Καμπότζη
Επιστροφή στο βασίλειο του τρόμου
Στο εδώλιο τα πρωτοπαλίκαρα των Κόκκινων Χμερ, που έσφαξαν 1,7 εκατομμύρια πολίτες από το 1975 ως το 1979
ΠΡΙΝ από 11 χρόνια σε ένα χωριό της Δυτικής Καμπότζης κάποιος ηλικιωμένος πλησίασε έναν ιρλανδό φωτορεπόρτερ. «Είμαι πρώην δάσκαλος, έχω γίνει χριστιανός...» του είπε με σπαστά αγγλικά και έδωσε ψεύτικο όνομα. Ο ξένος όμως τον αναγνώρισε:ήταν ο διαβόητος σύντροφος Ντόικ, ο αρχιβασανιστής του καθεστώτος των Κόκκινων Χμερ το οποίο αιματοκύλισε τη χώρα από το 1975 ως το 1979 εξοντώνοντας 1,7 εκατομμύριαανθρώπους. Εκείνη η μοιραία συνάντηση του 1999, την οποία ο φωτορεπόρτερ περιγράφει
παρακάτω μιλώντας σήμερα στο «Βήμα», οδήγησε στην πρώτη σύλληψη υψηλόβαθμου συνεργάτη του Πολ Ποτ και στην παραπομπή του στο Δικαστήριο του ΟΗΕ που έχει στηθεί στην Πνομ Πενχ για να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι της γενοκτονίας- όσοι ζουν. O Ντόικ κρίθηκε ένοχος αλλά η ποινή του, «μόλις» 19 χρόνια κάθειρξη,θεωρήθηκε απαράδεκτα μικρή.Προ ημερών ο εισαγγελέας άσκησε έφεση ζητώντας ισόβια. Αλλοι τέσσερις κορυφαίοι των Κόκκινων Χμερ αναμένεται να δικαστούν τους ερχόμενους μήνες ανασυνθέτοντας το αποτρόπαιο παζλ με τις πιο ζοφερές μνήμες από το «βασίλειο του τρόμου» στην Ινδοκίνα.
Φιλοδοξούσαν να στρίψουν το τιμόνι της Ιστορίας από τη μια στιγμή στην άλλη. Εφεραν τη βαρβαρότητα. Οι Κόκκινοι Χμερ και ο ηγέτης τους Πολ Ποτ επέβαλαν στην Καμπότζη μια ακραία μορφή κοινωνικής μεταρρύθμισης: πήγαν να μετατρέψουν με τη βία τον πληθυσμό ολόκληρης της χώρας σε αγροτικό- τη μοναδική κοινωνική ομάδα που παραδέχονταν ως «ιδανικούς κομμουνιστές» και την αποκαλούσαν «παλαιούς ανθρώπους». Τους κατοίκους των πόλεων τους έλεγαν υποτιμητικά «νέους ανθρώπους», μολυσμένους μαζικά από τον καπιταλισμό.
Ανδρες, γυναίκες και παιδιά ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται σε κολεκτίβες 12 ώρες τη μέρα με ελάχιστη τροφή. Αν για κάποιον υπήρχαν υποψίες για «ανάμειξη σε δραστηριότητες της ελεύθερης αγοράς», εκτελούνταν επί τόπου. Συχνά οι δήμιοι ήταν έφηβοι- «για να γίνουν καλοί επαναστάτες».
Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος ο Πολ Ποτ και τα πρωτοπαλίκαρά του ανήκαν στους «νέους ανθρώπους»: είχαν σπουδάσει στη Γαλλία με υποτροφίες του γαλλικού κράτους. Εκεί ήρθαν σε επαφή με το έργο του Καρλ Μαρξ και επηρεάστηκαν από το γαλλικό ΚΚ. Αυτοί οι σφαγείς αντι-διανοούμενοι ήταν οι πιο μορφωμένοι ηγέτες στην ιστορία του ασιατικού κομμουνισμού. Ο Κιέου Σαμφάν, πρόεδρος της χώρας επί Κόκκινων Χμερ, γνωστός ως Σύντροφος Νο 5, ανάμεσα στους τέσσερις των οποίων η δίκη θα ξεκινήσει σύντομα στην Πνομ Πενχ, έχει διδακτορικό από τη Σορβόννη. Ο δε Πολ Ποτ είχε συγγενικούς δεσμούς με τη βασιλική οικογένεια της Καμπότζης.
Στα τέσσερα χρόνια που παρέμειναν στην εξουσία οι Κόκκινοι Χμερ «κατήργησαν» μεταξύ άλλων: τα βιβλία, τα σχολεία, τα χρήματα, τις τράπεζες, τα νοσοκομεία, τη θρησκεία. Εκτέλεσαν σχεδόν σύσσωμη την πνευματική ελίτ. Ακόμη και μια απλή κίνηση όπως το κόψιμο άγριων φρούτων από κάποιον που λιμοκτονούσε το θεωρούσαν «ιδιωτική πρωτοβουλία» και το τιμωρούσαν με θάνατο. Τους ανέτρεψε ο βιετναμέζικος στρατός που εισέβαλε στη χώρα το 1979, επέζησαν όμως ως αντάρτικο στη Δυτική Καμπότζη ως τα τέλη της δεκαετίας του ΄90. Ο Πολ Ποτ πέθανε το 1998 χωρίς να λογοδοτήσει ποτέ.
Ο σύντροφος Ντόικ, κατά κόσμον Κάινγκ Γκουέκ Ιαβ, είναι ο πρώτος που δικάζεται για τη γενοκτονία. Διοικούσε τη διαβόητη φυλακή Τουόλ Σλενγκ στην πρωτεύουσα όπου βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν τουλάχιστον 17.000 άνθρωποι- μόνο 14 βγήκαν ζωντανοί.
«Ο Ντόικ είναι πολύ θυμωμένος μαζί σου»
«Τον Μάρτιο του 1999 ήμουν στη Δυτική Καμπότζη φωτογραφίζοντας την αποναρκοθέτηση για λογαριασμό της καναδικής κυβέρνησης» λέει ο Νικ Ντάνλοπ, 41 ετών, ο ιρλανδός φωτορεπόρτερ που εντόπισε τον αρχιβασανιστή των Κόκκινων Χμερ. «Ημασταν σε μια πρώην ζώνη των Κόκκινων Χμερ που μόλις είχε ανοίξει. Με πλησίασε ένας μικρόσωμος άντρας. Ηταν ο Ντόικ. Τον αναγνώρισα επειδή επί έναν χρόνο κουβαλούσα μαζί μου τη φωτογραφία του, αν και κατά βάθος πίστευα πως θα είχε πεθάνει».
Ο ηλικιωμένος άντρας του συστήθηκε με άλλο όνομα. «Ηταν φιλικός. Μου μίλησε αγγλικά- τα είχε μάθει μόνος του. Μου φάνηκε εντυπωσιακός στην όψη αλλά λίγο αφηρημένος, σαν να μην είχε επαφή με την πραγματικότητα καμιά φορά. Δύσκολο να καταλάβεις τι άνθρωπος είναι. Πάντως δεν είναι τέρας. Την πρώτη φορά που τον συνάντησα δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα για λόγους ασφαλείας. Επέστρεψα ύστερα από λίγες εβδομάδες μαζί με έναν φίλο.
Τον βιντεοσκοπήσαμε και μας είπε ότι είναι αναγεννημένος χριστιανός. Ξαναπήγα για τρίτη φορά. Τότε τον ρώτησα ευθέως αν είναι ο Ντόικ. Στην αρχή το αρνήθηκε αλλά μετά κάθησε κάτω και ομολόγησε τα πάντα, είπε ότι λυπάται για το παρελθόν. “Είναι θέλημα Θεού που βρίσκεστε εδώ. Εχω κάνει πολύ άσχημα πράγματα στη ζωή μου και ήρθε ή ώρα να αντιμετωπίσω τις συνέπειες. Το πρώτο μισό της ζωής μου δεν υπηρετούσα τον Θεό, υπηρετούσα τους ανθρώπους. Ηθελα να ήμουν καλός κομμουνιστής”.
Είχα ειδοποιήσει τις Αρχές στην Πνομ Πενχ και μετά την ομολογία ένα μέλος οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων μίλησε με τον Ντόικ και του έδωσε τρεις επιλογές: να περάσει τα σύνορα προς την Ταϊλάνδη και από εκεί να παραδοθεί στη Χάγη, να οδηγηθεί στην Πνομ Πενχ ή να φύγει μόνος του παίρνοντας το ρίσκο του. Επέλεξε το τελευταίο και λίγες ώρες αργότερα συνελήφθη. Εκτοτε έχω προσπαθήσει αρκετές φορές να επικοινωνήσω μαζί του μέσω τρίτων. Κάποια στιγμή ο δικηγόρος του μού είπε: “Ο Ντόικ είναι πολύ θυμωμένος μαζί σου”».
ΛΟΥΤΡΟ ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Ταπείνωση, λιμός και θάνατος παντού
GΕΤΤΥ ΙΜΑGΕS/ΙDΕΑL ΙΜΑGΕ Με κάθε (βάρβαρο, όπως στον πίνακα) τρόπο προσπαθούσαν να αποσπάσουν τις «ομολογίες» που ήθελαν. Και τα κατάφερναν
345 Εψαχνε στα κόπρανα σπόρους για να φάει
«Οι αδελφές μου Καλίνα και Λία ήταν 10 και 5 ετών αντίστοιχα όταν οι Κόκκινοι Χμερ τις έστειλαν μακριά από τους γονείς μας,σε ένα στρατόπεδο παιδιών όπου παρασκεύαζαν λίπασμα για τους ορυζώνες.Εργάζονταν πολύ σκληρά για την ηλικία τους.Η Καλίνα ήταν πάντα πεινασμένη.Μια φορά βγήκε έξω κρυφά για να μαζέψει καλαμποκόσπορους και την έπιασαν.Της έδεσαν τα πόδια και την έσυραν 150 μέτρα στο χώμα που της έμπαινε στη μύτη και στα αφτιά. Μερικές φορές δεν υπήρχε τίποτα για φαγητό επί μία ολόκληρη εβδομάδα.Ηταν τόσο απελπισμένη που έψαχνε ανθρώπινα κόπρανα για να βρει σπόρους καλαμποκιού που δεν είχαν χωνευτεί,τους έπλενε και τους έτρωγε.Είχε μόνο ένα ρούχο το οποίο φορούσε κάθε μέρα και τη νύχτα ήταν γυμνή.Ζούσε σαν ζώο.Στη Λία έλειπαν τόσο πολύ οι γονείς μας που πήγε να τους δει περπατώντας για ώρες.Ηταν μικρό παιδί και δεν ξεχώριζε το σωστό και το λάθος.Αν οι Κόκκινοι Χμερ τής έλεγαν πως κάτι ήταν λάθος ή σωστό,τους πίστευε.Χάσαμε γύρω στα 20 μέλη της οικογένειάς μας.Ολοι τους βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν εκτός από τις αδελφές μου» λέει οΣόφι Τσακ.
345 «Πράκτoρας της CΙΑ» ύστερα από ηλεκτροσόκ
Οταν οι Κόκκινοι Χμερ μπήκαν στην Πνομ Πενχ,τον Απρίλιο του 1975,οΤσουμ Μέι, μηχανικός και πατέρας τριών παιδιών,τους υποδέχθηκε με μια λευκή σημαία.Λίγο μετά διέταξαν τους κατοίκους της πρωτεύουσας να πάνε στην επαρχία.«Οσους δεν υπάκουαν τους σκότωναν επί τόπου». Ο δίχρονος γιος του αρρώστησε και πέθανε στη διαδρομή.Τον έθαψε σε έναν ρηχό τάφο και συνέχισε.
Αργότερα βρέθηκε στη φυλακή Τουόλ Σλενγκ και επί 12 μερόνυχτα τον βασάνιζαν για να «ομολογήσει»- ούτε ο ίδιος ήξερε τι ακριβώς.
Τον μαστίγωναν με ραβδιά από μπαμπού,του έσπασαν τα δάχτυλα του χεριού και του έβγαλαν τα νύχια των ποδιών με τανάλια.Του έκαναν ηλεκτροσόκ ώσπου στο τέλος «ομολόγησε» ότι εργαζόταν για τη CΙΑ και είχε στρατολογήσει δεκάδες πράκτορες.Εδωσε τα ονόματα δεκάδων αθώων γνωστών του.«Ανθρωποι που είχαν συλληφθεί νωρίτερα έμπλεξαν εμένα,εγώ με τη σειρά μου έμπλεξα άλλους.Ετσι γινόταν»κατέθεσε στη δίκη του συντρόφου Ντόικ.
Τον άφησαν να ζήσει επειδή ήταν χρήσιμος στην επισκευή των ραπτομηχανών που έραβαν τη νέα στολή της επανάστασης: μαύρες πιτζάμες.Τα βράδια τον αλυσόδεναν σε ένα σίδερο μαζί με 40 συγκρατουμένους του.Ηταν αναγκασμένοι να ζουν στην απόλυτη σιωπή.
345 Χρυσά κοσμήματα για μια χούφτα ρύζι
«Οι Κόκκινοι Χμερ έστειλαν τους γονείς, τα αδέλφια μου και εμένα σε ένα χωριό 25 χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας. Δεν είχαμε τίποτε να φάμε.Η αδελφή μου αντάλλαξε τα χρυσά της κοσμήματα με λίγο ρύζι, ενώ ο αδελφός μου κυνηγούσε αρουραίους στα χωράφια. Εναν χρόνο αργότερα μας χώρισαν από τους γονείς μας στέλνοντάς μας σε τρία διαφορετικά στρατόπεδα. Ημουν αναγκασμένος να δουλεύω στους ορυζώνες και να παρασκευάζω φυσικό λίπασμα από φύλλα και κόπρανα αγελάδας. Ο στόχος ήταν να αυξηθεί η παραγωγή ρυζιού.Είδα την αδελφή μου μια φορά. Ηταν πολύ αδύνατη γιατί την έβαζαν να δουλεύει σκληρά.Αργότερα την έκλεισαν φυλακή και 20 χρόνια μετά έμαθα ότι πέθανε εκεί.Εχασα όλα τα μέλη της οικογένειάς μου, έμεινα μόνος μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τον πόνο- ήμουν ένα μικρό αγόρι αναγκασμένο να δουλεύει σκληρά και πεινασμένο.Είδα τόση κακία και σκληρότητα που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα στον κόσμο» λέει οΣέινγκ Σόεντριθ.