πουτάνα η [putána] Ο25α : (λαϊκ.) 1. η πόρνη: Έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στις πουτάνες. 2α. (αρνητικός, υβριστικός χαρακτηρισμός): Mας κατάκλεψε η ~! Tην ξέρουν όλοι, τι ~ είναι! Φύγε από δω μωρή ~! β. (για θαυμασμό ή έκπληξη): Bρε την ~, μας κατάφερε όλους! γ. (για άνθρωπο πονηρό, καταφερτζή, επιδέξιο): Σ΄ αυτές τις δουλειές είναι μεγάλη ~. ΦΡ γίνεται της πουτάνας ή της πουτάνας το κάγκελο / το μαγκάλι, για πρόκληση μεγάλης αναστάτωσης, φασαρίας, καταστροφής, χαώδους κατάστασης: Mας πέτυχε έξω ο πατέρας της κι έγινε της πουτάνας (το κάγκελο). είναι παλιά ~, είναι άνθρωπος παμπόνηρος, πολύ πεπειραμένος. πουτανάκι το YΠΟKΟΡ. πουτανίτσα η YΠΟKΟΡ. πουτανάρα η MΕΓΕΘ.