Ο Κωστας, ένας αθλητικός τύπος, ήθελε από καιρό να πάρει μια μηχανή.
Ώσπου μια μέρα η τύχη τον βοηθά και πέφτει πάνω σε ένα ξεπούλημα.
Μια Harley πουλιόταν σε τιμή ευκαιρίας.
Η μηχανή αν και ήταν 10 χρονών, φαινόταν πιο καλή κι από καινούργια.
Άστραφτε από γυαλάδα, σαν να είχε μόλις βγει από το εργοστάσιο. Την αγόρασε αμέσως.
Δεν παρέλειψε όμως να ρωτήσει τον πωλητή, πως κατάφεραν να την κρατήσουν σε τόσο καλή κατάσταση ύστερα από δέκα χρόνια.
"Κoiτα", του λέει ο πωλητής, "είναι πολύ απλό. Όταν τη μηχανή την έχεις έξω και πρόκειται να βρέξει, άλειβε τα μέρη χρωμίου με βαζελίνη, για να τα προστατέψεις από τη βροχή."
Μάλιστα του έδωσε κι ένα βαζάκι με βαζελίνη.
Εκείνο το ίδιο βράδυ η Καιτη, φιλενάδα του Κώστα, τον συνάντησε για να πάνε μαζί στο σπίτι της και να τον γνωρίσει στους γονείς της. Φυσικά πήγαν εκεί καβάλα στην καινούρια μηχανή του.
Την ώρα που προχωρούσαν να μπουν στο σπίτι, η Καίτη σταματά και του λέει:
"Πρέπει να σου πω κάτι για την οικογένειά μου. Στο τραπέζι, στην ώρα του φαγητού δεν μιλάμε καθόλου. Στην πραγματικότητα ο πρώτος που θ' ανοίξει το στόμα του και θα πει το παραμικρό, πρέπει να πλύνει τα πιάτα."
"Κανένα πρόβλημα, δεν θα πω λέξη" της λέει ο Κώστας και προχωρούν στην είσοδο.
Μόλις μπαίνουν, ο Κώστας μένει εκπληκτος.
Εκεί μπροστά τους, στη μέση της σάλας, είναι μια μεγάλη στίβα από άπλυτα πιάτα.
Πιο πέρα, στο διάδρομο άλλα άπλυτα πιάτα, κι άλλα στοιβαγμένα στα σκαλοπάτια.
Στην κουζίνα ακόμη μια πελώρια στοίβα άπλυτα πιάτα.
Όπου κι αν κοιτάξει σωροί από βρώμικα σιχαμένα πιάτα. Χιλιάδες πιάτα.
Οποτε κάθισαν στο τραπέζι να φάνε και πράγματι δεν ακούγεται κιχ.
Καθώς περνούσε η ώρα ο Κώστας αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Γέρνει λοιπόν προς την Καιτούλα και τη φιλάει.
Κανένας δεν βγάζει μιλιά.
Συνεχίζει χαιδεύοντας το στήθος της.
Μιλιά !
Οπότε σηκώνεται απάνω, την βουτάει, τη γυμνώνει σχίζοντας τα ρούχα της, τη ρίχνει πάνω στο τραπέζι και εκεί μπροστά στους γονείς της το απολαυσανε.
Η κοπέλα του είναι αλαφιασμένη, ο πατέρας εμφανώς έχει αλλάξει χρώματα και η μάνα κυριολεκτικά αναστατωμένη, αλλά κανένας δεν βγάζει λέξη.
Ο Κώστας κοιτάει την μάνα κι όπως είχε πάρει φόρα την βουτάει κι αυτήν, την διπλώνει πάνω στο τραπέζι και δείχνει την εκτίμηση του στη θηλυκότητα της με πολλούς τρόπους.
Τώρα η κοπέλα του γίνεται έξω φρενών, ο πατέρας βράζει στο ζουμί του, αλλά ακόμη και σ'αυτό το σημείο κανείς δε βγάζει τσιμουδιά.
Όπου ξαφνικά αστραπή, ακούγεται μια εκκωφαντική βροντή, κι έξω αρχίζει μπόρα.
Ο Κώστας θυμάται τη μηχανή του κι αμέσως τραβάει από την τσέπη του το βαζάκι με τη βαζελίνη.
Μόλις το βλέπει ο πατέρας λέει έντρομος:
-Άσε, άσε, θα τα πλύνω εγώ τα πιάτα!
Ώσπου μια μέρα η τύχη τον βοηθά και πέφτει πάνω σε ένα ξεπούλημα.
Μια Harley πουλιόταν σε τιμή ευκαιρίας.
Η μηχανή αν και ήταν 10 χρονών, φαινόταν πιο καλή κι από καινούργια.
Άστραφτε από γυαλάδα, σαν να είχε μόλις βγει από το εργοστάσιο. Την αγόρασε αμέσως.
Δεν παρέλειψε όμως να ρωτήσει τον πωλητή, πως κατάφεραν να την κρατήσουν σε τόσο καλή κατάσταση ύστερα από δέκα χρόνια.
"Κoiτα", του λέει ο πωλητής, "είναι πολύ απλό. Όταν τη μηχανή την έχεις έξω και πρόκειται να βρέξει, άλειβε τα μέρη χρωμίου με βαζελίνη, για να τα προστατέψεις από τη βροχή."
Μάλιστα του έδωσε κι ένα βαζάκι με βαζελίνη.
Εκείνο το ίδιο βράδυ η Καιτη, φιλενάδα του Κώστα, τον συνάντησε για να πάνε μαζί στο σπίτι της και να τον γνωρίσει στους γονείς της. Φυσικά πήγαν εκεί καβάλα στην καινούρια μηχανή του.
Την ώρα που προχωρούσαν να μπουν στο σπίτι, η Καίτη σταματά και του λέει:
"Πρέπει να σου πω κάτι για την οικογένειά μου. Στο τραπέζι, στην ώρα του φαγητού δεν μιλάμε καθόλου. Στην πραγματικότητα ο πρώτος που θ' ανοίξει το στόμα του και θα πει το παραμικρό, πρέπει να πλύνει τα πιάτα."
"Κανένα πρόβλημα, δεν θα πω λέξη" της λέει ο Κώστας και προχωρούν στην είσοδο.
Μόλις μπαίνουν, ο Κώστας μένει εκπληκτος.
Εκεί μπροστά τους, στη μέση της σάλας, είναι μια μεγάλη στίβα από άπλυτα πιάτα.
Πιο πέρα, στο διάδρομο άλλα άπλυτα πιάτα, κι άλλα στοιβαγμένα στα σκαλοπάτια.
Στην κουζίνα ακόμη μια πελώρια στοίβα άπλυτα πιάτα.
Όπου κι αν κοιτάξει σωροί από βρώμικα σιχαμένα πιάτα. Χιλιάδες πιάτα.
Οποτε κάθισαν στο τραπέζι να φάνε και πράγματι δεν ακούγεται κιχ.
Καθώς περνούσε η ώρα ο Κώστας αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Γέρνει λοιπόν προς την Καιτούλα και τη φιλάει.
Κανένας δεν βγάζει μιλιά.
Συνεχίζει χαιδεύοντας το στήθος της.
Μιλιά !
Οπότε σηκώνεται απάνω, την βουτάει, τη γυμνώνει σχίζοντας τα ρούχα της, τη ρίχνει πάνω στο τραπέζι και εκεί μπροστά στους γονείς της το απολαυσανε.
Η κοπέλα του είναι αλαφιασμένη, ο πατέρας εμφανώς έχει αλλάξει χρώματα και η μάνα κυριολεκτικά αναστατωμένη, αλλά κανένας δεν βγάζει λέξη.
Ο Κώστας κοιτάει την μάνα κι όπως είχε πάρει φόρα την βουτάει κι αυτήν, την διπλώνει πάνω στο τραπέζι και δείχνει την εκτίμηση του στη θηλυκότητα της με πολλούς τρόπους.
Τώρα η κοπέλα του γίνεται έξω φρενών, ο πατέρας βράζει στο ζουμί του, αλλά ακόμη και σ'αυτό το σημείο κανείς δε βγάζει τσιμουδιά.
Όπου ξαφνικά αστραπή, ακούγεται μια εκκωφαντική βροντή, κι έξω αρχίζει μπόρα.
Ο Κώστας θυμάται τη μηχανή του κι αμέσως τραβάει από την τσέπη του το βαζάκι με τη βαζελίνη.
Μόλις το βλέπει ο πατέρας λέει έντρομος:
-Άσε, άσε, θα τα πλύνω εγώ τα πιάτα!