Είναι ο Μήτσος με την καμήλα του στην έρημο και βαδίζουν κάτω απ'τον καυτό ήλιο.
Εκεί που πάνε μια χαρά, ξαφνικά η καμήλα σταματάει, κάθεται κάτω και δεν κουνιέται με τίποτα.
Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου... η καμήλα τίποτα! Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει ο Μήτσος, δε βλέπει τίποτα χαλασμένο.
Εκείνη την ώρα περνάει ένας βεδουίνος.
- Τι έγινε; ρωτάει τον Μήτσο.
- Τι να σου πω, ρε φίλε, εκεί που πηγαίναμε μια χαρά, ξαφνικά σταμάτησε και δεν κάνει βήμα. Μπορείς να βοηθήσεις;
Κοιτάζει κι ο βεδουίνος, αλλά δε βλέπει τίποτα στραβό.
- Φίλε, λίγο πιο κάτω έχει έναν μάστορα για καμήλες, πάρα πολύ καλό. Μπορώ να σε βοηθήσω να την πάμε μέχρι εκεί.
Σπρώχνουν και οι δύο και με αρκετό κόπο φτάνουν στον μάστορα.
- Τι έχουμε; ρωτάει ο μάστορας.
- Μάστορα, μου χάλασε. Εκεί που πήγαινα μια χαρά, κάθισε κάτω και δεν ξανακουνήθηκε.
- Δεν είναι τίποτα, του λέει ο μάστορας. Συμβαίνουν αυτά. Ανέβασέ την στη ράμπα να την δω.
Την ανεβάζει ο Μήτσος στη ράμπα, την ψάχνει ο μάστορας και λέει:
- Δεν είναι τίποτα, σε δυο λεπτά θα είναι έτοιμη…
Παίρνει δυο τούβλα, πάει από κάτω και γκαπ! δίνει μια γερή στ'αρχίδια της καμήλας.
Πετάγεται αυτή, σκούζοντας από τον πόνο κι αρχίζει να τρέχει σαν τρελή.
- Είσαι έτοιμος!
- Τι έτοιμος ρε μάστορα; Πώς θα την πιάσω τώρα εγώ την καμήλα;
- Τι!!! Γι'αυτό στεναχωριέσαι; Ανέβα στη ράμπα...