Πάνε δυο δεκαετίες που στη Φυλής με την παρέα μπλέξαμε σε τσαμπουκά με νταβάδες.
Ήμασταν τρία 20χρονα που ξερχαμανιάζαμε εβδομαδιαίως –και βάλε- στη Φυλής. Μπουρδελοπαρέα, που σημαίνει πως βρισκόμασταν για μπουρδελότσαρκα- παρέα έξω από αυτό δεν πολυκάναμε. Η «φιλία» μας είχε γίνει πια μονοδιάστατη. Φυλής, μετά σουβλάκια και αυτό ήταν. Ο καθένας μετά σπιτάκι του, στη ζωούλα του, στις παρέες του. Ακόμη θυμάμαι παράπονα από φίλους και γκόμενες: «Μα γιατί σήμερα δε θες να βγούμε; Τι άλλο έχεις να κάνεις;». Πότε δεν εξομολογήθηκα σε κανένα αυτήν την πλευρά μου, ούτε στον πιο κολλητό μου. Δεν ήταν ακριβώς ότι ντρεπόμουν, απολάμβανα με τους άλλους δύο αυτή τη «συνωμοτική» παρέα, είχαμε φτιάξει ένα κλειστό «κλαμπ» που δεν έψαχνε για άλλα μέλη.
Εκείνα τα χρόνια η Φυλής μόλις είχε γεμίσει με νεαρά κορίτσια από το πρώην Ανατολικό μπλοκ, ψηλές, καλλίγραμμες, ξανθές, γαλανομάτες, ιδανικά χαρακτηριστικά για μεσογειακούς πελάτες. Αν η γενιά των πατεράδων μας χόρτασε σεξ με εξωτικές τουρίστριες, η δική μας γενιά χόρτασε εξωτικό μουνί στα μπουρδέλα. Το εφήμερο σεξ που γινόταν με καμάκι, σπαστά αγγλικά και μεγάλες δόσεις περιπέτειας αντικαταστάθηκε στη δική μας γενιά από μπουρδελότσαρκες με εισιτήριο 2500 χιλιάρικα.