Όταν αρχίσει την κρεβατομουρμούρα ο Λατρείας, πίνω ότι βρω πρόχειρο.
εγω αρχαια ελληνικα " Αιφνης..ισταμενο " δεν θα γραψω ερωτικη ιστορια
Πρόκειται περί καθαρεύουσας.
Σας παραθέτω απόσπασμα από κριτική μου :
Όταν αυτή επανήλθε εις την κάμαρη, την εναγγάλισε και την ασπάστηκε εις το μέτωπον. Οι χείρες του ήρχισαν να διατρέχουν το ισχνόν καλλίγραμον κορμί της, διέτρεχον την πλούσιαν αμαυράν κόμην της, διέτρεχον τους λευκότατους ώμους της, διέτρεχον τα εύμορφα, μικρά στήθη της και εκείνος ησθάνετο δια των ακροδάκτυλων του, την βελούδινον, σχεδόν βρεφικήν, υφήν της επιδερμίδος της και εθαύμαζε. Αίφνης, την ανασήκωσε ως οι νυμφίοι ανασηκώνουν τις νυμφίες των και την εξήπλωσε επί της κλίνης. Εκεί, ήρχισε να λείχει δαγκάνωντας ελαφρώς τα ώτα της, τον λαιμόν της, της θηλές της, να ασπάζεται και να θωπεύει την κοιλία της, την βουβωνικήν της χώραν, τους γλουτούς της, τας κνήμας της. Δεν χόρταινε να εγγίζει την τρυφερότατην επιδερμίδα της, ενόσω οι ρώθωνες του γέμιζαν από το διακριτικό της μύρο. Η οσμή καθαρότητος που ανέδιδε η ήβη της, τον σαγήνευε, οι πνιχτοί ήχοι που αναπηδώντες εγκατέλειπον το στόμα της τον εξερέθιζαν τα μάλα. Η κόρη, έκλεισε τους οθφαλμούς της, καθιστώντας αυτοβούλως εαυτόν, έρμαιο εις τας λάγνας ορέξεις του. Ομοίαζε να απολαμβάνει την φροντίδα του, η ανάσα της εγένετο ολόνεν βαρυτέρα και το σώμα της εκλονίζετο υπ΄αμυδρών σπασμών. Ο Templar, ένοιωθε το πέος του να κυριεύεται από μιάν άγριαν στύσιν. Στύσιν τεραστία, που όμοια της είχε να νιώσει από των χρόνων που ήτο νεαρός ανήρ. Η κόρη ήνοιξε τους οθαλμούς της και με χάριν έλαβε γονυπετή θέσιν πλησίον του. Ήρχισε να του ανταποδίδει μανιωδώς ασπασμούς και λειχίες. Τα χείλη της διέτρεχαν το στήθος του, οι όνυχες της ένυκταν ελαφρώς την βουβωνικήν του χώραν. Η ζεστή της χείρ έσφιξε την σιδηράν στύσιν του και ήρχισε να την θωπεύει με γλυκύτητα. Ανέλαβε την προφύλαξιν, την εναπόθεσε διά στόματος είς το μόριον του ηρχίζωντας μίαν περιπαθήν λειχείαν. Ο στοματικός της έρως ήτο αργός και βασανιστικός, ωσάν να είχε μαντέψει τις πρότερες κακεντρεχείς σκέψεις του γέροντος και να ήθελε να τον εκδικηθεί. Αυτός ησθάνετο το πέος του να συνταράσεται σπαράζωντας εντός της καυτής στοματικής κοιλότητος της κορασίδος. Η αίσθησις που του προσέφερε ήτο εξαίσια. Την ανέτρεψε. Ήθελε να εισέλθει μέσα της ίνα λάβει την θαλπωρή του ροδαλού της κόλπου. Να αισθανθεί τους χυμούς της να κατακλύζουν την φύσιν του. Η κόρη τον υποδέχθηκε εις τις αγγάλες της και ένα ηδύ μειδίαμα εσχηματίσθει εις τα αλικόχρωα της χείλη. Ο γέρων προσεπάθει να διεισδύσει βραδέως. Ήθελε όπως απολαύσει σπιθαμή προς σπιθαμή την είσοδο του εις το άνθος της. Η κόρη ανέλαβε την κεφαλήν του και την οδηγούσε μεθ' ορμής πρώτα στον κύκνειο λαιμό της, είτα στούς πάλευκους ώμους της, είτα στα εύοσμα στήθη της και τούμπαλιν, βιάζωντάς τον να τα ασπασθεί, ενόσω το άνθος της συσπάτω συφίγγων την στύσιν του. Εντοσούτω η καταιγίς ενδυνάμωνε και οι σταγόνες του βρόχινου ύδατος ράπιζαν βιαίως την στέγην. Κι ενώ η φύσις εφρίκια από τους κρότους των κεραυνών, και τα πέριξ οικήματα αντιλαλούσαν τας τρομεράς των οιμωγάς, η Λάουρα, μειδιώσα, εφαίνετο να ηδονίζεται ολόνεν περισσότερον, και ούτως, οι πέριξ του νοώς του γέροντος ιστάμεναι Ερινύαι, περίλυποι, σιωπούσαν, ηρχίζοντας επιτέλους να τον εγκαταλείπουν. Αυτός, λυτρωμένος πλέον από το μαρτύριον του, και μη ημπορόντας πλέον να βαστάξει την έξαψη της φλογός που τον κατελάμβανε, ρωθώνιζε ως ρωθωνίζουν ταύροι μαινώμενοι, ιστάμενοι έμπροσθεν του πορφυρού των ταυρομάχων ράκους. Το τέλος κατέφθασε αμείλικτον. Η κόρη τον σύσφιγγε σθεναρώς, αμμύσωντας δια των ονύχων της την ράχην του, ωσάν να ήθελε να αποστραγγίσει μέχρι τελευταίας ρανίδος τα ζέοντα υγρά που εκτόξευε η φύσις του. Ο γέρων , εκλονήθει εσαρρίσθει, έκλινε και έπεσεν εις το πλάϊν της, ως πίπτουν επί της αρένας οι ταύροι, οι από του ξίφους του ταυρομάχου θανατούμενοι. Έμειναν ώρα εκεί κοιταζόμενοι ασκαρδαμυκτί, χωρίς να αρθρώσουν λέξη.
Ο Θωμας τον καναμε και Τόμας μπερδεψαμε τους Γερμανους με τους Αρχαιους Ελληνες
Είχα κρεβατομουρμούρα από τον Λατρεία εψές και όπως αντιλαμβάνεστε είμαι ντίρλα. Συγγνώμην πάντως, για το μπέρδεμα.