτρολογεί στο κινητό από την αρχή μέχρι το τέλος της ιστορίας σαν να πρόκειται να ξεψυχήσει άπαξ και σταματήσει στιγμιαία, ένας ρέμπελος φοιτητής που ρουφάει το φραπέ του πηγαίνοντας για καφεδάκι, μια καθυστερημένη γεροντοκόρη με μαύρες φούστες παπαδιάς που χαΐδεύει νοερά την γάτα της που την περιμένει στο θλιβερό δυαράκι της και ένας σκληροτράχηλος Γεωργιανός - ο μόνος που κοιτάει ευθυτενώς απέναντι χωρίς να αντανακλά την πραγματικότητα μέσα από την οθόνη του. Τίποτα περίεργο ως εδώ, θα έχετε βαρεθεί ήδη.
Άξαφνα, η αμήχανη σιωπή διαλύεται από μια παράφωνη,ξεψυχισμένη και σχεδόν σπαραξικάρδια, εάν χτυπούσε πράγματι μια καρδιά εκεί γύρω, φωνή που συνοδεία μιας κιθάρας επιχειρεί την ελλεΐ
μοσύνη της ομήγυρης. Μαζεύει μια παχυλή γενική αδιαφορία και στραβοπατώντας από το βάρος του γενικού σταρχιδισμού - απότοκο ίσως της εκατοστής ημερήσιας επανάληψης μιας ίδιας σκηνής, αποχωρεί άδοξα στην επόμενη στάση.
Ένα ίχνος χαμόγελου έχει κάνει την εμφάνιση του στον γαμιόλη χαρτογιακά: πιθανόν έχει καταλήξει σε ποιό κολ γκερλ θα χτυπήσει. Και τότε, υπό το νευρωτικό σφυροκόπημα των πλήκτρων από την ξανθιά καριόλα, ο αποχαζεμένος τύπος με την κούτα στην αγκαλιά, σπάει την σιωπή:
-"Με ενοχλεί, εγώ πληρώνω το εισιτήριο μου και έρχεται και με ενοχλεί"
Ο Γεωργιανός, που στην φάση αυτή της ιστορίας μας δεν έχει συστηθεί ως τέτοιος και μοιάζει πράγματι με έναν αποκαμωμένο αλλά αυθόρμητο ταπεινό εργάτη που γυρίζει από το μεροκάματο, απαντάει άμεσα σαν να έχει διαβάσει ήδη το σενάριο της θλιβερής παράστασης:
-"Ποιος σε ενοχλεί; Το παιδί με την κιθάρα;"
-"Ναι, με ενοχλεί, και εμείς έχουμε προβλήματα αλλά δουλεύουμε κύριε, το παλεύουμε"
Η καριόλα πατάει μανιασμένα το space στο πληκτρολόγιο σαν να επικροτεί την δήλωση.
-"Και αυτός το παλεύει, τραγουδάει και παίζει κιθάρα"
Η γεροντοκόρη μειδιά και κάτι γνέφει.Ή συμφωνεί ή θυμήθηκε ότι άφησε όντως ανοιχτή κονσέρβα.
-¨΄Οχι, δεν το παλεύει, κλαίγεται.Εγώ κύριε δεν έχω προβλήματα; Έρχομαι να τα πω εδώ; Πληρώνω το εισιτήριο μου και θέλω την ησυχία μου; Ξέρεις εσύ, αν έχω χειρότερα προβλήματα;"
-"Δεν έχεις δουλειά εσύ;"
-"Όχι, κύριε δεν έχω αλλά πληρώνω ένα εισιτήριο και θέλω να ταξιδέψω ήσυχος, δεν είναι δημόσιος χώρος εδώ, πλήρωσα για πάω κάπου έναν ιδιώτη και δεν έχει δικαίωμα να με ενοχλεί κανείς.Κανείς"
-"Άμα δεν δουλεύεις, πώς ζεις;"
-"Ζω, είναι δικό μου θέμα"
"Άρα έχεις λεφτά,αα, νομίζεις ότι αυτό το παιδί ήθελε να είναι εδώ, 20 χρονών αντί να είναι βόλτα με την γκόμενα, να ζητιανεύει εδώ"
Ο καριολοχαρτογυακάς έχει αρχίσει να δυσφορεί από την οχλαγωγία, εμποδίζεται να θυμηθεί ποιό στανταράκι του πρότεινε ένας συναγωνιστής με πμ και στο κάτω κάτω έχει πληρώσει και ΑΥΤΟΣ εισιτήριο, δηλαδή τα δικά του αρχίδια δεν σπάνε;
Στο σημείο αυτό, και ενώ ο παπαροφοιτητής ρουφάει τα τελευταία ίχνη φραπέ για να κάνει χώρο για τον επρχόμενο φρέντο, η συζήτηση έχει ατονήσει, έχουνε επαναλάβει αμφότεροι τα ίδια 5-6 φορές αλλά τότε ο Γεωργιανός προσθέτει:
-"είναι Ελληνας αυτός και δεν τον βοηθάς, εσείς οι Έλληνες δεν βοηθάτε ο ένας τον άλλον και σας φταίει ο ξένος"
-"Ναι, μας φταίει, δεν έχουμε λεφτά, δεν έχουμε ούτε για εμάς"
-"όταν όμως εσείς ερχόσασταν στα μέρη μας, σας δίναμε ένα πιάτο φαϊ, από Γεωργία είμαι εγώ και ξέρω"
-"τι λέτε κύριε, πότε ήρθαμε εμείς"
-"δουλειά κάνει και αυτός το παλεύει, θα ήθελες να έρθει σπίτι σου να σε κλέψει;"
-"ας ερχόταν, θα δεις τι θα πάθαινε"
-"αμ δεν ξέρεις αν θα πάθαινες εσύ"
-"ξέρω, ας ερχόταν"
-"δεν ξέρεις"
Η ξανθιά κότα αλλάζει χέρι στο κινητό γιατί κοντεύει να πάθει αγκύλωση.
-"όταν θα σου έρθει ο άλλος με το καλάσνικοφ στο σπίτι, τότε θα λες καλά ήτανε να ζητιανεύει"
-"Μα τι λέτε, τι λέτε κύριε". Ο σαπιοκοιλιάς σηκώνεται και οπισθοχωρεί σαν ο αντίπαλος να τον σημαδεύει ήδη. Δεν έχει φοβηθεί όμως, έχει μάλλον σαστίσει.
-"Άμα κλαίει το παιδί του, θέλει γάλα, τι θα κάνει δηλαδή;"
-"Εγώ έχω τα δικά μου, το παλεύω όπως μπορώ, δεν ενόχλησα κανέναν"
-"Ε και αυτός νομίζεις του αρέσει να ενοχλεί εδώ αντί να αράζει με την γκόμενα τώρα, 20 χρονών παιδί"
-"Δεν έχουμε, μας τα πήρανε όλα"
-"όταν ήρθατε στα μέρη μας όμως, πιάτο φαϊ ζητήσατε"
-"πότε ήρθαμε κύριε"
-"Εγώ ξέρω Ιστορία"
-"Και εγώ, και εγώ"
-"ά όταν ήρθατε όμως εσείς μετανάστες"
-"πέστουτα πέστου τα, καλά του τα λες", πετάγεται η γεροντοκόρη που με το ζόρι κρατιότανε ως τώρα
-"Μας ξυπνάτε τα ρατσιστικά μας ένστικτα κύριε"
-"αμα το παιδί κλαίει και ζητάει γάλα, με καλάσνικοφ θα σε ξυπνήσω, τώρα έχω δουλειά αλλά αν δεν"
-"τι άλλο θέλετε δηλαδή, να σας στηθούμε και στα τέσσερα τότε" (το "κύριε" το εκοψε)
-"αμ έτσι θα μας στηθείτε"
-"Δηλαδή μας απειλείτε κιόλας;"
-"Όχι αλλά άμα χρειαστεί θα σας απειλήσουμε,εγώ άμα έρθει η ανάγκη θα σας πολεμήσω , ξέρω και εγώ Ιστορία"
Ο σαπιοκοιλιάς τρέμει ολόκληρος και μία πλησιάζει μία κάνει να φύγει και να μην απαντήσει.
Κοιτάζει γύρω του για κάποια συμπαράσταση. Ο χαρτογιακάς έχει θυμηθεί ποιό κολ γκερλ θα πάρει. Ο φοιτητής ανακατεύει το καλαμάκι του. Η ξανθιά πληκτρολογεί πάντα αμέριμνη - ίσως μέσα ττης την έχουνε αγγίξει όλα αυτά, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η γεροντοκόρη κοιτάζει ανέμελη από το παράθυρο. Ο Γεωργιανός που αρχικά ήτανε κουκουλωμένος στο μπουφάν του και μιλούσε δειλά, τον κοιτάζει πλέον περιπαικτικά. Ισορροπεί την αλλόκοτη κούτα στην μπάκα του, καθαρίζει τα γυαλιά του και κινείται προς την πόρτα, "εγώ δεν ενοχλώ κανέναν" ξαναμονολογεί πάλι από την αρχή, να βρει έναν καθησυχαστικό τέμπο στο μυαλό του και κινείται προς την πόρτα. Η κιθάρα ακούγεται πάλι, τόση ώρα μετά γιατί η συστοιχία των βαγονιών είναι στην ουσία ένα κυκλικό φράγμα:αν φτάσεις στο τέλος και δεν έχεις μαζέψει τίποτα, πρέπει πάλι να τα πάρεις με την σειρά.

έγινε πριν μέρες, το γράφω τώρα λαμβάνοντας αφορμή από το λυπηρό περιστατικό που αναφέρθηκε στο Ξύλο-Βία-Τσαμπουκάδες που συνήθως φιλοξενεί ντοπαμινοειδή φαιδρά περιστατικά με νονούς της νύχτας και πουσυβαγονικά κακαρίσματα, ίσα ίσα εις τέρψην του ευσυγκίνητου αναγνώστη
αυτή την φορά, έχει μια σπαραχτική είδηση: τον βιασμό επί 12ώρου μιας γυναίκας μπροστά στην μάνα της από 2 ΑΛΒΑΝΟΥΣ εισβολείς.Τι τα θες, θα το ξεπεράσουμε και αυτό, δεν έτυχε σε εμάς, ποιός ξέρει τι θα μας τύχει αύριο, γιατί να τα βάφουμε μαύρα από σήμερα και να μην ευθυμήσουμε με κάτι άλλο, σάμπως άμα τα βάψουμε μαύρα, τι θα αλλάξει ή ποιανού τον πόνο θα απαλείψουμε. Σωστά; Σωστά. Όμως πριν το ξεχάσουμε και αυτό και πάμε στο επόμενο, μια ιστορία.
Ταξίδευα με το τρένο Αθήνα απογευματάκι, την ώρα που όλοι είναι ψόφιοι από την δουλειά τους ή την ανεργία τους ή την αεργία τους, τα μάτια είναι θολά, τα κεφάλια γερμένα και πένθιμα φωταγωγημένες οι οθόνες των σμαρτφόουν διάχυτες στον χώρο, σαν βραδυνά φωτάκια σε νεκροταφείο. Ως εδώ, όλα καλά και συνηθισμένα.
Γύρω μου, από αριστερά προς τα δεξιά (τυχαία η φορά, χωρίς μικροπολιτικό υπαινιχμό) : ένας ψαρομάλλης κοιλαράς γεροντοπαλήκαρος με αλλόκοτα κοκκάλινα γυαλιά και κρατώντας σφιχτά μια μυστήρια κούτα χαρτονένια στην αγκαλιά του, ένας κουστουμαρισμένος χαρτογιακάς που υπολογίζει ίσως νοερά ποιά κολ γκερλ θα κάνει δώρο στην άχαρη ζωή του καθώς το λογιστικό τέλος του μήνα πλησιάζει και βγαίνει ο ισολογισμός, μια καριόλα πλατινοβαμμένη που πληκτρολογεί στο κινητό από την αρχή μέχρι το τέλος της ιστορίας σαν να πρόκειται να ξεψυχήσει άπαξ και σταματήσει στιγμιαία, ένας ρέμπελος φοιτητής που ρουφάει το φραπέ του πηγαίνοντας για καφεδάκι, μια καθυστερημένη γεροντοκόρη με μαύρες φούστες παπαδιάς που χαΐδεύει νοερά την γάτα της που την περιμένει στο θλιβερό δυαράκι της και ένας σκληροτράχηλος Γεωργιανός - ο μόνος που κοιτάει ευθυτενώς απέναντι χωρίς να αντανακλά την πραγματικότητα μέσα από την οθόνη του. Τίποτα περίεργο ως εδώ, θα έχετε βαρεθεί ήδη.
Άξαφνα, η αμήχανη σιωπή διαλύεται από μια παράφωνη,ξεψυχισμένη και σχεδόν σπαραξικάρδια, εάν χτυπούσε πράγματι μια καρδιά εκεί γύρω, φωνή που συνοδεία μιας κιθάρας επιχειρεί την ελλεΐ
Ένα ίχνος χαμόγελου έχει κάνει την εμφάνιση του στον γαμιόλη χαρτογιακά: πιθανόν έχει καταλήξει σε ποιό κολ γκερλ θα χτυπήσει. Και τότε, υπό το νευρωτικό σφυροκόπημα των πλήκτρων από την ξανθιά καριόλα, ο αποχαζεμένος τύπος με την κούτα στην αγκαλιά, σπάει την σιωπή:
-"Με ενοχλεί, εγώ πληρώνω το εισιτήριο μου και έρχεται και με ενοχλεί"
Ο Γεωργιανός, που στην φάση αυτή της ιστορίας μας δεν έχει συστηθεί ως τέτοιος και μοιάζει πράγματι με έναν αποκαμωμένο αλλά αυθόρμητο ταπεινό εργάτη που γυρίζει από το μεροκάματο, απαντάει άμεσα σαν να έχει διαβάσει ήδη το σενάριο της θλιβερής παράστασης:
-"Ποιος σε ενοχλεί; Το παιδί με την κιθάρα;"
-"Ναι, με ενοχλεί, και εμείς έχουμε προβλήματα αλλά δουλεύουμε κύριε, το παλεύουμε"
Η καριόλα πατάει μανιασμένα το space στο πληκτρολόγιο σαν να επικροτεί την δήλωση.
-"Και αυτός το παλεύει, τραγουδάει και παίζει κιθάρα"
Η γεροντοκόρη μειδιά και κάτι γνέφει.Ή συμφωνεί ή θυμήθηκε ότι άφησε όντως ανοιχτή κονσέρβα.
-¨΄Οχι, δεν το παλεύει, κλαίγεται.Εγώ κύριε δεν έχω προβλήματα; Έρχομαι να τα πω εδώ; Πληρώνω το εισιτήριο μου και θέλω την ησυχία μου; Ξέρεις εσύ, αν έχω χειρότερα προβλήματα;"
-"Δεν έχεις δουλειά εσύ;"
-"Όχι, κύριε δεν έχω αλλά πληρώνω ένα εισιτήριο και θέλω να ταξιδέψω ήσυχος, δεν είναι δημόσιος χώρος εδώ, πλήρωσα για πάω κάπου έναν ιδιώτη και δεν έχει δικαίωμα να με ενοχλεί κανείς.Κανείς"
-"Άμα δεν δουλεύεις, πώς ζεις;"
-"Ζω, είναι δικό μου θέμα"
"Άρα έχεις λεφτά,αα, νομίζεις ότι αυτό το παιδί ήθελε να είναι εδώ, 20 χρονών αντί να είναι βόλτα με την γκόμενα, να ζητιανεύει εδώ"
Ο καριολοχαρτογυακάς έχει αρχίσει να δυσφορεί από την οχλαγωγία, εμποδίζεται να θυμηθεί ποιό στανταράκι του πρότεινε ένας συναγωνιστής με πμ και στο κάτω κάτω έχει πληρώσει και ΑΥΤΟΣ εισιτήριο, δηλαδή τα δικά του αρχίδια δεν σπάνε;
Στο σημείο αυτό, και ενώ ο παπαροφοιτητής ρουφάει τα τελευταία ίχνη φραπέ για να κάνει χώρο για τον επρχόμενο φρέντο, η συζήτηση έχει ατονήσει, έχουνε επαναλάβει αμφότεροι τα ίδια 5-6 φορές αλλά τότε ο Γεωργιανός προσθέτει:
-"είναι Ελληνας αυτός και δεν τον βοηθάς, εσείς οι Έλληνες δεν βοηθάτε ο ένας τον άλλον και σας φταίει ο ξένος"
-"Ναι, μας φταίει, δεν έχουμε λεφτά, δεν έχουμε ούτε για εμάς"
-"όταν όμως εσείς ερχόσασταν στα μέρη μας, σας δίναμε ένα πιάτο φαϊ, από Γεωργία είμαι εγώ και ξέρω"
-"τι λέτε κύριε, πότε ήρθαμε εμείς"
-"δουλειά κάνει και αυτός το παλεύει, θα ήθελες να έρθει σπίτι σου να σε κλέψει;"
-"ας ερχόταν, θα δεις τι θα πάθαινε"
-"αμ δεν ξέρεις αν θα πάθαινες εσύ"
-"ξέρω, ας ερχόταν"
-"δεν ξέρεις"
Η ξανθιά κότα αλλάζει χέρι στο κινητό γιατί κοντεύει να πάθει αγκύλωση.
-"όταν θα σου έρθει ο άλλος με το καλάσνικοφ στο σπίτι, τότε θα λες καλά ήτανε να ζητιανεύει"
-"Μα τι λέτε, τι λέτε κύριε". Ο σαπιοκοιλιάς σηκώνεται και οπισθοχωρεί σαν ο αντίπαλος να τον σημαδεύει ήδη. Δεν έχει φοβηθεί όμως, έχει μάλλον σαστίσει.
-"Άμα κλαίει το παιδί του, θέλει γάλα, τι θα κάνει δηλαδή;"
-"Εγώ έχω τα δικά μου, το παλεύω όπως μπορώ, δεν ενόχλησα κανέναν"
-"Ε και αυτός νομίζεις του αρέσει να ενοχλεί εδώ αντί να αράζει με την γκόμενα τώρα, 20 χρονών παιδί"
-"Δεν έχουμε, μας τα πήρανε όλα"
-"όταν ήρθατε στα μέρη μας όμως, πιάτο φαϊ ζητήσατε"
-"πότε ήρθαμε κύριε"
-"Εγώ ξέρω Ιστορία"
-"Και εγώ, και εγώ"
-"ά όταν ήρθατε όμως εσείς μετανάστες"
-"πέστουτα πέστου τα, καλά του τα λες", πετάγεται η γεροντοκόρη που με το ζόρι κρατιότανε ως τώρα
-"Μας ξυπνάτε τα ρατσιστικά μας ένστικτα κύριε"
-"αμα το παιδί κλαίει και ζητάει γάλα, με καλάσνικοφ θα σε ξυπνήσω, τώρα έχω δουλειά αλλά αν δεν"
-"τι άλλο θέλετε δηλαδή, να σας στηθούμε και στα τέσσερα τότε" (το "κύριε" το εκοψε)
-"αμ έτσι θα μας στηθείτε"
-"Δηλαδή μας απειλείτε κιόλας;"
-"Όχι αλλά άμα χρειαστεί θα σας απειλήσουμε,εγώ άμα έρθει η ανάγκη θα σας πολεμήσω , ξέρω και εγώ Ιστορία"
Ο σαπιοκοιλιάς τρέμει ολόκληρος και μία πλησιάζει μία κάνει να φύγει και να μην απαντήσει.
Κοιτάζει γύρω του για κάποια συμπαράσταση. Ο χαρτογιακάς έχει θυμηθεί ποιό κολ γκερλ θα πάρει. Ο φοιτητής ανακατεύει το καλαμάκι του. Η ξανθιά πληκτρολογεί πάντα αμέριμνη - ίσως μέσα ττης την έχουνε αγγίξει όλα αυτά, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η γεροντοκόρη κοιτάζει ανέμελη από το παράθυρο. Ο Γεωργιανός που αρχικά ήτανε κουκουλωμένος στο μπουφάν του και μιλούσε δειλά, τον κοιτάζει πλέον περιπαικτικά. Ισορροπεί την αλλόκοτη κούτα στην μπάκα του, καθαρίζει τα γυαλιά του και κινείται προς την πόρτα, "εγώ δεν ενοχλώ κανέναν" ξαναμονολογεί πάλι από την αρχή, να βρει έναν καθησυχαστικό τέμπο στο μυαλό του και κινείται προς την πόρτα. Η κιθάρα ακούγεται πάλι, τόση ώρα μετά γιατί η συστοιχία των βαγονιών είναι στην ουσία ένα κυκλικό φράγμα:αν φτάσεις στο τέλος και δεν έχεις μαζέψει τίποτα, πρέπει πάλι να τα πάρεις με την σειρά.